Scroll Top

Βασίλης Λαδάς | Συνέντευξη στην Μίνα Πετροπούλου

Υπεύθυνη στήλης | Μίνα Πετροπούλου

Η στήλη «Διαγωνίως» συστήνεται:

Η στήλη «Διαγωνίως» κάνει αφιερώματα σε ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών. Στόχος η παρουσίαση  δημιουργών που διαμορφώνουν και επηρεάζουν τις πολιτισμικές συνθήκες στη σύγχρονη Ελλάδα και όχι μόνο. Πρόσωπα που αντιστέκονται στο συνηθισμένο και το εύκολο με έργο και πολυποίκιλη προσφορά.

Συνέντευξη στη Μίνα Πετροπούλου για το “ΔΙΑΓΩΝΙΩΣ”

Εισαγωγικό σημείωμα

Ο Βασίλης Λαδάς δεν καταγράφει την εποχή του – τη διαπερνά.

Πεζογράφος, ποιητής, πολίτης. Με λόγο εμποτισμένο από μνήμη, κοινωνική συνείδηση και αστική καθημερινότητα, ο Λαδάς χτίζει ένα ιδιότυπο λογοτεχνικό σύμπαν, όπου η Πάτρα, οι μειονότητες, η αντίσταση και ο έρωτας συνδιαλέγονται με τον κινηματογράφο και την Ιστορία. Η συνέντευξη που ακολουθεί δεν είναι απλώς μια συνομιλία – είναι ένα άνοιγμα στον κρυφό αρμό της γραφής του: εκεί όπου η εικόνα προηγείται του στοχασμού και το “ντοκουμέντο” ξεπερνά τη φαντασία.

Πάτρα, Μάιος 2025

Σχέση  γραφής και τέχνης

Ποια ήταν η αφετηρία της λογοτεχνικής σας πορείας; Υπήρξε μια συγκεκριμένη στιγμή ή εμπειρία που σας οδήγησε στην ανάγκη της συγγραφής;

 Πηγαίνω πολλά χρόνια πίσω: Αρχές τις δεκαετίας του 1960, έφηβος μαθητής του εξαταξίου τότε Γυμνασίου, ανορθόγραφος και με μπιμπίκια, συμμετείχα σε ομάδα μαθητών των Λαϊκών Αναγνωστηρίων της Δημοτικής Βιβλιοθήκης της μετεμφυλιακής και συντηρητικής Πάτρας, με διαπεραστική υγρασία τους χειμώνες. Η ομάδα ήταν υπό την αιγίδα φιλότεχνων της πόλεώς μας, γιατρών, δικηγόρων, δημοσίων υπαλλήλων που είχαν σχηματίσει ως σωματείο, τα «Λαϊκά Αναγνωστήρια». Τα μέλη του σωματείου και η ομάδα των μαθητών στην οποία συμμετείχα μπορούσαν να δανεισθούν βιβλία από την βιβλιοθήκη των Λαϊκών Αναγνωστηρίων. Πολλά βιβλία λογοτεχνίας των κλασσικών συγγραφέων φιλοσοφίας, όχι βιβλία Μαρξισμού. Ο όμιλος ήταν συντηρητικός . Υπήρχε όμως Φρόυδ. Ίσως γιατί ένας από τα μέλη του Διοικητικού συμβουλίου του Σωματείου ήταν ψυχίατρος. Έρχονταν τότε από την Αθήνα γνωστά ονόματα κι έδιναν διαλέξεις στην μεγάλη αίθουσα του ισογείου της Βιβλιοθήκης. Θυμάμαι τον Παπανούτσο, και τον Κ.Θ.Δημαρά.  Ανελλιπώς παρακολουθούσα τις εκδηλώσεις των μεγάλων. Στα πλαίσια αυτά ξεκίνησε η επιθυμία μου να γράψω. Υπήρχε βέβαια παράλληλα με την κίνηση των Λαϊκών Αναγνωστηρίων ο Σωκράτης  Σκαρτσής που ενθάρρυνε τους νέους να γράφουν ποίηση. Ποίηση όχι πεζό. Η ποίηση έλεγε πλουτίζει την Λαλιά, τη γλώσσα δηλαδή. Έτσι την ήθελε Λαλιά. Να έχουν ήχο οι λέξεις, μουσική. Βέβαια σηκώνει πολύ συζήτηση αυτό. Τέλος πάντων πειθόμενος  ξεκίνησα  κι εγώ με ποίηση. Επτά ποιητικές συλλογές μέχρι το 2004.

