Scroll Top

7 + 1 Λόγος | Ιούλιος 2025 | Λένα Κορομηλά

Υπεύθυνη στήλης: Μίνα Πετροπούλου

7+1 Λόγος: Μια Πύλη στη Σύγχρονη Γραφή

Η στήλη 7+1 Λόγος φιλοδοξεί να αναδείξει αδημοσίευτα ή νεοεκδοθέντα κείμενα που αξίζουν την προσοχή των αναγνωστών. Διηγήματα, αποσπάσματα μυθιστορημάτων, δοκίμια και ιστορικές μελέτες συνθέτουν έναν χώρο πνευματικής αναζήτησης, προσφέροντας νέες προοπτικές στη σκέψη και τον προβληματισμό. Στόχος είναι η προβολή σημαντικών κειμένων και η ενθάρρυνση του διαλόγου γύρω από σύγχρονες και διαχρονικές θεματικές, καθώς η γραφή δεν αποτελεί απλώς έκφραση, αλλά πεδίο διαρκούς ερμηνείας και νοηματοδότησης.

Στα διηγήματα που φιλοξενούνται στο 7+1 ΛΟΓΟΣ για τον Ιούλιο, άνθρωποι, τόποι και συναισθήματα υφαίνονται σε μικρούς, αλλά πυκνούς κόσμους. Κόσμους που γεννιούνται από τη μνήμη, το όνειρο, την αγωνία, τον έρωτα, τη μοναξιά – κι από εκείνη τη λεπτή γραμμή που χωρίζει το φως από το σκοτάδι.

Κάθε διήγημα είναι και μια στάση σ’ ένα αθέατο ταξίδι. Ένα κρυφό πέρασμα σε κόσμους που άλλοτε μοιάζουν γνώριμοι κι άλλοτε σε ξαφνιάζουν, καλώντας σε να συνεχίσεις το επόμενο βήμα. Έτσι, ο αναγνώστης γίνεται περιηγητής: μετακινείται από πρόσωπο σε πρόσωπο, από φόβο σε πόθο, από σιωπή σε κραυγή, μαζεύοντας ψήγματα αλήθειας και μνήμης.

Οι Εκδόσεις Ιωλκός, με σταθερή αγάπη για τη μικρή φόρμα και τη φροντίδα που αξίζει κάθε ιστορία, ανοίγουν διαδρομές στο σύγχρονο λογοτεχνικό τοπίο. Στηρίζουν τις φωνές – ήδη αναγνωρισμένες αλλά και νέες – που τολμούν να ταξιδέψουν τον αναγνώστη, έστω και μέσα σε λίγες σελίδες, σε κρυμμένα τοπία ψυχής και σε αχαρτογράφητες περιοχές της ανθρώπινης εμπειρίας.

Διαβάζοντας το κάθε διήγημα ας αφεθούμε στη διαδρομή, χωρίς να ξέρουμε πού θα μας βγάλει. Ίσως να βρούμε κάτι από εμάς. Ίσως και να αφήσουμε πίσω κάτι που δεν τολμούσαμε να κοιτάξουμε… Άλλωστε, ο προορισμός δεν είναι το τέλος, αλλά το βλέμμα που αλλάζει…

Μίνα Π. Πετροπούλου

Δ/ντρια Ύλης Culture Book

 

Βρίσκεις πάντα αυτό που δεν ψάχνεις | Λένα Κορομηλά | Εκδόσεις Ιωλκός, 2025

Εισαγωγή

Είκοσι διηγήματα ταξιδιωτικών αναπολήσεων, χαρτογραφήσεις τοπίων —ενίοτε ψυχικών—, αναπάντεχες συναντήσεις, μαγικές ιεροτελεστίες.

Η ηρωίδα, με χιούμορ και αυτοσαρκασμό, άλλοτε ρεαλιστικά, άλλοτε ονειρικά ή εμμονικά, ξορκίζει τη μοναξιά και την απουσία με το πάθος για ταξίδια. Από δρόμο σε δρόμο, από λιμάνι σε λιμάνι, από ξενοδοχείο σε ξενοδοχείο και από φυγή σε φυγή, εκπλήσσεται με το αδιανόητο, με το διαφορετικό.

Το άγγιγμα ενός αλιγάτορα στην Αμαζονία, ενός βαρκάρη στην Νταλ του Κασμίρ, την καύση νεκρών στην Ινδία ή των χειρογράφων του Αριστοτέλη σε ένα αβαείο της Δύσης, ακόμα και με τη σαντερία μια νύχτα πανσελήνου στην Αβάνα.

Θα σταματήσει μόνο όταν βρει τη χαμένη βαλίτσα της πάνω από την ίσαλο.

Με μια βαλίτσα στο χέρι

Αύγουστος. Οκτώ η ώρα το πρωί. Kάθεστε στο τραπέζι με τη Φωτεινή, τη γειτόνισσά σου. Μόλις τέλειωσες τον αχνιστό τραχανά που σου σέρβιρε για πρωινό. Εκείνη, με το κεφάλι γερμένο στο πλάι, κοιτάει τα χέρια της που τρέμουν και ύστερα, με τα μεγάλα γαλανά της μάτια, γυρίζει και κοιτάει εσένα, σαν κάτι να θέλει να σου πει αλλά δε σου το λέει.

