Scroll Top

7 + 1 Λόγος | Ιούλιος 2025 | Δήμος Χρυσός

Υπεύθυνη στήλης: Μίνα Πετροπούλου

7+1 Λόγος: Μια Πύλη στη Σύγχρονη Γραφή

Η στήλη 7+1 Λόγος φιλοδοξεί να αναδείξει αδημοσίευτα ή νεοεκδοθέντα κείμενα που αξίζουν την προσοχή των αναγνωστών. Διηγήματα, αποσπάσματα μυθιστορημάτων, δοκίμια και ιστορικές μελέτες συνθέτουν έναν χώρο πνευματικής αναζήτησης, προσφέροντας νέες προοπτικές στη σκέψη και τον προβληματισμό. Στόχος είναι η προβολή σημαντικών κειμένων και η ενθάρρυνση του διαλόγου γύρω από σύγχρονες και διαχρονικές θεματικές, καθώς η γραφή δεν αποτελεί απλώς έκφραση, αλλά πεδίο διαρκούς ερμηνείας και νοηματοδότησης.

Στα διηγήματα που φιλοξενούνται στο 7+1 ΛΟΓΟΣ για τον Ιούλιο, άνθρωποι, τόποι και συναισθήματα υφαίνονται σε μικρούς, αλλά πυκνούς κόσμους. Κόσμους που γεννιούνται από τη μνήμη, το όνειρο, την αγωνία, τον έρωτα, τη μοναξιά – κι από εκείνη τη λεπτή γραμμή που χωρίζει το φως από το σκοτάδι.

Κάθε διήγημα είναι και μια στάση σ’ ένα αθέατο ταξίδι. Ένα κρυφό πέρασμα σε κόσμους που άλλοτε μοιάζουν γνώριμοι κι άλλοτε σε ξαφνιάζουν, καλώντας σε να συνεχίσεις το επόμενο βήμα. Έτσι, ο αναγνώστης γίνεται περιηγητής: μετακινείται από πρόσωπο σε πρόσωπο, από φόβο σε πόθο, από σιωπή σε κραυγή, μαζεύοντας ψήγματα αλήθειας και μνήμης.

Οι Εκδόσεις Ιωλκός, με σταθερή αγάπη για τη μικρή φόρμα και τη φροντίδα που αξίζει κάθε ιστορία, ανοίγουν διαδρομές στο σύγχρονο λογοτεχνικό τοπίο. Στηρίζουν τις φωνές – ήδη αναγνωρισμένες αλλά και νέες – που τολμούν να ταξιδέψουν τον αναγνώστη, έστω και μέσα σε λίγες σελίδες, σε κρυμμένα τοπία ψυχής και σε αχαρτογράφητες περιοχές της ανθρώπινης εμπειρίας.

Διαβάζοντας το κάθε διήγημα ας αφεθούμε στη διαδρομή, χωρίς να ξέρουμε πού θα μας βγάλει. Ίσως να βρούμε κάτι από εμάς. Ίσως και να αφήσουμε πίσω κάτι που δεν τολμούσαμε να κοιτάξουμε… Άλλωστε, ο προορισμός δεν είναι το τέλος, αλλά το βλέμμα που αλλάζει…

Μίνα Π. Πετροπούλου

Δ/ντρια Ύλης Culture Book

 

Ο ερημίτης του Ραχμαντάν και άλλες ιστορίες | Δήμος Χρυσός | Εκδόσεις Ιωλκός, 2024

Εισαγωγή

Από τον καλλιτέχνη που απογοητεύεται από την ανικανότητα της τέχνης να μιμηθεί τη ζωή μέχρι τον περιπλανώμενο που συναντά το μεγαλύτερο διαμάντι του κόσμου αλλά χάνεται στο βάραθρο της πείνας και της εγκατάλειψης, ο συγγραφέας υφαίνει ιστορίες που αψηφούν την αναμενόμενη γραμμικότητα της αφήγησης.