Το έργο σας εκτείνεται τόσο στην ποίηση όσο και στην πεζογραφία. Ποιες διαφορετικές εκφραστικές δυνατότητες σας παρέχει το κάθε είδος και πώς ισορροπείτε ανάμεσα στη συμπυκνωμένη δύναμη του ποιητικού λόγου και την αφηγηματική ελευθερία του πεζού κειμένου;

 Το 2004 εξέδωσα τα πεζά της συλλογής  «Η πόλη και ο Μύθος» είχαν γραφτεί όμως τη δεκαετία του 1990. Είναι σύνηθες οι συγγραφείς να αρχίζουν με ποίηση κι από ένα σημείο και μετά -συνήθως μετά τα πενήντα- να γράφουν και πεζά ή αποκλειστικώς πεζά. Μπορεί να εξηγηθεί αυτό, ίσως από την επιστήμη. Την  νευροβιολογία ή την νευροφυσιολογία, δεν ξέρω ακριβώς. Ο Μανώλης Αναγνωστάκης έλεγε πως η ποίηση είναι μία διαδικασία νεότητας. Βέβαια αναφερόταν στον εαυτό του και τον έκανε κανόνα για όλους τους ποιητές. Τι θα έλεγε ο Καβάφης που τα καλά ποιήματά του  γράφηκαν και δημοσιεύθηκαν μετά τα τριάντα του χρόνια περίπου? Ωστόσο -αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι ο μεγάλος όγκος της ποίησης είναι τα ερωτικά ποιήματα- είναι φυσικό η ποίηση να είναι μια διαδικασία νεότητας. Ο Χρόνος στο ποίημα είναι σύντομος. Η νεότητα θέλει ταχύτητα. Λίγα δευτερόλεπτα, μια ματιά στην αγαπημένη ή στο κύμα, ή στον  νεκρό.

Τώρα ο συνδετικός κρίκος των ποιημάτων μου με τα πεζά μου είναι οι εικόνες. Πιστεύω στην εικόνα περισσότερο παρά στο στοχασμό. Στο Ντοκουμέντο δηλαδή. Το «Μουσαφεράτ» είναι ένα ντοκουμέντο για την ζωή του καταυλισμού των Αφγανών στην Ηρώων Πολυτεχνείου το 2008 κάηκε από την Αστυνομία. Ο μεγάλος μας σκηνοθέτης Θεόδωρος Αγγελόπουλος  είχε διαβάσει το βιβλίο, του άρεσε, είχε έρθει επανειλημμένως στην Πάτρα συναντιόμαστε στην ψαροταβέρνα στο Μουράγιο της Ηρώων Πολυτεχνείου. Το σενάριό του για ταινία του «Η άλλη θάλασσα» που είχε γράψει ο ίδιος στηριζόταν σε πολλά σημεία του στο «Μουσαφεράτ». Ο Αγγελόπουλος είχε στήσει καταυλισμό πανομοιότυπο με αυτόν των Αφγανών στα Ταμπούρια του Πειραιά για να γυρίσει τη ταινία του. Ατυχώς για την  Ελλάδα και τον παγκόσμιο κινηματογράφο σκοτώθηκε από μοτοσυκλέτα ενώ διέσχιζε δρόμο έξω από το σκηνικό του καταυλισμού. Αλλά και τ’ άλλα μου πεζά έχουν την μορφή του ντοκουμέντου. Δεν είναι εύκολο το ντοκουμέντο. Έχει τις δυσκολίες του κι ως προς την επιλογή της  θέματος κι ως προς την εστίαση της αφήγησης.

