Γράφει η Βάλη Σκρεμμύδα
Μια αινιγματική συγγραφέας
Ένα εύλογο ερώτημα θα ήταν ήταν για ποιους λόγους το μυθιστόρημα της Ferrante αντιμετωπίζεται σαν ένα αμφιλεγόμενο αφηγηματικό είδος, τη στιγμή μάλιστα που είναι ευρέως αναγνωρισμένο σε παγκόσμιο επίπεδο και συναρπάζει το αναγνωστικό κοινό. Η άποψή μου επί του θέματος ήταν ότι κάθε ανάγνωσμα έχει τον δικό του χαρακτήρα και ο κάθε μυθιστοριογράφος, ανάλογα με τα βιώματά του, αποτυπώνει την πραγματικότητα με τη δική του τεχνική. Το καινοτόμο όμως στοιχείο στην περίπτωση της Ferrante είναι ότι η εξέταση του φαινομένου της βίας γίνεται αρχικά μέσα από τη γυναικεία οπτική, με άξονα τη ναπολετάνικη κοινωνία και τις σχέσεις των προσώπων με τις δολοφονίες και την κακοποίηση. Η συγγραφέας διεισδύει στον κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος, ενώ παράλληλα με τη μελέτη της θέτει τις προυποθέσεις για την εξέλιξη στον τρόπο σκέψης και εξέτασης του φαινομένου της εγκληματικότητας.
Το μυθιστόρημα της Τετραλογίας αποτελεί ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα της εξέλιξης του άλλοτε παραδοσιακού αστυνομικού μυθιστόρήματος, καθώς ξεφεύγει από τα στερεότυπα, αφενός συμβαδίζοντας με τα προβλήματα της σύγχρονης εποχής και αφετέρου προσαρμοζόμενο στις ανάγκες της και στη σύγχρονη πραγματικότητα. Παράλληλα, παρατηρείται έντονα μια ωρίμανση ως προς τη σκέψη, τις θεματικές των μυθιστοριών, τον σκοπό, την κατεύθυνση και φυσικά τη θεώρηση των ηθικών και φιλοσοφικών ζητημάτων, με αποτέλεσμα να ανταποκρίνεται το σύγχρονο αυτό είδος στις εκάστοτε συνθήκες, έχοντας πάντοτε ως μέλημα την ευαισθητοποίηση των αναγνωστών. Επομένως, εμπεριέχει τη συνειδητότητα των συγγραφέων. Με γνώμονα τη Ferrante, η οποία αποτέλεσε παράδειγμα για πολλούς εκπροσώπους της κοινωνικής μυθιστορίας με αστυνομική πλοκή στην ευρωπαϊκή σκηνή, θα γίνει μια προσπάθεια να διαπιστώσει ο αναγνώστης για ποιους λόγους το έργο και έργα παρόμοια θα ήταν σημαντικό να γίνονται αντικείμενο μελέτης και προβληματισμού, εφόσον ανοίγουν τον δρόμο προς τη θεματική διεύρυνση και απενοχοποίηση της συγγραφής με επαναστατικό ύφος και χαρακτήρα, παρά το γεγονός ότι αποπροσανατολίζουν τον αναγνώστη εξαιτίας του προκλητικού τους περιεχομένου και του αισθηματικού τους χαρακτήρα, ενώ θα έπρεπε να εστιάζουν στον τρόπο με τον οποίο απεικονίζεται το έγκλημα στην κοινωνία της Νάπολης. Ο τρόπος με τον οποίο μια γυναίκα ερμηνεύει το φαινόμενο της βίας, προσεγγίζοντάς το με απεριόριστο συναίσθημα και ευαισθησία απέναντι στο γυναικείο φύλο, καθώς και η απενοχοποιημένη έκφραση του συναισθήματος και των ιδεολογιών δίνουν το έναυσμα στον αναγνώστη να μελετήσει σε βάθος την ψυχοκοινωνική συμπεριφορά του δράστη σε σχέση με το φαινόμενο του εγκλήματος, έχοντας πάντοτε ως αφετηρία τους πρωταγωνιστές και τη σχέση.
Εισάγοντας τον αναγνώστη στον «τόπο» του συναισθήματος, επιλογή στην οποία οφείλεται η πραγματική πρωτοτυπία της μελέτης της συγγραφέως, εφόσον αποτελεί και αυτή με τη σειρά της μαρτυρία για τη βίαιη πραγματικότητα που επισκιάζει τη γενέτειρά της. Σ’ αυτό το σημείο παρατηρείται μια αναλογία με την πρωταγωνίστρια του έργου της Τετραλογίας, ενώ είναι γεγονός ότι υπάρχει πράγματι σχέση ταύτισης[1] ανάμεσα στη συγγραφέα και την πρωταγωνίστρια.
