Γράφει ο Γιάννης Στρούμπας
Η ποίηση στον έβδομο
Υπηρετώντας την ποίηση από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο Σωτήρης Παστάκας έχει μετέλθει μια ποικιλία ποιητικών μορφών για να διακινήσει τις συλλήψεις του. Από τα σύντομα ποιήματα των ακαριαίων διαπιστώσεων μέχρι τα ποιήματα-ποταμούς και τις ημερολογιακές καταγραφές, ένας χείμαρρος ψυχογραφικός ξεχύνεται, θυμοσοφικός, δηκτικός, σαρκαστικός, ακόμη και αυτοσαρκαστικός, διερευνώντας στάσεις και διαλογιζόμενος πάνω στα ανθρώπινα. Προσδίδει με τον τρόπο αυτό στην ποίηση του δημιουργού του τον πλέον αντιπροσωπευτικό της χαρακτήρα, τον υπαρξιακό.
Η υπαρξιακή ποίηση του Παστάκα εισχωρεί στα εσωτερικά τοπία των ηρώων του μα και του ίδιου του ποιητικού υποκειμένου, περιπλανώμενη στον περίκλειστο ανθρώπινο ψυχισμό. Τα εσωτερικά τέρατα του ποιητικού αφηγητή εκκινούν από τα παιδικά του τραύματα και συναντούν «Αναμνήσεις μισοχαμένου κλέους», επίσης τραυματικού. Ο αφηγητής του Παστάκα, όταν δεν εξομολογείται τους φόβους του που προβάλλονται στο σκοτεινό δωμάτιο, επιχειρεί γελώντας (ποίημα «Ο άνθρωπος που γελούσε») να προσπεράσει το εσωτερικό κενό. Ο σπαταλημένος ήρωας μεταχειρίζεται τον χαρακτηρισμό «χαμένο κορμί», επαναφέροντάς τον, μάλιστα, στην εξέλιξη της πορείας του, για να καταδείξει ότι η εξέλιξη αυτή είναι μόνο χρονική και δεν μεταβάλλει διόλου το προσωπικό του αίσθημα της αχρηστίας. Τα κορμιά παραμένουν κινούμενες σκιές, που απέχουν πόρρω απ’ το να μεταποιηθούν σε ζωή: «χιλιάδες χιλιόμετρα/ μακριά από το εσωτερικό τους τοπίο». Γι’ αυτό και ο άνθρωπος χάνεται ομιχλώδης, με σκηνικό μάλιστα το τοπίο της ιδιαίτερης πατρίδας: «γιατί η ακριβής μετάφραση/ της λέξης saudade, στα ελληνικά/ είναι ο άνθρωπος που χάνεται/ από τον Σιδηροδρομικό Σταθμό της Λάρισας,/ μέσα στον Κάμπο,/ μέσα στην πρωινή ομίχλη». Ανάλωση κι εσωστρέφεια στέκουν στα δύο άκρα της ίδιας διαδρομής, επικοινωνώντας μεταξύ τους.
Η ενδοσκόπηση δεν αρκεί για να υπερκεραστούν η μελαγχολία και το υπαρξιακό αδιέξοδο. Αντιθέτως, ο ήρωας εκπέμπει διαρκώς την ψυχολογία του «ψοφιμιού»: «το ψοφίμι στον έβδομο» απειλείται από γύπες κυριολεκτικούς και μεταφορικούς. Ο έρωτας όχι μόνο δεν δίνει λύση αλλά επιτείνει τα αδιέξοδα. Η «Φωτογραφία γάμου» καταλήγει σε μνημόσυνο για τους δύο συζύγους: «ποιος απ’ τους δυο μας/ ο νεκρός και ποιος ο φωτογράφος». Το ερώτημα «Μ’ αγαπάτε;» κρύβει διαρκώς την ίδια απόγνωση, που μεγεθύνεται στην πρόθεση να μαδηθεί όχι απλώς κάποια μαργαρίτα αλλά ολόκληρος κήπος: «τον ίδιο/ τον κήπο μου ξερίζωνα,/ για να σας τον χαρίσω». Το αναποτελεσματικό ξερίζωμα, παρά τη θυσία που εμπεριέχει, αποφέρει μονάχα συντριβή. Η ίδια θυσία εντοπίζεται και στην αναζήτηση του εαυτού, μέσα από μια διαδικασία απογύμνωσης, η οποία διέρχεται από την απόρριψη του καθωσπρεπισμού και κάθε ψεύτικου «ενδύματος», όμως και πάλι η απογύμνωση, υλική και ψυχική, παρά την αποτίναξη όλων των συμβατικοτήτων, είναι οδυνηρή κι αμφίβολου αποτελέσματος: «Για να φτάσω εδώ ψηλά/ που έφτασα, έπρεπε να πετάξω/ το σακάκι μου στον πρώτο/ τη σαμσονάιτ από τον δεύτερο/ τη γραβάτα μου από τον τρίτο/ τις καταθέσεις μου στον τέταρτο/ την ταυτότητά μου στον πέμπτο/ στον έκτο να ξεπλύνω την αγάπη σου/ από πάνω μου, για να μπορέσω/ να βρω τον εαυτό μου/ στον έβδομο γυμνό».
