Scroll Top

Αφιέρωμα σε Έλληνες και Ελληνίδες Λογοτέχνες της Γενιάς του ’80 | Έρση Σωτηροπούλου | Γράφει η Εύη Ραχάλ

Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Πεχλιβάνη

Το  culturebook, συνεπές στην προσπάθειά του να φέρει τους αναγνώστες σε επαφή με τη νεότερη Ελληνική ποίηση και πεζογραφία και πιστό στο όραμά του να κοινωνεί την καλή λογοτεχνία, σχεδιάζει ένα φιλόδοξο –και ίσως ανεφάρμοστο στην ολότητά του– αφιέρωμα σε σύγχρονους Έλληνες και Ελληνίδες λογοτέχνες, που θα αντληθούν, κυρίως, από τη δεξαμενή της ενδιαφέρουσας γενιάς του ’80. Το αφιέρωμα θα περιλαμβάνει συνεντεύξεις, κριτικά δοκίμια, ανέκδοτα κείμενα και φωτογραφικό υλικό και φυσικά θα «εκδιπλωθεί» σε βάθος χρόνου δεδομένου ότι ο αριθμός των λογοτεχνών είναι μεγάλος και  η δυσκολία του εγχειρήματος τεράστια. Κάποιος θα αναρωτηθεί τί θα εξυπηρετήσει αυτή η προσπάθεια, μια ακόμα προσπάθεια, ένα ακόμα αφιέρωμα, όταν υπάρχει πληθώρα –για να μην πω πληθωρισμός– λογοτεχνίας και κριτικής. Η απάντησή μας είναι κρυστάλλινη και αταλάντευτη:

Η καλή λογοτεχνία ποτέ δεν είναι αρκετή.

Μέχρι τώρα παρουσιάσαμε τους ποιητές Γιάννη Τζανετάκη, Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Λιάνα Σακελλίου, Αντώνη Δ. Σκιαθά, τους πεζογράφους Βαγγέλη Ραπτόπουλο και Ισίδωρο Ζουργό, τον Παντελή Μπουκάλα και τον πολυσχιδή Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη. Συνεχίζουμε με τη σημαντική πεζογράφο  Έρση Σωτηροπούλου.

Σας ευχαριστώ

Η επιμελήτρια

Αγγελική  Πεχλιβάνη

Γράφει η Εύη Ραχάλ

Όταν διάβασα για πρώτη φορά το να νιώθεις μπλε, να ντύνεσαι κόκκινα της Έρσης Σωτηροπούλου

Σκοπός του σημειώματος αυτού δεν είναι ούτε ο εντοπισμός των χαρακτηριστικών εκείνων που επιβεβαιώνουν την ένταξη του έργου της Έρσης Σωτηροπούλου στη γενιά του ’80 ούτε και το αν πρόκειται για μια συγγραφέα με «ιδιωτικό όραμα».  Σκοπός είναι η προσέγγιση των διηγημάτων της μέσα από την προσωπική μου αναγνωστική ματιά και όλα όσα μου μετέφερε η διεισδυτική και κοφτερή της γραφή.

Εφτά διηγήματα. Έξι γυναίκες και ένας άντρας, παρασύρουν τον αναγνώστη στη πραγματικότητά τους. Μέσα από τη δική τους ματιά, αναδύονται ζητήματα προσωπικής ελευθερίας, παρωχημένων κοινωνικών αντιλήψεων, πνευματικού τέλματος, μοναξιάς και εγκλωβισμού.