Η γραφή σας συχνά χαρακτηρίζεται ως μια μορφή αντίστασης απέναντι στη λήθη και την αδικία. Θεωρείτε ότι η λογοτεχνία οφείλει να είναι πολιτική ή η ίδια η πράξη της δημιουργίας εμπεριέχει εγγενώς μια στάση απέναντι στον κόσμο;

Δεν θεωρώ ότι η Λογοτεχνία πρέπει ντε και καλά να είναι πολιτική. Μπορεί να είναι ό,τι θέλει ο Λογοτέχνης, αρκεί να είναι Λογοτεχνία κι όχι λόγια. Συμφωνώ λοιπόν με το σκέλος της ερώτησής σας ,ότι «η πράξη της δημιουργίας εμπεριέχει εγγενώς μία στάση απέναντι στον κόσμο». Εγώ βέβαια ήμουν πάντα πολιτικοποιημένος από μαθητής Γυμνασίου. Αριστερός, καίτοι γόνος δεξιάς οικογένειας. Ίσως να υπάρχει φροϋδική εξήγηση γι αυτό.

Θεματικές του έργου του Βασίλη Λαδά

Στο λογοτεχνικό σας σύμπαν, η κοινωνική αδικία και η ανισότητα αναδεικνύονται ως επαναλαμβανόμενες θεματικές. Ποια είναι τα ερεθίσματα που σας ωθούν να επιλέγετε αυτά τα ζητήματα και πώς τα μετασχηματίζετε σε αφηγηματικό υλικό;

Παρατηρώντας. Δεν κλείνομαι ποτέ στον εαυτό μου. Τα «παιχνίδια Κρίκετ» ξεκίνησαν από μια εικόνα νεαρών Αφγανών και Πακιστανών που έπαιζαν κρίκετ σε μια αλάνα  των Συχαινών. Το παιχνίδι τους θύμιζε την πατρίδα τους. Οι Πακιστανοί κι οι Αφγανοί παίζουν κρίκετ. Το έμαθαν από τους Άγγλους αποικιοκράτες. Τους έδενε λοιπόν το παιχνίδι και με την νεότητά τους. Δεν είχαν άλλη χαρά. Επί πλέον δήλωναν σε μια χώρα του ποδοσφαίρου ότι αυτοί είναι διαφορετικοί. Δήλωναν εμμέσως μία περηφάνια για την καταγωγή τους.

Στο βιβλίο σας «Ποδηλάτες», αναδεικνύετε τη σύγκρουση μεταξύ της αλαζονείας της εξουσίας και της ανάγκης για δικαιοσύνη. Ποια προσωπικά βιώματα ή κοινωνικές συνθήκες λειτούργησαν ως αφετηρία για τη συγγραφή του;

«Οι ποδηλάτες» γράφτηκαν με αφορμή συγκεκριμένου θανάτου ποδηλάτη σε αυτοκινητικό ατύχημα. Μετασχηματίσθηκε όμως. Δεν αποδίδεται στο βιβλίο μου το συγκεκριμένα ατύχημα που μου έδωσε την ιδέα. Βασικά οι ποδηλάτες αφηγούνται τη σύγκρουση δύο δυνάμεων. Τη θεσμική του χρήματος με τα κινήματα της αντί εξουσιαστικής νεολαίας.

Ο αγώνας για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η ανάδειξη της φωνής των μειονοτήτων διαπερνούν το έργο σας. Πιστεύετε ότι η λογοτεχνία έχει τη δύναμη να επιφέρει ουσιαστικές κοινωνικές μεταβολές ή λειτουργεί περισσότερο ως καθρέφτης της εποχής της;