Η αδυναμία ενσωμάτωσης οδηγεί σε τάσεις «αναχώρησης», αποχώρησης προς τον θάνατο. Ο «Ύποπτος φυγής» απλώς εξέρχεται από το σώμα, κι αφήνει πίσω του το ποτήρι του γεμάτο, τα τσιγάρα, την τηλεόραση ανοιχτή, δίχως καν να χαιρετήσει. Η αναζήτηση του «τοπίου της ψυχής» (ποίημα «Tickets to Italy»), παρά την εκκίνηση στην εθνική οδό, που δεν συνάδει με την παραίτηση, καταλήγει επίσης στον θάνατο. Πρόκειται για στάση απορρέουσα από τη ματαίωση, κι ας προσποιείται την πλήρωση: «Δεν έχω παράπονο./ Μια χαρά τα πήγα/ στη ζωή μου: κατάφερα/ να αποκτήσω ρετιρέ./ Να κλάψω επιτέλους/ με θέα τον Παρθενώνα»· για στάση απορρέουσα από την αβάσταχτη, πικρή μοναξιά: «Μετρώ τα λάικ/ στο φέισμπουκ./ Με 4.798 φίλους/ μόνος μου να τρώω/ κάθε βράδυ». Με το αίσθημα του «εσαεί εκτός τόπου και χρόνου», ο ποιητικός ήρωας επιχειρεί να διασκεδάσει την καταβαράθρωσή του άλλοτε με αυτοσαρκασμό («Ενσωματωμένος επιτέλους στον διάλογο,/ χωρίς να είμαι ο απανταχού παρείσακτος,/ ο εσαεί εκτός τόπου και χρόνου») κι άλλοτε με αντεπίθεση στον νεκρωμένο, σάπιο κόσμο ακατανοησίας που τον περιβάλλει («Τώρα που η μπόχα σας/ κατέλαβε τον ουρανό/ χαμπάρι δεν θα πάρετε/ πως άρχισα να γίνομαι ψοφίμι»). Ακόμη κι έτσι, ωστόσο, η δηκτικότητα απέναντι στην κοινωνική κακοσύνη δεν την αναιρεί.
Η ποίηση αποτελεί ίσως μια καταφυγή για τον ποιητικό ήρωα του Παστάκα, αν και στο καρυωτακικό αυτό καταφύγιο ενδέχεται και πάλι να καραδοκεί η ψυχική φθορά. Γιατί τα ποιήματα είναι μεν «μικρά αντίδωρα της Θείας Ευχαριστίας» που τα ανταλλάσσουν μεταξύ τους «Οι εκκλησιαζόμενοι» (ομότιτλο ποίημα), δηλαδή οι ποιητές, είναι όμως κι ο τόπος όπου, παράλληλα με τους ανθρακωρύχους ποιητές που εξορύσσουν τον ορυκτό πλούτο των λέξεων, κυκλοφορούν η χρεοκοπία και η φθορά (χρεοκοπημένα εστιατόρια με ξηλωμένες επιγραφές). Γι’ αυτό και «Ο περίπατος του ποιητή» (ομότιτλο ποίημα) συναντά πλάι-πλάι «Συκοφάντη και διαβαλλόμενο» και καταλήγει σε ανασφαλείς μετεωρισμούς («όπως κατάντησα να μετεωρίζομαι/ ηλικιωμένος πια ποιητής στην Αθήνα»). Το εξομολογητικό ύφος του Παστάκα είναι ο κατεξοχήν φορέας της ανασφάλειας, καθώς ο κουβεντιαστός και οικείος τόνος, με τη θυμοσοφία και την παιγνιώδη του διάθεση, αποτελεί απόπειρα υπέρβασης των προσωπικών κενών. Ο ήρωας δίνει εξετάσεις στον εαυτό του μέσα από το μοίρασμα των δεδομένων του. Εκουσίως τοποθετείται σε ψυχιατρικό ανάκλιντρο και συζητά ή καταγράφει ημερολογιακά. Η προσπάθεια ωστόσο να ελέγξει την κατάσταση φανερώνει από τις ρωγμές της όλες τις επισφάλειες.