Μέσα από τις ποικίλες εμφανίσεις αγγέλων και δαιμόνων, ο δημιουργός προσφέρει έναν καθρέφτη της ζωής που αποκαλύπτει την εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στο καλό και το κακό, το πραγματικό και το φανταστικό. Το κείμενό του θυμίζει παραμύθι, αλλά την ίδια στιγμή εισβάλλει στα χωράφια της λογοτεχνίας τρόμου, δημιουργώντας μια εμπειρία που είναι ταυτόχρονα μαγευτική και ανατριχιαστική.

Οι ιστορίες σπάνε τα στερεότυπα και συνδέουν το χθες με το σήμερα, επιτρέποντας στον αναγνώστη να δει τη ζωή μέσα από έναν φακό που αποκαλύπτει τη βαθύτερη ουσία των ανθρώπινων σχέσεων και την αέναη μάχη με τις προσωπικές μας αντιφάσεις.

Ο συγγραφέας εστιάζει στην πολυπλοκότητα των χαρακτήρων του, επιτρέποντάς τους να αντηχούν όχι μόνο τα δικά τους πάθη και αγωνίες, αλλά και τις φωνές της συλλογικής ανθρώπινης εμπειρίας και με την αφήγησή του προσφέρει ένα πλούσιο πεδίο σκέψης και συναισθημάτων.

Ήταν υποψήφιο στην κατηγορία Ελληνικό Διήγημα των Βραβείων Βιβλίου (Αναγνωστών) Public 2025.

Η βάρκα-ατελιέ

Στον Μονέ

Ο Γκιγιώμ Σωτρέ είχε ένα εξοχικό αρκετά χιλιό­μετρα βόρεια της Βιλ. Ήταν ζωγράφος και λάτρης της φύσης. Πίστευε ότι στη φύση γύρω μας υπάρχει απλωμένη μια θεϊκή ομορφιά και τελειότητα, που εμείς οι άνθρωποι κυνηγάμε να αγγίξουμε. Γι’ αυτό είχε γίνει ζωγράφος, προσπαθώντας με τον δικό του τρόπο να προσεγγίσει το μυστήριο του κόσμου γύρω του.

Την εξοχική του κατοικία την είχε διαμορφώσει σαν έναν τεράστιο κήπο, όπου ευδοκιμούσαν κάθε λογής δέντρα και φυτά. Στο μέσον του δαιδαλώδους κήπου βρισκόταν το παλιό αρχοντικό της οικογένειας. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια και είχε την πολυτέλεια να μην εξαντλείται σε καμιά εξουθενωτική βιοποριστική εργασία, αλλά να έχει ως κύριο μέλημα τη φροντίδα του κήπου και τη ζωγραφική του. Οι γονείς του είχαν πεθάνει κι έτσι ο Γκιγιώμ διαβιούσε μόνος, με τη φροντίδα μόνο του υπηρετικού προσωπικού. Δεν ένιωθε ωστόσο μοναξιά, γιατί είχε πλούσιες κοινωνικές συναναστροφές και ταξίδευε συχνά.

Όλοι οι επισκέπτες του —κυρίως πλούσιοι ή άλλα σημαίνοντα πρόσωπα της γαλλικής κοινωνίας— έμεναν έκθαμβοι από τον πλούτο των χρωμάτων και των αρωμάτων, όταν ο Γκιγιώμ τους έκανε ξενάγηση στον τόσο περιποιημένο από τα ίδια του τα χέρια κήπο. Το ωραιότερο κομμάτι, όμως, του κήπου το κρατούσε για τον εαυτό του.

