Γράφει ο Δημήτρης Μουζάκης
Σωτήρης Παστάκας: ο λιγότερο συμπλεγματικός ποιητής της γενιάς του|
Σαράντα χρόνια υπηρετεί την ποίηση ο Σωτήρης Παστάκας. Κοιτάζοντας τα ποιήματα από το «Αθόρυβο Γεγονός» (1986) μέχρι σήμερα, διαπιστώνουμε ότι η ποίησή του στηρίζεται σε τρεις πυλώνες. Εν πρώτοις, η ισορροπία ανάμεσα στο «υψηλό» και το «χαμηλό». Το ύφος του Παστάκα, διαχρονικά, εκτυλίσσεται μέσα στο ποίημα παρακολουθώντας ένα νοητό μοτίβο. Η αφήγηση ξεκινά ως καθημερινός λόγος ενός κουρασμένου, πλην μυστηριώδους, αφηγητή, ο οποίος απροσδόκητα σπάζει τη σιωπή απευθυνόμενος στην ομήγυρη. Κι ενώ τίποτα δεν προμηνύει το συμπέρασμα, η απόπειρα απογείωσης πραγματοποιείται στην έξοδο, ως αποτέλεσμα μιας κλιμάκωσης που εφορμά από τον ψίθυρο. Ας δούμε ένα παράδειγμα από την πρώτη του συλλογή:
ΜΕΛΟ
Περιμένοντας την έναρξη της απογευματινής
προβολής, όταν το θείο χρώμα της Κυριακής
κλίνει προς τη φαντασμαγορία του σινεμασκόπ,
μπροστά στις αφίσες με τα προσεχώς
ανασκιρτώ για το φιλμ που θα δω μόνος,
δίχως το χέρι σου μέσα στο δικό μου,
δίχως τα διάπλατα μάτια σου να διπλασιάζουν
την κινηματογραφική μου συγκίνηση,
τον ανεπαίσθητο παλμό του στήθους σου
στο ημίφως─ «η ταμίας», λες,
και βάζω χέρι στο πορτοφόλι.
(Το αθόρυβο γεγονός, 1986)
Εδώ ο νεότατος Παστάκας δίνει από νωρίς το ποιητικό του στίγμα: μέσω μιας χαμηλόφωνης περιγραφής της επισκέψεως στον κινηματογράφο, κοινότοπης, σχεδόν αδιάφορης, διαπιστώνουμε ότι ο θεατής δεν είναι τελικά μόνος, όπως αρχικά έδωσε την εντύπωση˙ είναι μαζί της και πρέπει να πληρώσει, παρότι νιώθει μόνος; Είναι με κάποιον άλλο αλλά του λείπει εκείνη και πιάνει το πορτοφόλι του τρομαγμένος; Η αμφισημία κρύβεται καλά μες στα απλά λόγια, το συναίσθημα, όμως, δεν κρύβεται καθόλου. Ο Παστάκας σε αυτό στοχεύει διαχρονικά, ελάχιστα τον ενδιαφέρει η σκέψη.
Εν δευτέροις, η αρχιτεκτονική. Ο Παστάκας είναι εμμονικός τέκτονας και μέσα στο ποίημα και μέσα στη συλλογή. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η «Νήσος Χίος», που θα μπορούσε να είναι ένα ενιαίο ερωτικό ποίημα, όμως παρουσιάστηκε ─και σωστά─ σε θραύσματα, δίχως να απωλέσει τον αρχικό του χαρακτήρα, του συνεχούς και αδιάκοπου μονολόγου. Όντας η πιο φορτισμένη γραφή του Παστάκα, παραδίδει στη νέα ελληνική ποίηση μιαν υπέροχη κορυφογραμμή, μέσω της ευθύβολης ειλικρίνειάς της, του συμπαγούς αισθήματος που αποπνέει και της υποσυνείδητης λειτουργίας της. Ποιος μπορεί να ξεπεράσει τη συνεκφορά «παυσίπονα βυζάκια»;
Τα παυσίπονα βυζάκια σου.
Οι μυροφόρες παλάμες σου.
Το βάλσαμο της αγάπης σου.
Για πόσον καιρό θα τα σκέπτομαι;
Πόσον καιρό θα με βασανίζουν;
Έξι μήνες; Ένα χρόνο;
Κάποτε το ξέρω, θα γίνουν:
αδιάφορα βυζιά, παλάμες
ανύπαρκτες, αγάπη.
(Νήσος Χίος, 2002)
Το τρίτο και σημαντικότερο χαρακτηριστικό της ποίησης του Παστάκα είναι το νεανικό σφρίγος. Μέσω του μηχανισμού που μόνον εκείνος γνωρίζει, γράφει ως 20χρονος ροκάς που σπουδάζει στην Ιταλία και κοιτάζει το στήθος της συμφοιτήτριάς του, η οποία κάθεται ακριβώς απέναντί του στο τραίνο. Αυτό, ούτε ο ίδιος, ίσως, δεν περίμενε να του συμβεί, αφού η υφέρπουσα κατήφεια δεν εξαφανίστηκε ποτέ από την ποίησή του˙ ούτε, όμως, η νεανικότητά του. Ας τον δούμε σήμερα, σε ηλικία 70 ετών:
Είναι ωραίο να ξυπνάς
μ’ ένα χέρι στα μαλλιά
κι ας μη ξέρεις αν ήταν
το τελευταίο σου όνειρο
ή το πρώτο άγγιγμα
της Κυριακής.
Σύρουμε τη γραμμή. Ο Παστάκας επί έτη σαράντα παραμένει αμετανόητος ροκάς, αμετανόητος δομιστής, αμετανόητος αισθηματίας. Τη σκέψη του την υπαινίσσεται, το συναίσθημά του το ιδρώνει. Δεν υποδύεται ποτέ κάποιον άλλο και δεν ενδιαφέρεται να κάνει εντύπωση. Είναι, ίσως, ο λιγότερο συμπλεγματικός ποιητής της γενιάς του, αυτός που νοιάστηκε λιγότερο για το πόσο θα εκτεθεί. Οι πληγές του έλαμψαν ολόγιομες κάτω από τον ήλιο.