Σηκώνεσαι απότομα. Τη χαιρετάς. Παίρνεις τη μισοάδεια βαλίτσα σου. Στο πατρικό σου πας, κάποιο ρούχο θα βρεθεί, στο πατρικό σου η βαλίτσα είναι σχεδόν περιττή. Από έναν μισοχαλασμένο φράχτη περνάς στο ενδιάμεσο οικόπεδο. Η βλάστηση, αδίστακτη, έχει κατακλύσει τα πάντα, έχει σχεδόν πνίξει το εγκαταλειμμένο σπίτι, ένα όργιο από υφέρποντα πλοκάμια, αγκάθια και αγριολούλουδα, με τις κρανιές, τις βατσινιές και τις άγριες μουριές να έχουν μετατρέψει τον χώρο σε ζούγκλα. Προτιμάς να το διασχίσεις όλο αυτό, να το μυρίσεις, να γευτείς τα μικρά υπόλευκα μούρα, να γδαρθείς από τα τσαλιά και τις τσουκνίδες, παρά να πάρεις την άδεια δημοσιά.

Πριν ανέβεις τις σκάλες, στέκεσαι διστακτικά. Νιώ­θεις τα πόδια σου βαριά. Βαριά, ακόμα και η σχεδόν άδεια βαλίτσα σου. Που την ακουμπάς πάνω στο ξε­φτισμένο πατάκι. Οι τριανταφυλλιές που κάποτε άνθιζαν εκατόφυλλα τριαντάφυλλα, ξερές βέργες. Κι όμως, νιώθεις ακόμα το μεθυστικό τους άρωμα να σου γαργαλάει τα ρουθούνια. Δεν ακούς κοκόρια. Δε βλέπεις χελιδόνια στην παλιά χελιδονοφωλιά. Κοντοστέκεσαι, δε θέλεις να μπεις στο ίδιο σου το σπίτι. Το σπίτι που γεννήθηκες. Για να μείνεις για ύπνο μια ολόκληρη νύχτα, ούτε λόγος. Όταν, επιτέλους, τραβάς το σχοινάκι για να ανοίξεις την πόρτα, ο πατέρας σου με τις ριγέ πιζάμες κάθεται στο ντιβάνι και διαβάζει εφημερίδα. Στο τασάκι μισοκαίει ένα τσιγάρο Άρωμα. Η μητέρα σου όρθια, κάτι μαγειρεύει. Το πικάπ πάνω στο σκρίνιο με τον δίσκο έτοιμο να πάρει τις στροφές του. Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες των αδελφών σου με πηλήκιο γυμνασίου και η δική σου, παρανυφάκι με λευκή οργάντζα στη θεία σου, χωμένες στη χρυσή κορνίζα του πίνακα με τις ημίγυμνες λουόμενες στο ποτάμι.

Μετά από χρόνια είσαι εδώ. Εδώ και τρεις μέρες. Κι ακόμα δε λες να το συνηθίσεις.

Δεν μπορείς να μη συγκρίνεις. Κάνεις την αναλογία: Ο δισταγμός και η θλίψη μπροστά στην πόρτα του πατρικού σου, η αποφασιστικότητα και η χαρά μπροστά στις ξένες πόρτες. Σπίτια φίλων, δωμάτια λουξ ξενοδοχείων ή ενοικιαζόμενα φτηνά δωμάτια.

Θυμάσαι. Το δωμάτιο με την επικλινή οροφή, τα δυο μεγάλα παράθυρα από το ταβάνι μέχρι το πάτωμα και την Βillie να τραγουδάει Blue moon. Άφησες τη βαλίτσα σου και φώναξες δυνατά, θαρρείς και ήταν εκεί κάποιος να σε ακούσει.

Έτσι θέλω να ζω. Με μια βαλίτσα στο χέρι.

Στάθηκες στο τζάμι και χάζευες τη γέφυρα Golden Gate. Ξαφνικά, σαν να βγήκε καπνός από φουγάρα, η ομίχλη σκέπασε σχεδόν τα πάντα και μόνο η κόκκινη γέφυρα, μέσα από κάποια κενά, φαινόταν σαν σταγόνες αίμα.

Αποφάσισες να βγεις. Περπατούσες στην πόλη χωρίς προορισμό, χωρίς τον τουριστικό οδηγό με τα τοπ σημεία που δεν πρέπει κανείς να χάσει. Πάντα σου άρεσε να τα ανακαλύπτεις μόνη, να στρίβεις τυχαία και να πέφτεις άλλοτε σε έναν ναό όπου γυναίκες έκαναν γιόγκα, στο σπίτι της Ιζαντόρα Ντάνκαν, στην προβλήτα 39 με τα θαλάσσια λιοντάρια απέναντι από το Αλκατράζ, σε ένα διάσημο βιβλιοπωλείο στο Δουβλίνο, στο άγαλμα ενός Πεσσόα στη Λισσαβώνα ή σε χίπις να τραγουδούν Strawberry fields απέναντι από το σπίτι του Λένον, στο Central Park.