Αυτό δεν ήταν άλλο από μια μικρή τεχνητή λίμνη, που είχε κατασκευάσει στο σημείο, όπου το κτήμα του συνόρευε με το ποτάμι. Ο δήμαρχος, παλιός γνωστός του πατέρα του, μετά χαράς τού είχε επιτρέψει να εκτρέψει, μερικώς μόνο, την κοίτη του ποταμού, ώστε το νερό να γεμίζει τη λιμνούλα του. Κατασκεύασε τη λίμνη κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να επικοινωνεί σε δύο σημεία με το ποτάμι. Από το ένα σημείο, όπου σχηματιζόταν ένας μικρός καταρράκτης, έμπαινε το νερό του ποταμού και γέμιζε τη λίμνη, ενώ από ένα άλλο σημείο, όπου σχηματιζόταν ένας άλλος μικρός καταρράκτης, το νερό της λίμνης ενωνόταν πάλι με το ποτάμι και κυλούσε στον δρόμο του για ένα μεγαλύτερο ποτάμι, για να περάσει πόλεις και χωριά και να ξεχυθεί στους άγριους ωκεανούς.

Τη λίμνη αυτή την περιστοίχιζαν δέντρα με πυκνά φυλλώματα, θάμνοι, υδρόφιλα φυτά και διάφορα λουλούδια. Στην επιφάνειά της επέπλεαν νούφαρα. Είχε σχήμα μακρόστενο με καμπύλες και στη μέση της, εκεί όπου οι δύο πλευρές πλησίαζαν, τις ένωνε μια παραδοσιακή γιαπωνέζικη γέφυρα. Ο καλλιτέχνης είχε δει τέτοιες γέφυρες σε μια μεγάλη διεθνή έκθεση κι επειδή τον γοήτευσαν, αποφάσισε να φτιάξει τη δικιά του.

Σε μιαν άκρη της λίμνης ήταν αραγμένη μία βάρκα, η οποία αποτελούσε το καταφύγιο του καλλιτέχνη. Ήταν σκεπασμένη με κάποιο είδος τεντόπανου για προστασία αλλά από τις δυο μεριές ήταν ανοιχτή. Συνήθως έμπαινε μέσα και έκανε ελαφρά κουπί, ώσπου να φτάσει στη μέση της λίμνης. Εκεί τη στερέωνε ακουμπώντας το κουπί στον βυθό και απολάμβανε την ηρεμία της φύσης και την ομορφιά του τεχνητού του παραδείσου. Την αναπόληση τη θεωρούσε ιερή.

Η ζωγραφική ξεκίνησε για τον Γκιγιώμ ως ένα χόμπι. Με τον καιρό, όμως, έγινε ο τρόπος του να βλέπει τα πράγματα. Οτιδήποτε έβλεπε, το μετέφραζε αυτόματα στο μυαλό του σε ζωγραφικό πίνακα. Αγαπημένα του θέματα ήταν, φυσικά, τα άνθη που ο ίδιος καλλιεργούσε αλλά και οι εντυπώσεις που αντλούσε από τις μακρινές βόλτες που έκανε στην υπέροχη γαλλική ύπαιθρο. Ποτέ κανείς δεν έβλεπε τους πίνακές του. Άλλωστε, ο ίδιος ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα ευχαριστημένος από αυτούς.

Όλο και πιο συχνά έπαιρνε τα σύνεργά του στη βάρκα και καθόταν ώρες ολόκληρες εκεί, στην καρδιά του παραδείσου του, ζωγραφίζοντας τη λιμνούλα, τα νούφαρα, τη γιαπωνέζικη γέφυρα και τα ηλιοβασιλέματα. Ώσπου μια μέρα είδε το ομορφότερο δημιούργημα που είχαν αντικρίσει ποτέ τα μάτια του στη φύση. Εκεί σε μιαν άκρη της λίμνης είχαν φυτρώσει κάτι μoβ λουλούδια, που όμοιά τους δεν είχε ξαναδεί και τον άφηναν άναυδο. Είχαν φυτρώσει από μόνα τους —δώρο, άραγε, του ανέμου ή του ποταμού;— μα ήταν ασύγκριτα ομορφότερα και πιο εντυπωσιακά από οτιδήποτε είχε φυτέψει ποτέ ο καλλιτέχνης με τα χέρια του.