Στην παρακμή, λοιπόν, των συναντήσεων που μοιάζουν με «συσσίτιο φιλόπτωχου ταμείου/ παρά μ’ εκείνες του Συμποσίου», ο Παστάκας αντιπαραβάλλει τη σκωπτική του διάθεση. Ο ποιητικός ήρωας ανάγει εαυτόν σε μικρό θεούλη, «αδιαίρετο», «ασυλλάβιστο», «άχρονο», «αειπάρθενο», «ακύκλωτο», «ασώπαστο», που αντιστέκεται στον χρόνο: «έφτασα στους Αέρηδες/ να πιω το καφεδάκι μου/ να σας πω τον καιρό/ σε χρόνο ενεστώτα.// Άχρονος». Και, ασφαλώς, δεν έχει γεννηθεί ακόμα εκείνος που θα τον υπερκεράσει («Ο δεν γεννήθηκε ακόμα»). Η παράλληλη αυτοϋπονόμευσή του, ωστόσο, με ιδιότητες φθαρτές, διασκεδάζει συνάμα τόσο τις προσωπικές αδυναμίες όσο κι εκείνες του περίγυρου. Γι’ αυτό και η κορυφαία κατάκτηση στην ερωτική τέχνη δεν είναι παρά η ύψιστη κατάρτιση που διακρίνεται σε επαγγελματίες πόρνες: «Φοβάμαι πως πολύ σύντομα/ θα κατακτήσεις το υψηλό επίπεδο ερωτικής/ τέχνης, που ενίοτε επιτυγχάνουν// μόνον οι γυναίκες που δεν αγαπήσανε ποτέ».
Το παίγνιο, συνοδευμένο από το χιούμορ και την ειρωνεία του ποιητή, είναι βασικό αντίδοτο στις υπαρξιακές αβεβαιότητες. Τα αποδημητικά πουλιά μετατρέπονται σε «αποδημητικά φυτά», καθώς συγκεκριμένα φυτά του προσωπικού βίου εμφανίζονται σε ξένα μπαλκόνια, φέρνοντας στον νου τα φυτά που είχε στο μπαλκόνι ο παλιός δεσμός. Η ανάμνηση όμως συνοδεύεται κι από τα τραύματα του έρωτα αυτού, οδηγώντας στην ευχή η «συγκατοίκηση» σ’ ένα «εξαίσιο ρετιρέ» του άλλου κόσμου να είναι απαλλαγμένη από κάθε τραύμα. Άλλοτε το παίγνιο είναι και μια άσκηση παρηχήσεων: «Ω! Σκάροι στη σκάρα!/ Τους έτρωγε ο Σκαρίμπας/ που ’χε γερό σκαρί/ και οι οχθροί του σκάγαν!». Το λογοπαίγνιο αξιοποιεί και δισημίες, με το χαρούμενο τέλος «χάπι εντ» να συνδιαλέγεται με το ιατρικό χάπι. Το θουκυδίδειο γνωμικό «ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος» (ο ιστορικός το αποδίδει στον Περικλή) μεταλλάσσεται σε «ανδρών επιφανών πάσα Αφροδίτη,/ Πάφος», για να συνδέσει, πέρα από την ανατατική του έκπληξη, την πατρίδα κάθε άντρα με μια μοιραία Αφροδίτη, Κύπριδα, που εύλογα αντικαθιστά τον τάφο με την κυπριακή πόλη Πάφο, συνδέοντάς τα όμως και μεταξύ τους και καθιστώντας τον έρωτα θανατερό. Μα όσο κι αν είναι θανατερός, ο έρωτας είναι και καυτός, εκπέμπει και τη θαλπωρή του: «Μουνί μαγκάλι./ Έτσι να βγάλουμε/ κι αυτόν τον Χειμώνα./ Αγκαλιά μ’ ένα κορμάκι/ και μια κουβέρτα». Κι ο Παστάκας εκπέμπει ταυτόχρονα το θυμοσοφικό και χιουμοριστικό του σχόλιο. Η ίδια χιουμοριστική θυμοσοφία εκτείνεται αλλού σε ειρωνεία, με το κυνικό σχόλιο να υπαινίσσεται πολιτικές τραγωδίες: «Με τα σημερινά/ κονσερβοκούτια/ δεν μπορείς/ να σφάξεις κανέναν».
