Ο μονόλογος του Ελπήνορα και άλλοι μύθοι | Γ. Δ. Αναγνώστου | Εκδόσεις Ιωλκός, 2024
Εισαγωγή
Μύθοι μιας εσωτερικής αφήγησης. Ψυχαναλύουν και ψυχαναλύονται. Είκοσι ένα καρέ το δευτερόλεπτο. Γρήγορη κίνηση εικόνων. Ζωή που από συγκυρία ακόμη υπάρχει. Βιωματικές αναβάσεις σε ποιητική κλίμακα ενίοτε. Εύθραυστοι πρωταγωνιστές. Κομπάρσοι πουθενά. Κι ο Ελπήνορας να μονολογεί. Να αποκαλύπτει τον έρωτά του. Μύθοι σμιλεμένοι με μολύβι μαλακό πάνω σε γρανίτη. Λυγίζουν την ακαμψία της αλαζονείας. Τον πόνο εξαντλούν. Το πάθος. Η κινητήρια δύναμη. Ο μοχλός που τα πάντα ανατρέπει. Κι επιτρέπει. Κι ο έρως. Ορμέμφυτη ανάγκη. Ή θεία προσταγή; Μύθοι με ήρωες χάρτινους. Ευάλωτους. Που, όμως, δείχνουν συμπαγείς. Ακλόνητοι σχεδόν. Ερωτεύονται γιατί ακόμη αμφιβάλλουν. Ζουν παθιασμένα γιατί γνωρίζουν πως θα πεθάνουν. Κι ο φόβος αυτός έρεισμα ισχυρό μιας νιότης που ποτέ δεν μπόρεσαν από πάνω τους ν’ αποτινάξουν. Αγωνία να ζήσουν ακόμη λίγο. Έρωτας – φόβος – αγωνία – πόθος – ανάγκη – δώρο Θεού. Και στο τέλος ένα γέλιο σαρδόνιο ανατροπής. Μια ανεμελιά που σε κάνει όλα να τα θυμάσαι. Ακούραστος νεφεληγερέτης έρως. Από τον πρώτο ως τον τελευταίο Μύθο.
Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΛΠΗΝΟΡΑ
Κι εκεί ανάμεσα
στου φεγγαριού τη σκιά
και στη φυγή σου
μέτρησα τη δική σου Λύπη·
μ’ άστρα λευκά τα δάκρυα,
σκόνη στα δάχτυλά σου.
Ας είναι μεσημέρι· σχεδόν βράδιασε. Το φεγγάρι έκλεψε τον καθρέφτη του ήλιου. Κι εσύ· παραφυλούσες τ’ αστέρια μην κάποιος τα σβήσει στην αγκαλιά σου. Ντύθηκες φως· τη νύχτα γυμνώνοντας. Το βλέμμα σου βύθισες στο ωχρό μέτωπο της πανσελήνου. Δάκρυσες τις ηδονές σου γύρω απ’ τη λύπη. Να ξεχνάς τη σκιά της ομίχλης στην κάσα πόρτας κλειστής. Να κοιτάς πίσω, μα τίποτε να μη βλέπεις. Μόνο κολόνες στη νύχτα σου χτισμένες συγκρατούν τις πληγές σου. Ζωγράφισες όνειρα. Κείνα που την αυγή πεθαίνουν αδειάζοντας χώρο για τα επόμενα. Τη λύπη σου τύλιξες γύρω απ’ τα μαλλιά σου· σαν κόσμημα προγονικό. Να προλογίζεις τον έρωτα που ξεψύχησε σε βυθό ιάσιμης μοναξιάς. Πρόσωπα να ξεχνάς σε άδειες κορνίζες γυμνές, σαν τα σύνορα τ’ αχαρτογράφητα της λήθης. Το στόμα ν’ αδειάσεις ποθείς απ’ τις λέξεις. Την άρνηση ν’ αρνηθείς. Τις στιγμές σου να ντύνεις με μαύρα φορέματα σε έξοδο βραδινή, στους κήπους της άνοιξης. Κι εγώ· αυτόχειρας ποιημάτων σωρεύω απείθαρχα βουνά σε βαγόνι φιλόξενο, σε ταξίδι γύρω απ’ τα κοιτάσματα ερωτικών επιφωνημάτων. Να φεύγω, να έρχομαι. Σαν παραγεμισμένο κήτος από ανάπηρα κόκκινα τριαντάφυλλα. Γεμάτος ασπρόμαυρες εικόνες, φθαρμένες σαν καπέλο παλιό. Κι εσύ! Αχ μικρή μου κατάκτηση, δε γνώρισες ούτε την ηδονή ούτε το χαμόγελο! Μόνο κέρδισες μι’ ανέραστη θλίψη, αφημένη στο κούφωμα παραθυριού που σφάλισε αιώνια. Να διασχίζεις τ’ αλσύλλια βροχερού, νυχτερινού περιπάτου. Να στέκεις ανάμεσα στην κάμψη και το