Πλησίασε με τη βάρκα και τα αντίκρισε από κοντά. Το χρώμα τους ήταν κάτι το απίστευτο. Το έλεγε «μoβ» από αμηχανία κι ευκολία, γιατί δεν ήξερε πώς αλλιώς να το ονομάσει. Τα χάζευε με τις ώρες, χωρίς να μπορεί να ερμηνεύσει και να αναλύσει τη μαγεία τους. Ούτε και να τη χορτάσει…

Από τη στιγμή που τα αντίκρισε, ονειρεύτηκε να τα ζωγραφίσει. Έφερε καμβάδες, χρώματα και πινέλα και έκανε τη βάρκα κανονικό ατελιέ. Άραζε λίγα μέτρα μακριά τους και προσπαθούσε να αναπαραστήσει το αξεπέραστο κάλλος τους με τη ζωγραφική του.

Τα μoβ λουλούδια ούτε που πήραν είδηση ότι κάποιος τα ζωγράφιζε. Μονάχα έπαιζαν με την αντανάκλασή τους στο νερό και προσέδιδαν υπερκόσμιο μεγαλείο ακόμη και στα χορταράκια που φύτρωναν τριγύρω τους.

Όμως, ο καλλιτέχνης δεν ικανοποιούνταν από το αποτέλεσμα των κόπων του. Κάθε φορά που τελείωνε έναν πίνακα, ξεφυσούσε απογοητευμένος, ύστερα έβριζε σφίγγοντας τη γροθιά του και, τελικά, πετούσε τον πίνακα μέσα στη λίμνη. Αυτό επαναλαμβανόταν πολλές φορές κάθε μέρα και κάθε φορά ο πίνακας κρινόταν ατελής και πετιόταν χωρίς δισταγμό στα ήρεμα νερά της λίμνης.

Όλοι αυτοί οι πίνακες κυλούσαν αργά στην επιφάνεια και μετά από λίγο έφταναν στο σημείο που τα νερά σχημάτιζαν τον μικρό καταρράκτη. Από εκεί κυλούσαν έξω στο ποτάμι και έπλεαν αργά στα νερά του πλατύ ποταμού, σαν κάποια τερατώδη γιγάντια νούφαρα.

Οι προσπάθειες του Γκιγιώμ συνεχίζονταν χωρίς σταματημό. Σε πείσμα των αποτυχιών του εφάρμοζε κάθε φορά άλλες τεχνικές, προσέθετε και αφαιρούσε λεπτομέρειες, ζωγράφιζε από άλλη οπτική γωνία, αναμείγνυε με διαφορετικό τρόπο τα χρώματά του, ζωγράφιζε με διαφορετικά είδη πινέλων ή με τα δάχτυλα, άλλοτε με πιο αδρές πινελιές και άλλοτε με περισσότερη λεπτομέρεια. Ανέπτυξε και καινούργιες μεθόδους που κάποτε η Ιστορία θα ανέλυε, θα ονομάτιζε και θα κατέτασσε. Εκείνος, όμως, απλώς ήθελε να ζωγραφίσει τα μoβ λουλούδια. Εκατοντάδες πίνακες κατέληξαν στο ποτάμι, ώσπου στο τέλος μιας κουραστικής μέρας ο καλλιτέχνης παραιτήθηκε. Και δεν παραιτήθηκε μόνο από την αναπαράσταση των μοβ λουλουδιών, αλλά και από τη ζωγραφική γενικά. Ξαφνικά, σε μια στιγμή σύντομης αλλά εκτυφλωτικής διαφώτισης, κατανόησε τη μεγάλη αλήθεια, ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να μιμηθεί ποτέ τη φύση παρά μόνο να φτιάξει κακά της αντίγραφα, που κανένα νόημα δεν είχαν και τίποτα δεν πρόσφεραν, αφού το πρωτότυπο, δηλαδή η ίδια η φύση, μας προσφερόταν απλόχερα παντού γύρω μας.