Ήμουν πολιτικοποιημένος πάντα όχι κομματικοποιημένος. Από μαθητής Γυμνασίου, από τότε που ξεκίνησα να γράφω. Πρωτοστάτησα στο μαθητικό κίνημα του 15% για την παιδεία. Ήταν ένα κίνημα με αίτημα το 15% του προϋπολογισμού του κράτους να διατίθεται για τη Δημόσια Παιδεία. Επίσης στο κίνημα του 114 του προτελευταίου τότε άρθρου του Συντάγματος που περιείχε τη διάταξη ότι η τήρηση των κανόνων του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων. Τότε η κυβέρνηση –όπως και τώρα- αδιαφορούσε για τις διατάξεις του Συντάγματος που αναφέρονται στα ανθρώπινα δικαιώματα. Αποβλήθηκα με δεκαπενθήμερη αποβολή από το Γυμνάσιο.  Η αποβολή μου που υποδείχθηκε από την τότε πολιτική εξουσία στους καθηγητές του Γυμνασίου μου σήμαινε πως η πολιτική δράση των μαθητών την έτσουξε. Μιλάμε για χρόνια δύσκολα. Οι αριστεροί δεν διορίζονταν. Είχαν φάκελο στην Ασφάλεια κ.λπ. κ.λπ. Τώρα η εξουσία έχει άλλα μέσα να επιβάλλεται, τα Μ.Μ.Ε. Σε λίγο θα χει και τους αλγόριθμους στα χέρια της. Αλλά πάντα η πολιτική δράση θα επιφέρει αλλαγές, όχι η Λογοτεχνία. Η λογοτεχνία μπορεί να επηρεάσει την πολιτική δράση διαμορφώνοντας συνειδήσεις. Εμμέσως. Αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να είναι Λογοτεχνία και όχι λόγια.

Στο τελευταίο σας βιβλίο, το Σινέ Σκάλες, δίνετε έμφαση στη σχέση μνήμης και πραγματικότητας, στην κινηματογραφική αφήγηση και στην υπαρξιακή περιπλάνηση του ήρωα. Πώς το τρίπτυχο πραγματικότητα- κινηματογράφος- υπαρξιακές αναζητήσεις δύναται να διαμορφώνει την κοσμοθεωρία μας;

Αγαπώ πολύ τον κινηματογράφο. Κι έχω σπουδάσει για ένα διάστημα σε μια από τις ιδιωτικές σχολές της Αθήνας σκηνοθεσία κινηματογράφου. Με καλούς φίλους εδώ και μισό αιώνα περίπου στην Πάτρα το 1978 ακριβώς δημιουργήσαμε την Κινηματογραφική Λέσχη Πατρών που εξακολουθεί να λειτουργεί και σήμερα με άλλες όμως συνθήκες κι άλλες αντιλήψεις.  Το βιβλίο μου «Σινέ Σκάλες» που κυκλοφόρησε προς τεσσάρων μηνών ρίχνει μία πλάγια ματιά στην τέχνη του Κινηματογράφου. Βέβαια οι περισσότερες ταινίες πια, είναι ταινίες Αμερικανικού Ονείρου. Έχει παραγίνει το κακό. Αυτό ήθελα να το επικρίνω στο βιβλίο μου εμμέσως με τη λεγόμενη λογοτεχνική ειρωνεία.

Τον Μάρτιο του 2014 σας απονεμήθηκε το Ειδικό Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας, που προάγει το διάλογο πάνω σε ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα, για το έργο σας «Παιχνίδια Κρίκετ». Τί σήμαινε για σας η συγκεκριμένη βράβευση;

Ήμουν στη μικρή λίστα για βραβείο Μυθιστορήματος. Αυτό μου αρκούσε γιατί λίγο πολύ γνωρίζω τις ίντριγκες περί των βραβεύσεων. Φυσικά και χάρηκα. Στο παρελθόν είχα προταθεί για βράβευση στην ποίηση. Οι βραβεύσεις προσφέρουν στον βραβευθέντα μια προσωρινή ικανοποίηση. Το  θέμα είναι να παραμείνει ζωντανό το έργο του.

