Γράφει ο Πέτρος Γκολίτσης
Σωτήρης Παστάκας: Η Ποιητική του Βιώματος και της Μετάβασης
Ο Σωτήρης Παστάκας εξακολουθητικά αναδύεται ως μία από τις πιο χαρακτηριστικές φωνές της γενιάς του ’80, προσφέροντας μια ποιητική γραφή που συνιστά ταυτόχρονα χρονογραφία, εξομολόγηση και κοινωνική κριτική. Η ποίησή του διακρίνεται από μια βαθιά αυτοβιογραφική διάσταση, όπου το προσωπικό βίωμα μετασχηματίζεται σε καλλιτεχνική έκφραση, ακολουθώντας την περίφημη νιτσεϊκή ρήση ότι «οι ποιητές είναι ξεδιάντροποι με τις εμπειρίες τους».
Κεντρικός άξονας στο έργο του είναι η καταγραφή της μετάβασης: από την αγροτική κοινωνία στην αστική πραγματικότητα, από την παιδική ηλικία στην ωριμότητα, από τη ζωή στον θάνατο. Ο Παστάκας λειτουργεί ως ένας οξυδερκής παρατηρητής, που αποτυπώνει με σπαραχτική ειλικρίνεια τις εσωτερικές και εξωτερικές μεταμορφώσεις.
Η ποιητική του γραφή χαρακτηρίζεται από μια ιδιότυπη αμεσότητα. Χρησιμοποιεί μια γλώσσα γυμνή, χωρίς περιστροφές, που αγγίζει συχνά το χυδαίο και το σωματικό. Το σεξουαλικό στοιχείο στην ποίησή του δεν είναι απλώς ερωτικό, αλλά λειτουργεί ως ένα είδος αντίστασης, μια βιολογική ορμή επιβίωσης απέναντι στον επερχόμενο θάνατο.
Τα ποιητικά του βιβλία Χαμένο Κορμί, Συσσίτιο και Ροή Ρακής συνθέτουν μια τριλογία όπου καταγράφει την ελληνική πραγματικότητα της μεταπολιτευτικής περιόδου. Αστικά τοπία, στιγμιότυπα καθημερινότητας, οικογενειακές σχέσεις, σωματικές εμπειρίες γίνονται το υλικό μιας ποίησης που αναδεικνύει το οικείο ως κάτι το εξαιρετικά πολύπλοκο και συγκινητικό. Παραπέμπουμε στα δύο πρώτα ποιήματα της συλλογής («Ένα κοτσάνι μήλου…», «Έστρωσα τραπέζι για έναν…») όπως και στο τελευταίο («Στραγάλια και ρακή…»). Διαβάζουμε χαρακτηριστικά:
«Μυρίζει ψητό της Κυριακής/ στο μπαλκόνι μου. Απλώνω / τα χέρια και βρίσκω / την κουζίνα σβηστή», «Περιφέρομαι από τραπέζι / σε τραπέζι για ένα ξεροκόμματο, / ένα κόκκαλο μπριζόλας χοιρινής / και καναδύο παϊδάκια. / Τις Κυριακές γίνομαι σκύλος» (Συσσίτιο)
Η σχέση του, επίσης, με τη μητρότητα και τον θάνατο αποτελεί ένα από τα πιο δυνατά του θέματα. Το περίφημο ποίημα «Ραψάνη» είναι μια συγκλονιστική ελεγεία στη μητέρα, όπου ο ποιητής αντλεί από προσωπικές μνήμες για να διαπλάσει μια καθολική εμπειρία οδύνης, τρυφερότητας, και αποδοχής της απώλειας. Στο έργο αυτό, οι εικόνες της καθημερινότητας αναμειγνύονται με αναμνήσεις, δημιουργώντας ένα συναίσθημα οικειότητας που όμως συνθλίβεται από την αμείλικτη πραγματικότητα του θανάτου. Γράφει ο ποιητής:
«Μια μαύρη Καβασάκι / καθηλωμένη στο πεντάλ της… / δεξιά απ’ το αριστερό χέρι / με την πεταλούδα / του τετραπλού ορού, / λίγο πιο πάνω / από τον καθετήρα.»
Συναντώντας την πρώτη εικόνα: τον θάνατο και τη μηχανική καθημερινότητα. Η μάνα γίνεται μέρος μιας παθητικής μηχανικής διαδικασίας, καθηλωμένη σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου, με την εικόνα της «Καβασάκι» να λειτουργεί μεταφορικά για την ακινησία και τη στατικότητα της ζωής που παλεύει να παραμείνει. Οι σωληνώσεις και οι ιατρικές συσκευές μετατρέπουν το σώμα σε πεδίο εξάρτησης, ενώ η λεπτομερής περιγραφή αποτυπώνει την τραγικότητα του αποχαιρετισμού.