Αποκήρυξε όλα του τα έργα και, μάλιστα, τα κατέστρεψε, για να μην μπορεί κανείς ποτέ να έρθει σε επαφή μαζί τους και να «μολυνθεί» από τη φτωχή ανθρώπινη ματιά πάνω σε πράγματα θεϊκά.

Για κάποιον καιρό απομονώθηκε στο σπίτι του και συνέχιζε να ασχολείται μανιωδώς με τον κήπο του, αλλά αυτήν τη φορά με περισσότερο σεβασμό και χωρίς να ζωγραφίζει τίποτα.

Στη Βιλ, ωστόσο, είχαν συμβεί μερικές αναπάντεχες εξελίξεις τελευταία. Ένας ψαράς γύρισε μια μέρα πίσω χωρίς καθόλου ψάρια, αλλά με μερικούς καταπληκτικούς πίνακες. Κι έτσι, αντί να πάει στην ψαραγορά και να απλώσει τα ψάρια του για πούλημα, πήγε και άπλωσε τους πίνακες. Οι συμπολίτες του ξετρελάθηκαν, όχι μόνο από την τέχνη των πινάκων, που ήταν κάτι το πρωτόγνωρο, αλλά και από τη μυστήρια ιστορία της ανεύρεσής τους. Όταν ο ψαράς γύρισε σπίτι του, έδειξε τα λεφτά που κέρδισε στη γυναίκα του και της έφερε και έναν πίνακα.

«Πούλησα πέντε τέτοιους σήμερα!» της είπε θριαμβευτικά και ήταν ό,τι πιο παλαβό είχε ακούσει η καημένη η γυναίκα σε όλη της τη ζωή.

Την επόμενη μέρα, καινούργιοι πίνακες συνέχισαν να κατεβαίνουν με τα νερά του ποταμού. Περισυλλέχθηκαν από τους ψαράδες και πουλήθηκαν πάλι στην ψαραγορά σε εκείνες τις κυρίες που αγαπούσαν την τέχνη. Αυτό συνεχίστηκε για αρκετές μέρες. Οι ψαράδες έβγαζαν πιο πολλά λεφτά από όσα θα έβγαζαν με το ψάρεμα και, επιπλέον, είχαν γεμίσει και τα σπίτια τους με έργα τέχνης. Στο περιβάλλον της «καλής κοινωνίας» κυκλοφόρησε η περίεργη ιστορία με τους πίνακες και σε λίγες μέρες όλες οι καλές κυρίες πήγαιναν στην ψαραγορά με φουσκωμένα πορτοφόλια, για να μπορέσουν να αποκτήσουν κι αυτές έναν μοναδικό πίνακα με μoβ λουλούδια. Η ψαραγορά είχε μετατραπεί σε δημοπρασία πανάκριβων έργων τέχνης.

Όμως, οι πίνακες συνέχισαν να κατεβαίνουν σωρηδόν με αποτέλεσμα σύντομα η τιμή τους να πέσει και όλα τα σπίτια, ακόμη και τα πιο ταπεινά, να μπορέσουν να αποκτήσουν κι από έναν. Ο δήμαρχος εξετίμησε πολύ την υψηλή τέχνη του άγνωστου καλλιτέχνη και αποφάσισε να αγοράσει μερικούς πίνακες, για να στολίσει τον εσωτερικό χώρο των δημόσιων υπηρεσιών, καθότι εμφορούνταν από την ιδέα, ότι η τέχνη θα έπρεπε να ομορφαίνει την καθημερινή ζωή και όχι να είναι κλεισμένη σε μουσεία.