Γενέθλιος τόπος, νοσταλγία και δημιουργική διαδικασία

Η Πάτρα δεν αποτελεί απλώς το γεωγραφικό φόντο των έργων σας, αλλά μια ζωντανή οντότητα με βαθιές ρίζες στη θεματολογία και την αισθητική σας. Πώς λειτουργεί η γενέτειρά σας ως λογοτεχνικός τόπος και σε ποιον βαθμό επηρεάζει τη συγγραφική σας ταυτότητα;

Επαναλαμβάνω την κοινοτοπία που λένε οι λογοτέχνες για τις πόλεις που ζουν «και την αγαπώ και την μισώ». Όμως η κοινοτοπία έχει μεγάλη δόση αλήθειας. Οι λογοτέχνες για να γράψουν καλά για μια πόλη πρέπει και να την αγαπούν και να την μισούν. Η λογοτεχνία έχει ανάγκη και τα δύο συναισθήματα.

Η νοσταλγία διατρέχει το έργο σας, όχι ως απλή αναπόληση, αλλά ως μια υπαρξιακή αναζήτηση για έναν κόσμο που έδινε μεγαλύτερη αξία στη συλλογικότητα και την αλληλεγγύη. Πιστεύετε ότι η σύγχρονη κοινωνία έχει απομακρυνθεί ανεπιστρεπτί από αυτές τις αξίες ή υπάρχουν ακόμα χαραμάδες που επιτρέπουν την επιστροφή σε ένα πιο ανθρώπινο ήθος;

Νομίζω πως έχουμε γύρει πολύ στα δεξιά παγκοσμίως και θα μπατάρει το καράβι. Μία η πτώση των κομμουνιστικών κρατών μία η κατοχή της πληροφορίας από τα Μ.Μ.Ε. που στην Ελλάδα ανήκουν στους εφοπλιστές, έχουν συντελέσει ώστε να κυριαρχεί ο δεξιός απολυταρχισμός  ζευγάρι με την νεοφιλελεύθερη οικονομία. Χορεύουν ταγκό στην πίστα κι εμείς τους κοιτάμε και μας σκεπάζει η παλάμη του τεντωμένου σε ναζιστικό χαιρετισμό, χεριού του Έλον Μασκ.

Πώς διαμορφώνει η καθημερινότητά σας τη δημιουργική σας πορεία; Υπάρχουν συγκεκριμένες ιεροτελεστίες, εσωτερικές διεργασίες ή εξωτερικά ερεθίσματα που λειτουργούν ως καταλύτες στη συγγραφή σας;

Η καθημερινότητά μου είναι πολύ πεζή. Διαβάζω εφημερίδες σε έντυπη μορφή και βιβλία. Περπατάω απαραιτήτως μία ώρα κάθε μέρα. Βλέπω τηλεόραση αρκετά. Δεν έχω σπάσει ποτέ μου τηλεόραση. Είμαι φιλήσυχος και ελπίζω να έχω πάντα ακραίες ιδέες ως  καταλύτες στην συγγραφή μου. Βέβαια δεν είμαι σίγουρος ότι πετυχαίνω σε αυτό.

Σύγχρονη Λογοτεχνία και προοπτικές

Ποια είναι η οπτική σας για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία; Πιστεύετε ότι η φωνή της έχει τη δυναμική να συνομιλήσει ισότιμα με τα διεθνή λογοτεχνικά ρεύματα;

Υπάρχει το εμπόδιο της γλώσσας. Τα Ελληνικά μιλιούνται και γράφονται από ένδεκα δώδεκα το πολύ εκατομμύρια, Ελλάδα – Κύπρο και ολίγες παροικίες σε Αγγλία, Αμερική, Αυστραλία, δίγλωσσες όμως. Πιστεύω όμως ότι αν έχει δύναμη η Λογοτεχνία που γράφεται στα Ελληνικά η δύναμη αυτή μπορεί να περάσει σε άλλες γλώσσες. Παράδειγμα Καβάφης , Καζαντζάκης. Οι γλώσσες  έχουν ίδιο σκελετό και δομή αλλά διαφορετικές λέξεις που εκφράζουν λίγο πολύ τα ίδια συναισθήματα και κοινούς στοχασμούς.

