Σήμερα 8/6/25, αναρτώνται ποιήματα Ελλήνων ποιητών της Α’ Μεταπολεμικής Γενιάς.
ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
ARS POETICA
Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση
σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες
όπου η ζωή χορεύει. Θέλω να είναι
αγώνας, όχι μια μουσική που λύνεται
μα πάθος για την μέσα έκφραση μιας ασυναρτησίας
μιας αταξίας που θα γίνει παρανάλωμα
αν δεν τα παίξουμε όλα για όλα
Όταν οι άλλοι, αδιάφοροι, με σιγουριά
ξοδεύονται άσκοπα ή ετοιμάζονται το βράδυ
να πεθάνουν, όλη τη νύχτα ψάχνω για ψηφίδες
αδιάφθορες μες στον μονόλογο τον καθημερινό
κι ας είναι οι πιο φθαρμένες. Να φεγγρίζουν
μες στο πυκνό σκοτάδι τους σαν τ’ αχαμνά ζωύφια
τυχαίες, σκοτωμένες απ’ το νόημα
με αίσθημα ποτισμένες
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΔΙΤΣΑΣ
ΙΙΙ
Γιατί έχω μέσα μου ένα νεκρό πουλί κι εσύ το λυπάσαι
Γιατί μου κρατάς τα χέρια και τα δικά σου χέρια τα ’χω
κρυμμένα στον ύπνο μου
Γιατί το σώμα σου μοιάζει με όνειρο που ακολουθεί τις
πράξεις μου όλη τη μέρα
Και λίγο-λίγο μου έρχεται στη μνήμη
Γιατί μου λες για την αγάπη
Μου λες πώς αποχαιρετιώνται δυό κι αφήνουν την αγάπη
μόνη
Σαν το μαργαριτάρι έξω απ’ το στρείδι του
Γιατί μου λες πολλές φορές για την αγάπη ότι είναι σύμπτωση
Γι’ αυτό σ’ αγαπώ
Γιατί σ’ αγκαλιάζω και σε μυρίζω όπως αρνί που οσφραί-
νεται το χόρτο
Γιατί δέχομαι τη φωνή σου σα να ’ναι σπόρος
Κι εγώ σα να ’μια φρέσκο χώμα
Γιατί σ’ αγκαλιάζω πάντα κι απέναντί μας μια μέρα σημα-
δεύει την αγάπη μας
Όπως εμένα κάποτε που με πυροβολούσε η νύχτα
Γιατί σε βλέπω σαν πηλό και θέλω να σου δώσω το σχήμα
της αγωνίας μου
Κι ύστερα πάλι να σε ξαναπλάσω
Γι’ αυτό σ’ αγαπώ
Γιατί είσαι η αγωνία μου
Γιατί μες στον καιρό είσαι η ελπίδα όπως η γλύκα στου
καρπού τα βάθη
Όπως τα δακρυσμένα μάτια την ώρα που φεύγουμε
Γιατί είσαι το τραίνο κι ο δρόμος και το χέρι μου που σε
αποχαιρετάει
Γιατί είσαι η καρδιά μου που χτυπάει μουσικά όταν εγγίζω
και τα νύχια σου
Που είναι στο δέρμα μου σα σκορπισμένα λουλούδια σε νερό
Γιατί είσαι το τραγούδι μου που λέω τ’ απογεύματα
Γι’ αυτό σ’ αγαπώ.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ
ΒΡΑΔΥΝΗ ΑΘΗΝΑ
Αφιερωμένο
Με τον ουράνιο Μπαχ
ερωτεύομαι νύχτες της πικρής Αττικής
ακούω γαλήνια κονσέρτα
που αναστρέφουν τον πόνο
σε χαλασμένα ραδιόφωνα χωρίς κουμπιά
σκονισμένα
συντριμμένα
των λυπημένων –
(βράδια μυρωμένα
η Αττική ανέβαινε ψηλά
κι ανέβαιναν
τα βάσανα κ’ οι έγνοιες…).
Είχα μιαν αγάπη
χάθηκε
την έφραξαν πάθη καιρικά
μα όμως κάποτε
λέω θ’ ανταμώσουμε ψηλά
μεσ’ στη γαλάζια σκόνη του αιθέρα.
Έχει άνθος στα μαλλιά
είναι τα μάτια της εφιαλτικά και σύρουν.
Αλλ’ εγώ με τη δύναμη του αθώου
στους κινδύνους
ανεβαίνω.
Είχα μιαν αγάπη
τώρα ταξιδεύει μακριά
κ’ η σελήνη γέμισε κίτρινα πουλιά.
Έχει άνθος
και φέρνει
όνειρα στον ερειπωμένο μου
ύπνο.
ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ
ΤΟ ΚΕΝΤΗΜΑ
Fride Fini fece nell’anno 1914.
Η Φρίντε τελείωσε το παιδικό της κέντημα
Στα χίλια εννιακόσια δεκατέσσερα.
Κι ήρθε ο πόλεμος, κι άλλος πόλεμος
δεν σταμάτησαν ποτέ.
Στο μεταξύ παντρεύτηκε η Φρίντε
έκανε παιδιά, πρόλαβε να γεράσει.
Στα ίδια διαλείμματα
γεννηθήκαμε κι εμείς
μεγαλώσαμε, κάναμε παιδιά.
Ούτε ένα χειροτέχνημα
δεν τελειώσαμε ως τώρα.