Η επιτυχία των μοβ λουλουδιών επεκτάθηκε και σε άλλους τομείς. Έγινε σχέδιο σε κεντήματα, καρτ ποστάλ, ημερολόγια, αφίσες και διαφημιστικά πανό και άλλα πολλά. «Αγνώστου καλλιτέχνη» έγραφε πίσω από τις καρτ ποστάλ και όλοι αναρωτιούνταν ποια ήταν η αληθινή προέλευση των πινάκων αυτών, που τους χαρακτήριζε τέτοια υψηλή ποιότητα και που έπλεαν στον ποταμό σε τέτοια ποσότητα. Πολλοί μίλησαν για θαύμα, άλλοι είπαν για έναν τρελό καλλιτέχνη που ζει στις πηγές του ποταμού στο βουνό, άλλοι θαύμαζαν τη λουλουδιασμένη πόλη και άλλοι απλώς χάιδευαν το χρήμα… Τα μοβ λουλούδια πάντως είχαν κατακτήσει ολοκληρωτικά τη Βιλ και σύντομα έγιναν το σήμα κατατεθέν της πόλης.

Το μυστήριο έμελλε να λύσει ο δήμαρχος της πόλης και προσωπικός φίλος του Γκιγιώμ Σωτρέ.

Μια μέρα ο πρώην ζωγράφος κάλεσε τον δήμαρχο να πάρει μαζί του το πρωινό του και επί τη ευκαιρία ο δήμαρχος του ζήτησε ευγενικά να του δείξει το αποτέλεσμα της εκτροπής του ποταμού. Είχε καταφέρει, άραγε, να δια­μορφώσει τη λιμνούλα, όπως τη φανταζόταν;

Τότε ο Γκιγιώμ τον οδήγησε στη λιμνούλα και στάθηκαν μαζί για λίγο πάνω στη γιαπωνέζικη γέφυρα. Ο δήμαρχος μαγεύτηκε από το τοπίο που είχε δημιουργήσει ο φίλος του, μα πιο πολύ συγκλονίστηκε, όταν σε μιαν άκρη της λίμνης αντίκρισε ολοζώντανα μπροστά του τα μοβ λουλούδια, οπότε έλαμψε αμέσως στο μυαλό του όλη η αλήθεια.

«Γκιγιώμ, ζωγράφισες καθόλου τα υπέροχα αυτά λουλούδια;» ρώτησε με αγωνία τον φίλο του.

«Ναι, η αλήθεια είναι ότι δοκίμασα κάποτε, αλλά δεν είναι κάτι που αξίζει να συζητήσουμε» έκλεισε αμέσως το θέμα ο πρώην ζωγράφος.

«Γκιγιώμ, συγγνώμη που επιμένω, αλλά μήπως πέταξες κάποιους από τους πίνακες αυτούς στο ποτάμι;» επέμεινε ο δήμαρχος.

«Ναι, πράγματι, πέταξα πολλούς από αυτούς στο ποτάμι, γιατί ήταν απαράδεκτοι! Αλλά δε θα ήθελα αυτό να μαθευτεί παραέξω».

«Γκιγιώμ, πόσο καιρό έχεις να έρθεις στην πόλη;» ρώτησε ο δήμαρχος κρυφογελώντας σαστισμένος.

«Αρκετό!».

Τότε ο δήμαρχος τον παρακάλεσε να τον ακολουθήσει, γιατί έπρεπε να του δείξει κάτι πολύ σημαντικό. Ο Γκιγιώμ διαμαρτυρήθηκε, αλλά ο δήμαρχος τον διαβεβαίωσε ότι δεν μπορούσε να του το μεταφέρει με λόγια και ότι έπρεπε οπωσδήποτε να έρθει να το δει με τα μάτια του. Τελικά, ο Γκιγιώμ πείστηκε και ξεκίνησαν οι δυο τους για την πόλη με την άμαξα του δημάρχου.

Σε όλη τη διαδρομή ο δήμαρχος προσπαθούσε να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό του και να μην αποκαλύψει ακόμη τίποτα στον καλλιτέχνη, που η πόλη τον δόξαζε χωρίς να το ξέρει. Μόνο κάτι γελάκια τού ξέφευγαν, που έκαναν τον Γκιγιώμ να νιώθει πολύ περίεργα και αμήχανα.