Επιλέγοντας τη φόρμα του διηγήματος,  -η  οποία όπως διατύπωσε και ο Edgar Alan Poe σε δοκίμιά του απαιτεί μέγιστη αφηγηματική οικονομία- η Ερση Σωτηροπούλου  πετυχαίνει να μας μεταφέρει μια ολοκληρωμένη “φέτα ζωής” από την καθημερινότητα των περιορισμένου αριθμού ηρώων της. Παρακολουθούμε μια έφηβη σε μια επαρχιακή πόλη να προσπαθεί να διαχειριστεί το καταπιεστικό οικογενειακό της περιβάλλον, το οποίο αντιμετωπίζει την εφηβεία της ως μια ασθένεια που χρήζει θεραπείας. Οι εβδομαδιαίες επισκέψεις της σε ψυχίατρο της Αθήνας για τη χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής μετατρέπονται σε μια καλοπαιγμένη παράσταση, όπου το κάθε μέλος της οικογένειάς της παίζει με ακρίβεια τον ρόλο του, αγνοώντας τις πραγματικές ανάγκες της έφηβης. Μια ποιήτρια ταξιδεύει με ομότεχνες φίλες της αναζητώντας έμπνευση από το εξωτικό περιβάλλον όπου διαμένει και, τελικά,  διαπιστώνει ότι βρίσκεται σε συγγραφικό τέλμα. Ένας απελπισμένος σύζυγος, εγκλωβισμένος σε μια αβάσταχτη ρουτίνα, αρνείται να «δει» την αλήθεια και με το πρόσχημα του ρομαντισμού, ταλαιπωρεί τη σύζυγό του επιχειρώντας να αναβιώσει τη απολεσθείσα νεότητά του και να επιβεβαιωθεί ως άντρας. Μια γυναίκα βρίσκεται εγκλωβισμένη σε έναν τρόπο ζωής που δεν την εκφράζει και εντείνει τη μοναξιά της. Μια άλλη γυναίκα η οποία νοσταλγεί τον κάποτε ατρόμητο νεαρό εαυτό της και βιώνει αισθήματα ενοχής για το ρόλο της ως μητέρα, επιχειρεί ένα ταξίδι αναψυχής με τα παιδιά της το οποίο μετατρέπεται σε εφιάλτη, αφήνοντάς την περισσότερο ευάλωτη σε ενοχές.  Μια επιτυχημένη συγγραφέας, προσπαθεί να ξεπεράσει τον πόνο ενός τετελεσμένου έρωτα και καταλήγει εμπλεκόμενη σε μια κωμικοτραγική κατάσταση. Τέλος, μια μετανάστρια βιώνει διαδοχικές ατυχίες και «γνωρίζεται» με το ειρωνικό πρόσωπο της ζωής, προσπαθώντας  να επιβιώσει σε μια ξένη χώρα.

Ψυχικός πόνος, μοναξιά, εσωτερικές αναταραχές, και μια μόνιμη μελαγχολία είναι τα χαρακτηριστικά του σύμπαντος της Σωτηροπούλου, από το οποίο συχνά δε λείπει το κωμικοτραγικό και ειρωνικό στοιχείο, ενισχύοντας έτσι την τραγικότητα των χαρακτήρων. Πρόκειται για πρόσωπα που κυκλοφορούν γύρω μας. Πρόσωπα εγκλωβισμένα, με κάποιο τρόπο, σε μια πνιγηρή και θολή κατάσταση τα οποία, όμως, δεν παραδίδονται. Με λίγα λόγια: «νιώθουν μπλε, αλλά ντύνονται κόκκινα». Παλεύουν ενάντια σε αυτό που νιώθουν και αρνούνται να παραδοθούν στο «μπλε» τους συναίσθημα. Αντιστέκονται. Αντιδρούν προσπαθώντας να βρουν διέξοδο και να ανακουφιστούν, έστω και προσωρινά, έστω κι αν γνωρίζουν κατά βάθος ότι δε θα αποφύγουν το αναπόφευκτο. Και αυτό από μόνο του είναι η ελπίδα. Είναι το κουκούτσι της ανθρώπινης ύπαρξης που εξαντλεί κάθε ενδεχόμενο, προκειμένου αυτή να προχωρήσει μπροστά. Παραθέτω ένα απόσπασμα από το πρώτο διήγημα που μεταφέρει αυτήν την ενέργεια, αυτό το αίσθημα ελπίδας:

Ο Έρνεστ φύσηξε τον καπνό ανάμεσα στα παχουλά του δάχτυλα.
«Θέλεις να πάμε;»
«Να πάμε», είπε χαρούμενος ο Έρνεστ.
«Σκέφτομαι να το σκάσω για πάντα», μουρμούρισε εκείνη.
Στο απέναντι πεζοδρόμιο τα φώτα ενός κινηματογράφου άναψαν. ‘Ένα μικρό σκυλί στάθηκε μπροστά στην είσοδο κουνώντας την ουρά του. Θα μπορούσε να τον πάρει και τον Έρνεστ μαζί της. Δεν ήταν όσο χαζός φαινόταν. Θα έκλεβαν λεφτά και θα έφευγαν. Μπορεί να μπάρκαραν σε πλοίο και να έβγαιναν στην Ιταλία.
«Μιράντα!» φώναξε ο Έρνεστ.
Τους είδαν να έρχονται από τη γωνία. Ο πατέρας της, η ιδιαιτέρα και η μητέρα του Έρνεστ που τα μάτια της πετούσαν σπίθες. Ο πατέρας της ξεχώρισε και τους πλησίασε με μεγάλες δρασκελιές.
«Πάρε να έχεις», είπε και του έδωσε τα τσιγάρα.
Ο Έρνεστ χαμογέλασε κι έβαλε γρήγορα το πακέτο στην τσέπη του.