Στην προηγούμενη έρευνά μου αποδείχθηκε ότι τα όρια μεταξύ fiction[2] και πραγματικότητας είναι πολύ λεπτά, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν υπάρχει το στοιχείο της αυτοβιογραφίας, όπως στην περίπτωση του Saviano. Σύμφωνα λοιπόν με αυτό το σκεπτικό, η πρόθεση της συγγραφέως θα μπορούσε να ήταν η παρατήρηση του φαινομένου της βίας από απόσταση, με τη διαφορά ότι, προκειμένου να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα για την κοινωνική και πολιτική βία, επιμερίζει την κοινωνικοπολιτική κατάσταση στη Νάπολη, παρότι ο σκοπός θα ήταν να αμβλύνει σταδιακά τα όρια της σκέψης της καθώς και του αναγνώστη, ενώ από την άλλη πλευρά, χρησιμοποιώντας το είδωλό της, την Elena, θα μετέφερε την ιδιότητα του detective μεταφορικά πάντοτε σε ένα πλασματικό πρόσωπο πέρα από εκείνη, το οποίο θα αναλάμβανε να ερευνήσει τις υποθέσεις εγκλήματος και την εμπλοκή των ηρώων του μυθιστορήματος σε αυτές. Έτσι, με αυτόν τον τρόπο, η συγγραφέας θα έθετε κάποια νοητά όρια, ώστε να συνυπάρξουν η πραγματικότητα και το στοιχείο της φαντασίας. Αυτή η υποτιθέμενη απόσταση που θα δημιουργούνταν όμως ανάμεσα στη συγγραφέα και τον αναγνώστη εξαιτίας της ύπαρξης ενός τρίτου προσώπου, που θα αναλάμβανε τον ρόλο του io narrante –του εγώ που διηγούμαι–, θα έπρεπε να αντικατασταθεί ή να εξισορροπηθεί από την επίκληση στο συναίσθημα, πράγμα το οποίο αναμφισβήτητα θα αναπλήρωνε αυτό το κενό και θα δημιουργούσε στον αναγνώστη μια αίσθηση ασφάλειας και εγγύτητας, παρόλο που δεν είναι σε θέση να γνωρίζει την ταυτότητα της συγγραφέως. Αυτή η αφηγηματική τεχνική της συγγραφέως να εμβαθύνει στον συναισθηματικό κόσμο των τραγικών προσώπων ευνοεί τη σχέση πιστότητας ανάμεσα στον πομπό και τον δέκτη.
Μια άλλη παράμετρος, στην οποία οφείλεται η ιδιαιτερότητα του έργου της Τετραλογίας είναι ότι πέραν των άλλων έχει επίκαιρο και διαχρονικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι, παρότι εξετάζει τη βία ενάντια στο γυναικείο φύλο από τη δεκαετία του ’50 και εξής, στο πέρασμα των ετών θίγει ένα ζήτημα με σύγχρονο χαρακτήρα, το οποίο η Ελλάδα γνωρίζει τα τελευταία έτη. Επομένως, η συγγραφέας γίνεται προάγγελος των καταστάσεων.
. Στην εισαγωγή του έργου ο αναγνώστης, μέσα από τη σύγκριση που πραγματοποιείται ανάμεσα στην σε ώριμη πια ηλικία πρωταγωνίστρια και συγγραφέα και τη Lila, που στην πραγματικότητα είναι ανταγωνίστρια, αντιλαμβάνεται, προχωρώντας σε μια βαθύτερη ανασκόπηση της περιγραφόμενης εικόνας, το αντίκτυπο της βίαιης και κακοποιητικής συμπεριφοράς. Δεν είναι τυχαία ως εκ τούτου η περιγραφή της αλλαγής του σώματος, εφόσον έχει ιδιαίτερη σημασία να εμβαθύνει κανείς στην εικόνα φθοράς και να μην το εξετάσει μόνο ως φυσική συνέπεια του γήρατος, καθώς αυτή η εικόνα θα έχει άμεση σχέση με τα περιγραφόμενα από τη συγγραφέα, όπως σχολιάζει η Isabella Pinto:
Ως απόδειξη των προαναφερθέντων θα είχε σημασία να παρατηρήσει κανείς την έντονη αντίδραση της πρωταγωνίστριας σχετικά με την επιμονή της συγγραφέως να ανασύρει οδυνηρές μνήμες και να περιγράφει τα αιματηρά γεγονότα, όπως την εξαφάνιση της κόρης της και τη δολοφονία της κακοποιημένης Gigliola από τον μαφιόζο. Σύμφωνα με την Tiziana de Rogatis[3] υπάρχει ένας dualismo –δυισμός– σε αυτά τα περιστατικά σωματικής βίας.
