Σήμερα, 15 Ιουνίου του 2025 έχουμε ορχηστρικές συνθέσεις (εκτός από μια) του Μάνου Χατζιδάκι και ένα κείμενο μου (εν μέρει non fiction) για τον Κο Νολλ. Ένεκα της ημέρας…
Οι μουσικές του Μάνου αφιερώνονται στον φίλο και σπουδαίο μουσικό Βασίλή Δρογκάρη, του οποίου τελούμε με οδύνη, σήμερα, το μνημόσυνο.
Μουσικές Ραδιοφώνου
Καλώ μιαν αστραπή που αποξεχάστηκε
κι έγινε μουσική να με πυρώσει.
Έτσι αυξάνω και χλοάζω.
Π.Μπουκάλας
Κοιμόταν πολύ ελαφρά. Τους τελευταίους μήνες, μάλιστα, πίστευε ότι δεν κοιμόταν αλλά ονειρευόταν τον ύπνο. Μπορούσε να την ξυπνήσει ένας ελάχιστος ήχος, όπως το νυχτερινό φούσκωμα των φτερών του καναρινιού της, η μυρωδιά από το ίδιο της το σώμα ή μια σκέψη με κάποιο περίγραμμα. Τα πρωινά την έβρισκαν σχεδόν κουρασμένη, με τις αισθήσεις της τεταμένες, να αφουγκράζεται τους θορύβους, προσεκτικούς και πάντα ίδιους, της αφυπνισμένης οικογένειας. Τη βρύση να ανοίγει, τα άηχα στόματα να ξεπλένονται, τα ντουλάπια να ανοιγοκλείνουν, το κουταλάκι να ανακατεύει τον καφέ, τη γιαγιά να βήχει. Όσο η γιαγιά μιλούσε και περπατούσε ακόμα, υπήρχε μια πιθανότητα απρόοπτης «εκτροπής»∙ ένα δυνατό γέλιο, ένα τρυφερό κανάκεμα, μια πρόστυχη βρισιά μαζί με ένα «δόξα τω θεώ». Αφότου καθηλώθηκε στο κρεβάτι και απλώς ανέπνεε, τα πάντα επαναλαμβάνονταν με μια μηχανιστική κανονικότητα, είχε την αίσθηση ότι τα πρόσωπα και τα πράγματα του σπιτιού αιωρούνταν και μετατοπίζονταν ανεπαίσθητα, σε αργή κίνηση, στο βυθό μιας μαυρόασπρης θάλασσας. (Χρόνια αργότερα, όταν, καθηγήτρια πια, δίδασκε το απόσπασμα της κατάδυσης στο βυθό από τη Σονάτα του σεληνόφωτος, ένιωθε εκείνα τα πνιγηρά πρωινά να υψώνονται σαν παλιρροϊκό κύμα και να απειλούν την ανάσα της).
Εκείνο το πρωινό του Νοεμβρίου η δεκατετράχρονη Αγγελική σηκώθηκε να ετοιμαστεί για το σχολείο όπως πάντα. Οι γονείς της βιαστικοί και αμίλητοι ετοιμάζονταν για τη δουλειά–είχαν φοροτεχνικό γραφείο. Μπήκε στο καθιστικό, κάθισε στον καναπέ και μύρισε με αποστροφή το γάλα που είχε ήδη κρυώσει. Σκέφτηκε να ρίξει μια ματιά στην άλγεβρα που είχε την πρώτη ώρα–κυρίως για να αποφύγει τις κουρντισμένες ερωτήσεις του πατέρα της για το εάν διάβασε και τι ώρα θα επιστρέψει–αλλά το μετάνιωσε. Δεν ήξερε πραγματικά τι προτιμούσε, την άβυσσο της άλγεβρας ή το χαοτικό λογύδριο του. Κοίταξε έξω από το παράθυρο το απροσδιόριστο, υβριδικό, πρωινό. Αποκαρδιωμένη άνοιξε το ραδιάκι της γιαγιάς της μηχανικά.
Τότε άκουσε. Άκουσε για πρώτη φορά στη μικρή ζωή της. Ένα έγχορδο που δεν αναγνώρισε, κάτι σαν ντροπαλά κάλαντα παλιών Χριστουγέννων που ίσως κάποτε είχε τραγουδήσει. Βρέθηκε στην έρημη προκυμαία μιας άγνωστης πόλης ένα κρύο μα φωτεινό κυριακάτικο πρωινό. Μύριζε τη θάλασσα. Aκολούθησαν τα πνευστά∙ ένας ιστορικός αέρας, σιγανός και επίμονος, που άλλαζε τη ροή του ποταμού… και ξαφνικά μια θλιμμένη ανάταση βιολιών που τη σήκωσαν ψηλά σε μια διαρκή εκκρεμότητα, σε μια θέαση πανοραμική του κόσμου όλου. Έμεινε ακίνητη, ευλαβικά, λες και ο συντονισμός στη συχνότητα του ραδιοφώνου εξαρτιόταν από την ανάσα της. Μια φωνή σχεδόν απήγγειλε «Τρίτο πρόγραμμα», «ακούσατε τον Κύριο Νολλ από το χαμόγελο της Τζοκόντα του Μ. Χατζιδάκι». Μετά από λίγο σηκώθηκε, χάιδεψε στοργικά τα χέρια της γιαγιάς, αποχαιρέτησε τους γονείς της και βγήκε στο δρόμο. Το ραδιόφωνο ίσως να έπαιζε ακόμα όταν κατάλαβε ότι ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε άβυσσο. Ακόμα και της άλγεβρας.