Υπάρχουν συγγραφείς ή έργα που έχουν λειτουργήσει ως φάροι στη διαμόρφωση της λογοτεχνικής σας ταυτότητας; Σε ποιες αφηγηματικές παραδόσεις ή αισθητικές γραμμές νιώθετε να ανήκετε;

Πολλοί συγγραφείς κι ένας πατρινός πεζογράφος, ο Νίκος Καχτίτσης των: «Ο Εξώστης» και  «Ο Ήρωας της Γάνδης» Πέθανε το 1970. Ζούσε στον Καναδά. Θάφτηκε στο Α’ νεκροταφείο Πατρών σαράντα τεσσάρων ετών. Το βιβλίο του « Ο Εξώστης» για μένα είναι ένα από τα καλύτερα ελληνικά μυθιστορήματα.

Αν ένας νέος δημιουργός επιθυμούσε να αφιερωθεί στη λογοτεχνία, ποια θεμελιώδη ερωτήματα θα έπρεπε να θέσει στον εαυτό του πριν ξεκινήσει το ταξίδι της συγγραφής;

Ερώτημα πρώτο: Έχω χρήματα για να τυπωθεί σε βιβλίο ό,τι γράψω; Ερώτημα δεύτερο; Θα το διαβάσει η τάδε ή  δεν το αξίζω; Ερώτημα τρίτο: Να γράψω όπως μιλάω ή όπως ο καθηγητής Μπαμπινιώτης υποδεικνύει; (Αν προτιμήσεις το δεύτερο θα αποτύχεις). Ερώτημα τέταρτο. Αξίζει το κόπο να γράψω; Ερώτημα πέμπτο. Αν έχει λιακάδα κι είναι χαρά Θεού τι θα κάνω; Θα βγω βόλτα ή θα γράψω στο σκοτεινό μου δωμάτιο; (Αν επιλέξει το δεύτερο το σκοτεινό δωμάτιο τότε σίγουρα θα αποτύχει εκτός αν είναι Ντοστογιέφσκι). Και άλλα πολλά ερωτήματα δίχως τέλος. Δεν υπάρχουν συνταγές σε αυτά τα πράγματα.

Προσωπικές θεωρήσεις

Μπορεί η τέχνη να λειτουργήσει ως μοχλός ανθρώπινης εξέλιξης και συνειδησιακής διεύρυνσης; Και αν ναι, ποιες πτυχές της θεωρείτε πιο κρίσιμες στη διαμόρφωση μιας ανώτερης ηθικής συνείδησης;

Για το αν μπορεί η τέχνη της λογοτεχνίας εν προκειμένω, να λειτουργήσει ως μοχλός ανθρώπινης εξέλιξης και συνείδησης θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας: Πόσοι διαβάζουν λογοτεχνία και ποιοι είναι αυτοί; Φοβάμαι πως οι σφυγμομετρήσεις θα διαπιστώσουν ότι είναι λίγοι πολύ λίγοι. Δεν καταλογίζω όσους ή όσες διαβάζουν ευχάριστες ερωτικές ιστορίες γραμμένες στο πόδι. Αλλά κι αυτοί οι αναγνώστες λίγοι είναι. Συνεπώς δεν μπορεί η Λογοτεχνία να λειτουργήσει ως μοχλός, μπορεί όμως να συμβάλλει σε κάθε αναγνώστη χωριστά να φύγει από το μικρόκοσμό του να γίνει μέλος κοινωνικής ομάδας που επιθυμεί αλλαγές. Η επιθυμία των αλλαγών προς μία δικαιότερη κοινωνία είναι για μένα η ανώτερη ηθική συνείδηση.

Αν μπορούσατε να επιστρέψετε στον νεότερο εαυτό σας, ποια γνώση ή αλήθεια θα επιδιώκατε να του μεταδώσετε τόσο για τη λογοτεχνία όσο και για τη ζωή;

Αν μπορούσα να επιστρέψω στον νεότερο εαυτό μου θα μου αρκούσε ή επιστροφή και δεν θα του μετέδιδα τίποτα  – θα τον άφηνα ελεύθερο. Το μόνο ίσως που θα του έλεγα είναι: Ζωή, πολλή ζωή.