Η γραφή της Έρσης Σωτηροπούλου είναι πλούσια σε εικόνες και σχήματα λόγου. Με ύφος ζωντανό, οικείο αλλά και ειρωνικό, δημιουργεί αμεσότητα μεταξύ των ηρώων και του αναγνώστη, κερδίζει την προσοχή του τελευταίου και τον «τοποθετεί» μέσα στο σύμπαν της σε λίγες μόνο σελίδες.  Η εναλλαγή αφηγηματικών τρόπων χαρίζει ζωντάνια στον λόγο της, γοργό ρυθμό και τα κείμενα «αναπνέουν», χωρίς να πέφτουν σε μονοτονία, ενώ, ταυτόχρονα, αποδίδονται παραστατικά οι σκέψεις και τα συναισθήματα των χαρακτήρων. Ο αναγνώστης εμπλέκεται συναισθηματικά και συμπάσχει με τις ηρωίδες και τον ήρωα των διηγημάτων. Μέσα σε αυτό το  πρόσφορο έδαφος θίγει όλα όσα την απασχολούν είτε πρόκειται για ιδιωτικά είτε για κοινωνικά ζητήματα και, τελικά, οδηγεί τον αναγνώστη σε σκέψη και προβληματισμό ή απλώς —αν και μονό απλό δεν είναι— στην καλύτερη κατανόηση του διπλανού του.

Ο λόγος της είναι υπαινικτικός και κάθε παράλειψη είναι σκόπιμη. Αυτό που δεν αναφέρεται και που κρύβεται πίσω από την περιγραφόμενη δράση, είναι σημαντικότερο από αυτό που είναι παρόν στο κείμενο. Δημιουργεί ένα πλαίσιο ώστε ο αναγνώστης να διαμορφώσει μια εικόνα αυτών που έχουν παραληφθεί μέσα από όσα παραθέτει στην αφήγηση. Στο τέταρτο διήγημα, μια σφήκα εγκλωβίζεται μέσα στο σπίτι της ηρωίδας, η οποία νιώθει να απειλείται από το έντομο και αντιδρά υπερβολικά, εμμονικά, θα λέγαμε. Ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι η ίδια είναι που ασφυκτιά στη νέα της γειτονιά, νιώθει φυλακισμένη σε έναν τόπο που όχι μόνο δεν της ταιριάζει, αλλά, επιπρόσθετα, της προκαλεί αγωνία και εντείνει τη μοναξιά της. Παραθέτω ένα απόσπασμα από το εν λόγω διήγημα:

Ακόμα και μετά από είκοσι τέσσερις ώρες, όταν η σφήκα θα φαινόταν πια τρομερά εξασθενημένη, αν αυτή άνοιγε το παράθυρο και τη χτυπούσε με μια εφημερίδα και την έριχνε ζαλισμένη στο πάτωμα και την ξαναχτυπούσε με μανία και νόμιζε ότι την είχε σκοτώσει, ποιος μπορούσε να της πει με βεβαιότητα ότι το μισοπεθαμένο έντομο δεν θα πεταγόταν πάνω της εκείνη ακριβώς τη στιγμή μαζεύοντας τις τελευταίες του δυνάμεις και δεν θα ορμούσε αγριεμένο να της τσιμπήσει το πρόσωπο; Θα ήταν πιο απλό να είχε προσπαθήσει να την σκοτώσει εξαρχής με το περιοδικό, θα είχε ξεμπερδέψει αμέσως.

Όταν διάβασα για πρώτη φορά τα διηγήματα της συλλογής αυτής, προχώρησα σε δεύτερη και τρίτη ανάγνωση, και κάθε φορά οι λέξεις μου αποκάλυπταν κάποιο κρυμμένο νόημα είτε αυτό αφορούσε τον ίδιο τον χαρακτήρα είτε έμμεσα το κοινωνικό του πλαίσιο. Εξάλλου, μπορεί κανείς να απομονωθεί πραγματικά από το κοινωνικό σύνολο, όταν ζει μέσα σε αυτό και αλληλεπιδρά μαζί του; Κι αυτό είναι που πετυχαίνει τόσο έντεχνα η Σωτηροπούλου, ανάγει το ειδικό σε γενικό, συγκινώντας τον αναγνώστη και οδηγώντας τον σε περισυλλογή.

Θα κλείσω με το αίσθημα που μου αφήνει ο τίτλος διαβάζοντάς τον: την σπουδαιότητα της αέναης προσπάθειας για ό,τι καλύτερο δύναται ο καθένας μας στο σύντομο πέρασμά του.

Βιογραφικό Έρση Σωτηροπούλου

Βιογραφικό Αγγελική Πεχλιβάνη