Στην πορεία η μητέρα αποκαλύπτεται ως σύμβολο ζωής και φυσικής πληρότητας:
«Μύριζε νοτισμένη άμμο / εκείνη η σχισμή / ανάμεσα στα μπούτια της, / οσμή από καλαμιές / και ξεραμένα άχυρα… / μια φέτα πεπόνι / ανάμεσα στα μπούτια της»
Η έντονα αισθητηριακή περιγραφή συνδέει τη μητέρα με τη γη, τη φύση και τη ζωή, μέσα από τις μυρωδιές, τις γεύσεις και την υφή. Ο ποιητής μετατρέπει την προσωπική του ανάμνηση σε μια αρχέγονη εικόνα μητρότητας, όπου η μητέρα συμβολίζει τον ίδιο τον κύκλο της ζωής.
Ακολουθεί η στιγμή της απώλειας. Ο αναπόδραστος θάνατος ως φυσική αλλά ως οδυνηρή διαδικασία:
«Έτσι, / όπως φεύγουν απ’ τη ζωή / η μαμά η δικιά μας / και οι μαμάδες των άλλων, / η κάθε μια στο δικό τους κρεβάτι, / με τις πευκοβελόνες αγκαλιά, / ένα δεμάτι άχυρα στα χέρια…»
Ο θάνατος αποκτά καθολική διάσταση, περιγράφοντας τη μοίρα όλων των μανάδων. Οι εικόνες της φύσης και των καθημερινών ασχολιών συνδέουν τον θάνατο με την απλότητα της ζωής, υπογραμμίζοντας το αναπόφευκτο αλλά και τη μοναδικότητα της κάθε απώλειας.
Το ποίημα ξεδιπλώνει μια βαθιά σύνδεση του ποιητή με τη μητέρα, η οποία παρουσιάζεται όχι μόνο ως φυσική παρουσία, αλλά και ως σύμβολο μνήμης, ζωής και καθημερινότητας. Οι αναμνήσεις της οικογένειας, όπως οι μυρωδιές του φαγητού, τα καλοκαίρια στο Τσάγεζι, και οι απλές χαρές, φέρνουν στο φως τη δύναμη της μητρικής παρουσίας ως σημείο αναφοράς.
Επίσης, αποδίδεται αισθητηριακά η απώλεια, αξιοποιώντας έντονα τα αισθητηριακά στοιχεία, όπως γεύσεις, μυρωδιές, και εικόνες, για να ζωντανεύσουν οι αναμνήσεις και να καταστεί ο θάνατος απτός. Οι αντιθέσεις ανάμεσα στη ζωντάνια των αναμνήσεων και τη σκληρή πραγματικότητα του θανάτου υπογραμμίζουν την οδύνη της απώλειας.
Όλα καταλήγουν στον θάνατο ως συλλογική εμπειρία και στην επαναφορά της μητέρας μέσω της μνήμης. Στις τελευταίες στροφές, ο ποιητής επεκτείνει την εμπειρία του πέρα από το προσωπικό, μετατρέποντάς τη σε ένα καθολικό αφήγημα. Οι μανάδες όλων παρουσιάζονται ως πρόσωπα που ολοκληρώνουν τη ζωή τους μέσα από τις ίδιες απλές αλλά βαθιά συμβολικές κινήσεις και εμπειρίες.
Ενώ η μύγα στο τέλος του ποιήματος, που ακινητεί στη μύτη, αποτελεί σύμβολο της παρουσίας της μητέρας ακόμα και μετά τον θάνατό της. Ο ποιητής υπονοεί ότι η μνήμη της μητέρας είναι ανεξίτηλη, ζωντανή στις πιο μικρές και φαινομενικά ασήμαντες λεπτομέρειες της καθημερινότητας.
Το ποίημα «Ραψάνη», λοιπόν, σαφώς και αποδεικνύει την ικανότητα του Παστάκα να μετατρέπει το προσωπικό σε καθολικό, δημιουργώντας ένα έργο που συγκινεί, καθηλώνει και υπενθυμίζει τη διαρκή επίδραση της μητρικής παρουσίας στη ζωή και τη μνήμη μας. Έτσι, ο Παστάκας ως ποιητής μεταμορφώνει την πραγματικότητα, προσφέροντας μια νέα οπτική. Η ειρωνεία του, η λεπτή του ευαισθησία, η σωματική του λαιμαργία συνυπάρχουν σε ένα ποιητικό σύμπαν που αναδεικνύει την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης εμπειρίας.
Εξάλλου, η γενιά του ’80, στην οποία ανήκει, χαρακτηρίζεται από μια στροφή προς το προσωπικό και το βιωματικό. Ωστόσο, ο Παστάκας εκπροσωπεί αυτή την τάση με τον πιο ριζοσπαστικό τρόπο, αποδομώντας τα όρια τόσο μεταξύ του προσωπικού και του πολιτικού, όσο και μεταξύ της καθημερινότητας και της ποίησης.
