Νυχτερινή βάρδια
Η ηλικιωμένη γυναίκα μπαίνει από την Αφετηρία. Στέκεται όρθια δίπλα μου. Είναι η γιαγιά μου. Με λέει Κύριε οδηγέ, δεν με γνωρίζει πια. Φοράει πάντα τα ίδια στραβοπατημένα παπούτσια. Στο χέρι κρατάει τη μεγάλη, αθλητική τσάντα Gyms Spartacus, που είχα κάποτε στο γυμναστήριο. Από το χαλασμένο φερμουάρ φαίνονται μέσα ρούχα, πιτζάμες, εσώρουχα, κάλτσες και τάπερ. Ακόμη να παραδεχτεί ότι ο παππούς έχει πεθάνει. Με βαριά ρουμελιώτικη προφορά με ρωτάει κάθε φορά σε ποια στάση να κατέβει για το Νοσοκομείο. Της λέω να καθίσει κάπου και να περιμένει. Έχουμε δρόμο ακόμη.
Θυμάμαι πάντα τα χέρια της. Τραχιά σαν γυαλόχαρτο, όταν με χάιδευε. Τα νύχια της γεμάτα χώμα που δεν έφευγε ποτέ. Αν και από παιδί εργαζόταν στα χωράφια, στην πραγματικότητα ασχολιόταν με τις καλές τέχνες. Όταν έπιασε δουλειά στο εκκοκκιστήριο βάμβακος, έπαθε άσθμα. Έλεγε σε όλους ότι είχε άσμα. Όταν έφτασε εξήντα, άρχισαν οι πονοκέφαλοι και το βουητό στ’ αυτιά. Ο γιατρός βρήκε την πίεσή της 19. Έχω πίηση, είπε αυτή. Ήταν ποιήτρια εκ γενετής.
Στη στάση Σχολείο μπαίνει ο παλιός μου φιλόλογος, ο κύριος Ευθυμίου. Σωριάζεται βαρύς στη θέση που είναι ακριβώς πίσω μου. Κάθε πρωί έγραφε στον πίνακα ένα παλιό γνωμικό, αντί να πει καλημέρα. Εμείς τον κοιτούσαμε με την εφηβική μας αδιαφορία, αυτός με τρυφερότητα.
-Αμφιβάλλω, άρα υπάρχω! μου ψιθυρίζει στο αυτί.
Τα χέρια του, τα ρούχα του είναι όπως πάντα γεμάτα κιμωλίες.
-Θα έπρεπε να γίνεις βιβλιοθηκονόμος, τόσο που αγαπούσες το διάβασμα, μου λέει και με χτυπάει απαλά στην πλάτη. Γεμιζω κι εγώ κιμωλίες, πάλι μαθητής.
Στη στάση Παλατάκι ανεβαίνει το φιλαράκι μου, ο Χάρης. Στο κεφάλι φοράει πάντα ένα σκουφί που γράφει KING. Δεν έγινε ποτέ σταρ, δεν έκανε ποτέ γκρο πλαν στην κάμερα. Ήταν, όμως, περιζήτητος στα ηχητικά εφέ. Έτρεχε επιτόπου για ν’ ακούγεται το ποδοβολητό του, έκλαιγε και γέλαγε στα ψέματα, λαχάνιαζε, έβηχε. Όλα αυτά τα χρησιμοποιούσαν μετά οι τεχνικοί στη μίξη του ήχου. Αυτός όμως αγαπούσε περισσότερο το κλασικό θέατρο. Σαίξπηρ, Μολιέρος, τέτοια πράγματα, αν και τέτοιους ρόλους δεν έπαιξε ποτέ. Του έδιναν πάντα διπλές προσκλήσεις για διάφορες παραστάσεις. Πηγαίναμε μαζί. Τζάμπα, εννοείται.
Το βράδυ, στο τέλος της βάρδιας, μένουν οι τρεις τους. Είναι κουρασμένοι και δεν έχουν πού να πάνε. Τους τυλίγω με τα πιο ζεστά μου ρούχα και τους βάζω για ύπνο. Όταν κρυώνουν αυτοί, αυτόματα κρυώνω κι εγώ.
Αράζω το λεωφορείο στο βάθος, σε μια ήσυχη γωνιά στο αμαξοστάσιο, και κλείνω τις πόρτες. Ύστερα βάζω μπρος το μηχανάκι και γυρίζω σπίτι.