πύρωμα του δειλινού. Μέσα στη λάμψη του χρόνου που θάβει τις προσμονές έρωτα μαθημένου στην εγκατάλειψη. Να τρέχουν οι καταρράκτες στα πόδια σου, παρασύροντας τ’ ατέρμονα ίχνη σου. Κι εσύ· σκόρπισες ολόγυρα θάνατο, σαν αρνήθηκες το φιλί μαζί μου να πιεις πίσω απ’ τη λυπημένη πανσέληνο. Κι εγώ, λέξεις να καρφώνω, σαν μαχαίρια φλεγόμενα γύρω απ’ το σώμα σου. Να σε σώζουν οι νότες. Η αρμονία της λύπης, η μελωδία του ονείρου. Νιώσε, γυναίκα, την κουρασμένη αφή του εραστή. Νιώσε τον κόρο πληγών αμέτρητων. Να φεύγεις. Να έρχεσαι. Σημάδι απ’ το κατάρτι της μνήμης που πεθαίνει κάτω απ’ τα μάτια σου. Σαν δάκρυ, σαν λυγμός που σπαράσσει. Τον έρωτα κέντησες, τις θύμησες πνίγοντας — χωρώντας σε δαχτυλήθρα ολόκληρη θάλασσα. Να ξημερώνεσαι μόνη σε παγωμένα σκεπάσματα. Κι ολόγυρά σου να παραστέκουν γυμνοί οι εφιάλτες σου, σαν πόθος αμφίκυρτος μιας πλησμονής που δεν έρχεται. Αχ πόσο μοιάζουν οι άνθρωποι, όταν είναι μόνοι! Λίγο ακόμη και η πόρτα θα έκλεινε πίσω της όλη την ανθρωπότητα και τ’ ανάπηρα κόκκινα τριαντάφυλλα θα πέθαιναν επάνω στην ακούσια λήθη ερωτιδέα υπερθύρου που βαστάζει την άρνηση. Και τότε τον θάνατο σκέφτηκες. Χωρίς μορφή. Χωρίς πρόσωπο. Μόνο χέρια σπασμένα και πλατύ στέρνο. Συμπτώματα καθημερινής μονότονης επανάληψης. Να εκπλήσσει ο κοινός τόπος. Για σένα τρόμος ανίκητος. Για μένα ταξίδι. Αχ αυτός ο υπέργηρος θάνατος, ο δίκαιος, ο ακάματος ελλανοδίκης!
Και τότε, συ κρέμασες βαριά κουρτίνα θανάτου, γύρω απ’ το βλέμμα σου. Είδες μικροσκοπικά ξημερώματα να φτάνουν ως την άκρια της θάλασσας. Προσευχήθηκες σε θεούς με πρόσωπα οστεώδη, φυσώντας βαλσαμωμένες ευχές σε ουρανό, στραγγίζοντας σύννεφα. Έπνιξες το συναίσθημα στην ύβρη της νιότης σου. Τον πρώτο έρωτα έθαψες. Δεν περίμενες, βιάστηκες. Ήθελες να ζήσεις και πέθανες μέσα στον κύκλο της άρνησης. Μόνο μη με κοιτάς μέσα απ’ τον καθρέφτη. Δε βλέπω τα μάτια σου. Κοίταξε πίσω του. Αλλιώς θα φιλήσεις το ανεστραμμένο μου είδωλο. Όλοι κάτι ζητούν. Επαίτες μιας μόνης στιγμής ηδονής. Κι εσύ εγκιβωτίζεις επιθυμίες, καταγράφεις ασήμαντες λέξεις που ποτέ δε θυμάσαι. Κι εγώ, μόνος με χέρια ατροφικά αγκαλιάζω τον έρωτα γύρω απ’ τη θλίψη σου. Τίποτε δε μου ανήκει. Όλα είναι δικά σου. Ανέγγιχτα και σκονισμένα. Ακόμη και η όψη μου. Γιατί εγώ δεν τη βλέπω. Κουβάλησες τον πιο μύχιο έρωτα ανάμεσα στων ανθρώπων τις παύσεις. Έσβησες τα σημεία της στίξης γύρω απ’ τις λέξεις σου. Έγινες μι’ αόρατη κουκκίδα στον χάρτη των φλεγόμενων άστρων. Συνάντησες μια κουρελιασμένη πανσέληνο στο δικό μου το μέτωπο. Τα χέρια σου άπλωσες να κλέψεις τη σκιά της. Τον έρωτα γύμνωσες μες στο σκοτάδι. Κι εγώ να επιβιώνω από έρωτα ξέρω, μα να πεθαίνω από θάνατο. Να μην τολμώ να θυμηθώ κούφια σφιχταγκαλιάσματα, σπασμούς, ρεπλίκες ηδονών, αταίριαστα σώματα. Έτσι, το ψέμα αλήθεψε και πέτρωσε η ψυχή μου.