Κάποτε έφτασαν και αμέσως ο δήμαρχος πήρε τον Γκιγιώμ από το χέρι και άρχισε να τον ξεναγεί σε όλα τα μέρη που στόλιζαν με την παρουσία τους οι πίνακες με τα μοβ λουλούδια. Τον πήγε σε ταβέρνες και καφενεία, σε τράπεζες και σε αρωματοποιεία, σε τσαγκαράδικα και σε κουρεία, σε αρχοντόσπιτα και σε φτωχόσπιτα. Τον πήγε στο λιμάνι, στις πλατείες, στο δημαρχείο, στο ταχυδρομείο…

«Η Βιλ σε λατρεύει προτού ακόμη μάθει ποιος είσαι! Είσαι το τιμώμενο πρόσωπο της πόλης αυτής! Το σύμβολο και το καμάρι της! Θα λάβεις τιμές μεγάλες και θα ζήσεις μέσα στα πλούτη!».

Ο Γκιγιώμ είχε αρχίσει να νιώθει ναυτία και αποτροπιασμό. Κοίταζε γύρω του με τρόμο και αντίκριζε όλα τα μισητά κακέκτυπα των μοβ λουλουδιών να δεσπόζουν παντού και να τολμούν να αντικρίζουν το φως με τη διεστραμμένη τους φιλαρέσκεια.

Αυτές ήταν οι τελευταίες του λέξεις:

«Άρρωστοι! Είστε όλοι άρρωστοι! Λατρεύετε την ασχήμια, την προσποίηση και το ψεύδος, την αλαζονεία και τη μετριότητα! Είστε ανίκανοι να νιώσετε την αληθινή ομορφιά που βρίσκεται παντού γύρω σας. Προτιμάτε να γεμίσετε την πόλη σας με τερατουργήματα, παρά να ανοίξετε τις ψυχές σας για να γεμίσουν με το μεγαλείο του κόσμου. Είστε όλοι εγκληματίες, χωρίς ηθική, χωρίς μυαλό και χωρίς αναστολές. Αίσχος… Είστε απλοί άνθρωποι που θα πεθάνετε όλοι μια μέρα… Δείξτε, λοιπόν, λίγη σεμνότητα! Εξαφανίστε αυτές τις αηδίες και σταματήστε να ταλαιπωρείτε έναν άνθρωπο που αναζητά τη γαλήνη!».

Ύστερα από το παραλήρημα αυτό σηκώθηκε κι έφυγε, για να απομονωθεί και πάλι στο εξοχικό του σπίτι.

Στην πόλη τα νέα κυκλοφόρησαν ταχύτατα και όλοι μιλούσαν για το νέο γεγονός δίνοντας ο καθένας τη δική του ερμηνεία. Τελικά, η άποψη που επικράτησε ήταν ότι αποκλείεται αυτός να ήταν ο αληθινός δημιουργός των πινάκων, διότι ποιος καλλιτέχνης δε θα χαιρόταν να δει ότι τα έργα του είχαν τόσο τρομακτική απήχηση στον λαό;

Ο δήμαρχος ταράχτηκε έντονα από το συμβάν αλλά ταυτόχρονα ανησύχησε πολύ για την υγεία του φίλου του κι έτσι την άλλη μέρα πήγε μαζί με δυο αστυνόμους να τον αναζητήσει. Στο σπίτι δεν τον βρήκε πουθενά, ούτε και στον κήπο. Θυμήθηκε τη λιμνούλα με τα μοβ λουλούδια. Ήταν το αγαπημένο μέρος του Γκιγιώμ.

Όταν έφτασαν οι τρεις τους —ο δήμαρχος και οι δυο αστυνόμοι— στη λίμνη, στάθηκαν πάνω στη γιαπωνέζικη γέφυρα και έβγαλαν τα καπέλα τους θλιμμένοι. Λίγα μέτρα πιο κάτω το σώμα του Γκιγιώμ επέπλεε ανάσκελα ανάμεσα στα νούφαρα, μπροστά στα μοβ λουλούδια…

Βιογραφικό Δήμος Χρυσός

Βιογραφικό Μίνα Πετροπούλου