Αναλογιζόμενη αυτή την ερμηνεία οδηγούμαι ενδόμυχα και ασυναίσθητα σε μια σύγκριση ανάμεσα στον τρόπο εξέτασης του φαινομένου της βίας στα μυθιστορήματα της Ferrante και της Σώτης Τριανταφύλλου κι αυτό γιατί υπάρχει μια τάση από τους εκπροσώπους της κοινωνικής μυθιστορίας, η οποία με απασχόλησε ως ερευνήτρια και στην προηγούμενη έρευνα, να εξετάζεται δηλαδή η οποιαδήποτε έκφραση βίαιου συναισθήματος από την πλευρά του θύτη –carnefice–καθώς και του θύματος –della vittima. Μάλιστα, η έρευνα επικεντρώνεται περισσότερο στην ψυχοσύνθεση του δράστη, όπως άλλωστε γίνεται εμφανές και στην Τετραλογία. Αυτό βέβαια προέρχεται από τη θεώρηση του George Simenon και αναπαράγεται ως λογική[4]. Αλλά μια άποψη, που διατυπώθηκε και στο ανάλογο κεφάλαιο που αφιερώθηκε στο Σικελικό ειδύλλιο[5], είναι η αντιστροφή των ρόλων· αν για παράδειγμα υποτεθεί ότι η γυναίκα φέρει ευθύνη για αυτή τη συμπεριφορά και ωθεί τον δράστη με την προκλητικότητά της σε ακραία και παραβατική συμπεριφορά ή αν θεωρηθεί ότι η γυναίκα θα ήταν ικανή να διαπράξει φόνο για να υπερασπιστεί την τιμή της, να απαλλαγεί από τη βία και να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της, θα εξισωθεί με την ανδροκρατούμενη κοινωνία. Άρα, καταλήγουμε στη λογική του hardboiled. Μια εικόνα που έρχεται στο μυαλό μου είναι φυσικά η σκηνή της αποπλάνησης του Donato Sarratore, ένα επεισόδιο στο οποίο πάντοτε η πρωταγωνίστρια κάνει αναφορά, με στόχο να πραγματοποιηθούν εμμέσως οι απαραίτητες συγκρίσεις σε σχέση με τα περιστατικά βίας που έχουν πράγματι θύμα τις γυναίκες, όπως στην περίπτωση της επίθεσης που δέχεται η Silvia.
Σύμφωνα με την άποψη της Isabella Pinto[6], οι πρωταγωνιστές βιώνουν μια σειρά από εσωτερικές αλλαγές με την πάροδο των ετών, οι οποίες οφείλονται στο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο και στα στάδια μετάβασης της κοινωνίας. Στην περίπτωση όμως των δύο βασικών πρωταγωνιστριών, αν παρατηρήσει κανείς με προσοχή τη διάσταση στις απόψεις τους και τη σχέση τους με την πολιτική και με τα όσα συμβαίνουν στον κόσμο το 1968-1976, θα αντιληφθεί ότι εντοπίζονται μεγάλες διαφορές ως προς την οπτική τους και τη μέθοδο αξιολόγησης των ιστορικών γεγονότων
[2] Σύμφωνα με τη συγγραφέα, η μυθοπλασία, αν είναι σωστά επεξεργασμένη ως προς τη δομή και το περιεχόμενό της, εμπεριέχει μεγάλο μέρος της αλήθειας, πόσο μάλλον όταν ανταποκρίνεται σε αυτοβιογραφικά στοιχεία.
[3] Tiziana Rogatis, Elena Ferrante. Parole chiave. Εdizioni e/o, Napoli 2018.
[4] Leonardo Sciascia, Il metodo di Maigret e altri scritti sul giallo, a cura di Paolo Squilllacioti, 3ª ediz. Adelphi (Piccola Biblioteca Adelphi, 715), Milano 2018.
[5] Σώτη Τριανταφύλλου, Σικελικό ειδύλλιο. Πατάκης, Αθήνα 2021.
[6] Isabella Pinto, Elena Ferrante poetiche e politiche della soggettività, passim.