Η γραφή του συνδυάζει την αυθόρμητη εξομολόγηση με μια συνειδητή αναζήτηση νοήματος μέσα από τη λεπτομέρεια. Η ποιητική του, αν και βαθιά προσωπική, κατορθώνει να συνομιλήσει με την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής, αναδεικνύοντας τις αντιφάσεις και τις δυσκολίες της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Δεν φοβάται να καταπιαστεί με τις «άβολες» πτυχές της ύπαρξης –τη φθορά του σώματος, τη μοναξιά, την αποξένωση– καταγράφοντας τη ζωή όπως ακριβώς είναι, χωρίς εξωραϊσμούς, μεταγράφοντας την συνάμα.
Η ποίησή του, στη συνεχή διαπραγμάτευση της με τη φθορά, τον χρόνο και τη σωματικότητα, δεν προσφέρει λυρικές εξάρσεις, αλλά μια σκληρή, ενίοτε χυδαία αλήθεια που όμως διαθέτει μια βαθιά ανθρωπιά. Είναι ένας ποιητής που «γράφει από ανάγκη», δίνοντας μια προσωρινή παράταση ζωής μέσα από την τέχνη του. Γράφει στο ποίημα «Γέρος» της ποιητικής συλλογής Βόμφυξ ή Tης μεταμορφώσεως (Πλαταμώνας, καλοκαίρι 2024):
Γέρασες Παστάκα. Οι δόξες πέρασαν.
Δεν μεθάς. Δεν γαμάς. Το γήρας
είναι μια οργανωμένη παύση
μια διαδικασία αποσάθρωσης.
Η ζωή κυλάει αργά κι όλα
είναι ευχάριστα. Λίγο δουλεύεις
λίγο τρως κοιμάσαι λίγο
δεν ονειρεύεσαι καθόλου.
Ο γέρος άνθρωπος υφαίνει
το κουκούλι του για χρόνια. Τυλίξου
με τις κλωστές σαν χρυσαλλίδα.
Στο χρυσό φως των τελευταίων ημερών
απομακρύνσου χορεύοντας άνοιξε
τα φτερά πέτα σαν πεταλούδα κλπ.
Ποίημα που συνιστά μια απογυμνωμένη και στοχαστική αποτύπωση της διαδικασίας του γήρατος, παρουσιάζοντας τη φθορά ως μια φυσική, αλλά και ως υπαρξιακή εμπειρία. Ο Παστάκας, προσεγγίζοντας το γήρας με μια έντονη αίσθηση αποδοχής, απογυμνώνει την πραγματικότητα από λυρικές εξάρσεις ή ωραιοποιήσεις. Στην αρχή, περιγράφει το γήρας ως μια «οργανωμένη παύση» και «διαδικασία αποσάθρωσης», όπου οι χαρές της ζωής περιορίζονται, αφήνοντας μόνο την επιβίωση. Η λιτότητα της γλώσσας υπογραμμίζει την ωμή αλήθεια της φθοράς, ενώ η απουσία ονείρων («δεν ονειρεύεσαι καθόλου») εντείνει τη συνειδητοποίηση της σταδιακής απόσυρσης από τη ζωή.
Ωστόσο, το ποίημα δεν σταματά σε μια απλή καταγραφή της παρακμής. Στο τέλος, μεταβαίνει από την εικόνα της αποσύνθεσης σε μια συμβολική αναγέννηση. Το «κουκούλι» και η «χρυσαλλίδα» λειτουργούν ως μεταφορές που αποδίδουν το γήρας όχι μόνο ως τέλος, αλλά και ως προετοιμασία για μια μεταμόρφωση. Η προτροπή «άνοιξε τα φτερά, πέτα σαν πεταλούδα» εμπεριέχει μια αίσθηση λύτρωσης και αποδοχής του κύκλου της ζωής. Το φως των «τελευταίων ημερών» δεν αποδίδεται ως σκοτεινό, αλλά ως χρυσό, προσφέροντας μια αίσθηση πληρότητας και συμφιλίωσης με το αναπόφευκτο. Ο Παστάκας, με την αμεσότητα και την απλότητα της γραφής του, κατορθώνει να μετατρέψει τη φθορά σε μια πράξη ύστατης δημιουργίας και νοηματοδότησης.
Ο Σωτήρης Παστάκας, συνολικά, δεν είναι απλώς ένας ποιητής της γενιάς του ’80. Είναι ένας δημιουργός που ανοίγει νέους δρόμους στην ελληνική ποίηση, προτείνοντας μια γραφή άμεση, σωματική και βαθιά ειλικρινή. Στο έργο του διακρίνει κανείς μια διαρκή προσπάθεια νοηματοδότησης του παρόντος, της ζωής όπως τη βιώνει και την παρατηρεί, με τρόπο που στοχεύει και αγγίζει το διαχρονικό.
Θεσσαλονίκη, Δεκέμβριος 2024