Γαλότσες νούμερο 44 | Χριστίνα Μιχαηλίδου | Εκδόσεις Ιωλκός, 2024
Εισαγωγή
Γυναίκες του χθες και του σήμερα, γυναίκες της επαρχίας και της πόλης, γυναίκες που συγκρούονται με τα κοινωνικά στερεότυπα ή υποτάσσονται, διεκδικούν και παραιτούνται, θυσιάζονται και προδίδουν, αγαπούν και μισούν. Ανάμεσά τους, βρίσκονται και οι άλλες, οι γυναίκες που δε χωρούν πουθενά, ούτε καν σε γαλότσες νούμερο 44. Άνθρωποι που ματώνουν, προσπαθώντας να στριμώξουν τις ζωές τους μέσα σε προαιώνια καλούπια. Αλήθεια και μύθος ανακατεύονται και γεννούν ιστορίες που έχεις ακούσει ή έχεις βιώσει, γιατί, τελικά, η ζωή τροφοδοτεί και την πιο παράδοξη φαντασία…
Το μεταξωτό
«Αλαφροΐσκιωτη» την έλεγαν την Αγγέλλω οι γυναίκες στο χωριό μας. Περπατούσε στην πλατεία καμαρωτή, με στήθος στητό και πλάτη κορδωμένη, κουνώντας εναλλάξ πάνω- κάτω δεξί- αριστερό χέρι σαν να έκανε παρέλαση, κρυφοκοιτώντας συνάμα με την άκρη του ματιού της τους άνδρες που κάθονταν στα καφενεία. Μεγάλη αδυναμία είχε στους άνδρες η Αγγέλλω. Για χάρη τους κυμάτιζε ολόρθη τη φούστα της σαν σημαία καθώς περνούσε από μπροστά τους. Φθαρμένη από τα χρόνια και την απλυσιά, μια ιδέα πια από κόκκινο μεταξωτό, ήταν δώρο, ίσως το μοναδικό στη ζωή της, μιας μακρινής ξαδέλφης και δεν έλεγε να τη βγάλει από πάνω της.
Κανέναν δεν πείραζε η Αγγέλλω, μόνο τα γέλια της που ξεσπούσαν αλλόκοτα, κάποια καλοκαιρινά μεσημέρια, σαν να λιγωνόταν από αόρατα χάδια και φιλιά, τάραζαν το ραχάτι τους και τους ενοχλούσαν. Οι σπουδαγμένοι του χωριού την αποκαλούσαν γραφική φιγούρα και μειδιάζοντας κουνούσαν το κεφάλι σε κάθε χαιρετισμό της. Οι υπόλοιποι άνδρες δεν σήκωναν το κεφάλι από το τάβλι, σαν να μην υπήρχε. Κι όμως οι περισσότεροι την ήξεραν καλά από τα μικράτα τους γιατί η Αγγέλλω κουβαλούσε μια βαριά προίκα. Ετοίμαζε τα αγόρια του χωριού να γίνουν άνδρες. Σε αυτήν πηγαίνανε για να πρωτοσυστηθούν με την αρσενική τους φύση κι εκείνη δεν χαλούσε χατίρια.
Την έπαιρναν στα όρθια, άγαρμπα, πίσω από τους στάβλους ή στα χωράφια, με το κεφάλι της στραμμένο στον τοίχο ή στο δέντρο, ποτέ καταπρόσωπο, έτσι χωρίς λόγια, χωρίς βλέμματα, χωρίς φιλιά. Δεν είχαν νοιάξιμο ετούτα τα ανταμώματα μονάχα την αλαζονεία της νιότης των εραστών για μια κατάκτηση που δεν τους ανήκε και ίσως καμιά φορά αμηχανία από κάποιους λιγότερο νταήδες. Όμως εκείνη παραδίδονταν πάντα άνευ όρων, όπως θα έκανε σ έναν πραγματικό αγαπημένο και το άγγιγμα από την μεταξωτή της φούστα που κυλούσε στα λαγόνια της μετά την πράξη, την ανατρίχιαζε σαν χάδι αληθινό.
Και κάποτε, θα ήταν μεσούρανα της Άνοιξης, η Αγγέλλω εξαφανίσθηκε. Οι άνδρες με τα πολλά, σηκώθηκαν από το καφενείο να την ψάξουν. Γύρισαν όλους τους μαχαλάδες και συνέχισαν και έξω από το χωριό. Προς το σούρουπο, κάτω στο ρέμα ανάμεσα στα φουντωμένα γρασίδια, το μεταξωτό της ρούχο ξεπρόβαλλε σαν ξεπλυμένες στάλες αίμα. Την βρήκαν ξαπλωμένη σαν να ξεκουράζονταν, με τη φούστα ανασηκωμένη και την κιλότα κάτω από τα γόνατα. Τα χέρια της ήταν γαντζωμένα στα χώματα και τα μάτια της γυάλιζαν σαν ζωντανά.
Οι άντρες μαζεύτηκαν από πάνω της και την κοιτούσαν καλά καλά. Κι εκείνη, τους ανταπέδιδε το βλέμμα στα ίσια με ένα ειρωνικό χαμόγελο στο σβησμένο της στόμα που είχε καταφέρει για πρώτη φορά να την αντικρίσουν κατάματα, σαν να τους τη φύλαγε.