Υπάρχει ένα ερώτημα που δεν σας έχουν θέσει ποτέ σε συνέντευξη, αλλά θα επιθυμούσατε να απαντήσετε; Αν ναι, ποιο θα ήταν αυτό και τι θα λέγατε;

Δυστυχώς δεν μπορώ να θυμηθώ τις ερωτήσεις που μου θέτουν σε συνεντεύξεις – καίτοι οι συνεντεύξεις μου δεν είναι πολλές. Σε μερικές οι απαντήσεις ήταν σε γραπτά ερωτήματα άλλες ήσαν ζωντανές σε ράδιο ή και  στην τηλεόραση. Οι ζωντανές νομίζω πως είναι καλλίτερες κι ας κρύβουν πολλές φορές παγίδες που στήνει ο ερωτών στον συνεντευξιαζόμενο. Οι συγγραφείς βέβαια έχουν έτοιμες απαντήσεις, για κάθε τι, μέσα τους. Παρ’ όλα αυτά οι ζωντανές συνεντεύξεις είναι πιο αυθόρμητες και πιο αληθινές. Απαντώντας ο συγγραφέας γραπτώς σε γραπτές ερωτήσεις έχει τη δυνατότητα να κρυφτεί, να εντυπωσιάσει, να κάνει φιγούρα, να οδηγήσει την απάντηση εκεί που θέλει. Δεν με έχουν ρωτήσει όμως ποτέ για το αν αγαπάω τη γυναίκα μου, ίσως γιατί είναι αδιάφορο για τους αναγνώστες, ίσως γιατί θεωρούν τον συγγραφέα να κινείται εκτός των πάγιων κοινωνικών συμβάσεων της ζωής. Θα ήθελα λοιπόν να με ρωτήσουν αν αγαπάω τη γυναίκα μου. Να απαντήσω ναι, και η Κατερίνα να το διαβάσει.

Χρειάζονται ιδιαίτερες συνθήκες γραφής για σας; Εραστής του χαρτιού ή του πληκτρολογίου;

Χρειάζομαι ησυχία. Γράφω στο σπίτι μου με στυλό μπικ σε τετράδια. Μακάρι να ήμουν Γιόζεφ Ροτ και να γράφω σε καφενεία.

Οφείλει ο συγγραφέας να απεκδύεται την πολιτική του ιδεολογία, όταν γράφει; Είναι κάτι εφικτό;

Ο συγγραφέας οφείλει να απεκδύεται την ιδεολογία του, αλλά δεν είναι εφικτό. Το θέμα είναι η ισορροπία που θα κρατήσει έτσι ώστε η ιδεολογία να μην λειτουργήσει εις βάρος της λογοτεχνίας.

Σας ευχαριστώ πολύ!

Κι εγώ σας ευχαριστώ.

Επιλογικό σημείωμα

Ο Λαδάς μιλά όπως γράφει – χωρίς φιοριτούρες, με πειθαρχημένο πάθος και βαθύ χιούμορ. Γράφει αυτά που δεν τολμά να πει η σιωπή.

Στη συγκεκριμένη συζήτηση, αποκαλύπτεται όχι μόνο το συγγραφικό του σύμπαν αλλά και το υπαρξιακό του βλέμμα: η ανάγκη για ζωή, η πίστη στην παρατήρηση, η αμφιθυμία για τη γενέθλια πόλη και η βαθιά αγάπη για την Κατερίνα του. Η λογοτεχνία του δεν φιλοδοξεί να σώσει τον κόσμο — μα ίσως, έστω και για λίγο, να τον φωτίσει. Κι αυτό, σήμερα, αρκεί.

Φωτογραφία: Με τη γυναίκα του Κατερίνα στο Αιγαίο στο σπίτι του Παρθένη, φωτογραφημένοι από τον ίδιο

Βιογραφικό Βασίλης Λαδάς

Βιογραφικό Μίνα Πετροπούλου