Ο ποιητής προβαίνει, βέβαια, και στη διατύπωση εντελώς προσωπικών του αποφθεγμάτων, ενσωματώνοντάς τα στην ποικιλία των ποιητικών του τρόπων. «Ο πόνος αρχίζει όταν ξεχνάμε/ την πληγή»· «Μόνον όποιος αγάπησε πολύ,/ μπορεί να αγαπήσει πάλι»· και «Γιατί, κάθε ταξίδι είναι μια επιστροφή/ μέσα στα όνειρα των άλλων». Τον στοχασμό υπηρετούν και οι αντιστροφές με τις πολυσημίες: «Γιατί η Αγάπη από κύριο όνομα/ καταλήγει αφηρημένο ουσιαστικό;». Η δύναμη της φαντασίας προκαλεί και μετατοπίσεις: «να λέγεται Τίβερης/ το μεγάλο ποτάμι που φαίνεται ψηλά,// απ’ τον Λυκαβηττό». Ο Παστάκας μετατοπίζεται επίσης διαρκώς από την κυριολεξία στη μεταφορά και το αντίστροφο. Οι μεταφορικές δάφνες που αποδίδουν τιμές εκβάλλουν στις κυριολεκτικές της μαγειρικής και της φακής. Έτσι, το ένδοξο κι επικό διολισθαίνει σε καθημερινό κι απλοϊκό, με την ειρωνεία να δηλώνει συνεχώς παρούσα. Παράλληλα, η εμβληματική μεταφορά μεταπίπτει σ’ έναν ισοπεδωτικό ρεαλισμό, που κατακρημνίζει την όποια ρομαντική διάθεση, απογειώνοντας –μάλιστα «στον έβδομο»!– την έκπληξη: «Η σκέψη κατοικεί/ στην κατάθλιψη/ κι η ποίηση ενίοτε/ στον έβδομο».
Μετεωριζόμενος ανάμεσα στο τραύμα και τη διακωμώδησή του, ανάμεσα στην απελπισία και την αντίσταση σ’ αυτήν («Δεν παραδόθηκα ποτέ/ στην απελπισία!»), ο Παστάκας εμπιστεύεται τα συναισθήματα των ηρώων του στους αναγνώστες του είτε σαν μελαγχολία είτε σαν πανηγυρικό, λαμπερό επιφώνημα («Ω! Σήραγγα της αγάπης!»), για να συναντήσει ταυτόχρονα τόσο το επιφώνημα του Πολ Βαλερί («Η ποίηση είναι ανάπτυξη ενός επιφωνήματος») όσο και το στίλβον ποδήλατο του Ανδρέα Εμπειρίκου («Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου»). Παράλληλα, με παιγνιώδη διάθεση καθίσταται μια σωκρατική αλογόμυγα που, μέσω των προσωπικών τάχα εξομολογήσεων, κεντρίζει συνειδήσεις, υπονομεύοντας μα και αυτοϋπονομευόμενος, στη δική του ιδανική πολιτεία, που ’ναι πάντα ωστόσο και ουτοπική: «Έπρεπε να αποδεχθείς/ την εξορία σου, Σωκράτη./ Θα είχα κι εγώ παρεΐτσα,/ θα σκάγαμε στα γέλια/ με τα καμώματα των Αθηναίων,/ θα φτιάχναμε μια νέα πολιτεία/ στην τρυφηλή πλανεύτρα Λάρισα». Έτσι, ακολουθώντας τα χνάρια του Τάκη Σινόπουλου που «έρχεται συνεχώς από τον Πύργο», ο ίδιος γίνεται ο ποιητής «που έρχεται/ –συνεχώς από τη Λάρισα–». Μόνο που «έρχεται» «Αμετακίνητος»· με μια ποίηση που κλείνει συνεχώς το μάτι προκαλώντας.