Οι καμπάνες αρχίζουν να χτυπούν Κυριακή. Αργές, αχνές και μελωδικές. Συγχρόνως, χτυπάει και το κινητό σου.

Πάει, έφυγε,σου λέει η γυναίκα του αδελφού σου για τον αδελφό σου.

Έφυγε; Μα πώς; Αφού… Πότε θα γίνει…

Εκεί θα γίνει, αύριο.

Το μάτι σου πέφτει στο πικάπ που εκείνος σου είχε χαρίσει. Η πλάκα να στροφάρει ανάποδα. Ο αδελφός σου με το κεφάλι ριγμένο πίσω, κλειστά μάτια ευχαριστημένα, οι πήχεις τεντωμένοι, να χορεύει Δυο πόρτες έχει η ζωή. Ξαφνικά, μια καταιγίδα τα σάρωσε όλα. Στην κηδεία την άλλη μέρα, ο ίδιος καιρός. Έρχονται όλοι ντυμένοι στα μαύρα με λευκά λουλούδια. Λουλούδια της εποχής, κρίνα που φυτρώνουν μόνα τους στις αυλές και στους φράχτες. Σε σας δε φυτρώνει τίποτε. Ανθοπωλεία δεν υπάρχουν. Βρίσκεις και κόβεις κάτι μοβ ορτανσίες που είχαν γείρει σαν κεφάλια μωρού έξω από τον φράχτη μιας αυλής. Κάνεις ένα στεφάνι. Στην εκκλησία δε θέλεις να μπεις. Μπαίνεις τελευταία, την ώρα του τροπαρίου …τον μεταστάντα ανάπαυσον ως φιλάνθρωπος.

Γυρνάς στο σπίτι. Τραβάς την πλεχτή κουρτίνα της κουζίνας. Κάτι ροζ ανθάκια είχαν ξαφνικά φυτρώσει στα λεία κλαδιά της κυδωνιάς. Στο βάθος γυαλίζει το ποτάμι. Όταν ήσουν παιδί το παρατηρούσες με τις ώρες. Άλλοτε σου έμοιαζε ακίνητο, χωρίς ροή, κι άλλοτε, σαν να κυλάει ανάποδα. Δίπλα του, οι γραμμές του τρένου σε ταξίδευαν. Ονειρευόσουν το ίδιο πάντα όνειρο. Το τρένο να τρέχει ιλιγγιωδώς, να περνάει τους σταθμούς και να μη σταματάει πουθενά, μέχρι που ξυπνούσες με ίλιγγο. Ταξίδευες όμως και μέσ’ από άτακτα και αλλοπρόσαλλα διαβάσματα. Τα πάντα εκτός από ταξιδιωτικά.

Θυμήθηκες τον Βιστούλα, στο Γκντανσκ. Από τον φεγγίτη του δωματίου σου έβλεπες μόνο κατάρτια —κάθετες γραμμές να αιωρούνται στον γκρίζο ουρανό. Βγήκες να περπατήσεις. Περνούσες ξανά και ξανά από τη Χρυσή Πύλη και τους δρόμους με τα ζωγραφιστά μπαρόκ και ροκοκό κτίρια. Πλήθος ανθρώπων πηγαινοερχόταν και σε κάθε γωνιά οι μουσικές και οι παντομίμες έδιναν κι έπαιρναν. Κάποια στιγμή οι δρόμοι ερήμωσαν, η ώρα είχε περάσει. Αποφάσισες να γυρίσεις στο ξενοδοχείο. Περπατούσες στην όχθη του ποταμού, όταν από μια γαλέρα στο λιμάνι άκουσες δυνατή ροκ μουσική. Επιβιβάστηκες. Μ’ ένα ποτήρι κρασί, στάθηκες στην μπάρα να παρατηρείς τους ανθρώπους. Κυρίως νέοι. Να τους ταξινομείς κατά πιθανή εργασία, χόμπι, το γούστο τους στο ντύσιμο, τον τρόπο που έγερναν το κεφάλι όταν άκουγαν τον συνομιλητή τους. Να πιάνεις μαζί τους κουβέντα και τέλος να τζαμάρεις με τους μουσικούς, όπως τότε που είχατε σχηματίσει τη μαθητική σας μπάντα.

Σου χτυπούν την πόρτα. Ανοίγεις. Η Φωτεινή. Σε βλέπει με ανοιχτό στόμα. Μια εσένα με τη βαλίτσα στο χέρι, μια την πλάκα, που στροφάρει κανονικά πλέον, αλλά χωρίς ήχο.

Φεύγεις κιόλας; σου λέει.

Φεύγω κιόλας, της λες.

Φεύγεις. Δε γυρίζεις το κεφάλι σου ούτε για μια τελευταία ματιά.

Βιογραφικό Λένα Κορομηλά

Βιογραφικό Μίνα Πετροπούλου