Scroll Top

Φωτεινή Βασιλοπούλου | Το δώρο

Υπεύθυνη στήλης | Ηρώ Νικοπούλου

Η στήλη αυτή ασχολείται αποκλειστικά με το μικρό διήγημα, που τις τελευταίες τρεις τουλάχιστον δεκαετίες έχει αγαπηθεί για την αμεσότητα και την σπιρτάδα του, ανταποκρίνεται στους ρυθμούς της ψηφιακής εποχής και έχει αναδειχθεί ως νέο λογοτεχνικό είδος. Αποτελεί αντικείμενο μελέτης και θεωρητικής προσέγγισης πολλών Διεθνών Συνεδρίων. Μικρό διήγημα, μικροδιήγημα, μικροαφήγημα, ιστορία μπονζάι, flash fiction, short story, minicuento, nanocuento κ.ά ορίζουν τον τρόπο και τον στόχο της μικρής σε αριθμό λέξεων μυθοπλαστικής φόρμας, που χαρακτηρίζεται από πλοκή και χαρακτήρες, από υπαινικτικότητα και αφαίρεση, συχνά έχει ανοιχτό τέλος και πάντοτε ζητά την ενεργή συμμετοχή του αναγνώστη, που καλείται να συμπληρώσει την πλοκή, όπως φαίνεται καθαρά στην πιο γνωστή σύντομη ιστορία του 20ου αιώνα, που αποδίδεται στον Χέμινγουέι: «Προς πώληση: βρεφικά παπούτσια εντελώς αφόρετα».

Η στήλη θα φιλοξενεί κάθε μήνα ένα συγγραφέα με τρία αδημοσίευτα διηγήματά του, το αφιέρωμα θα ολοκληρώνεται με μία συνέντευξή του την τέταρτη εβδομάδα.

Το δώρο

Ήμουν σαράντα οχτώ, παγιδευμένη σ’ ένα κορμί που ετοιμαζόταν να βουτήξει, με μια ξαφνική κατακόρυφη λούπα, στα παγωμένα νερά της μέσης ηλικίας, μετά από δυο πληγωμένους γάμους. Δεν ξέρω γιατί λένε αποτυχημένος γάμος. Τι είναι ο γάμος να αποτύχει; Κέικ που δε φούσκωσε, κουραμπιέδες που άπλωσε η ζύμη τους και κάλυψε κάθε παραπονεμένο κενό του ταψιού; Ο πρώτος ήταν πολύ πληγωμένος. Μου τον έδωσαν χωρίς σχεδόν να τον γνωρίσω. Ήμουν δεκάξι, ήταν τριάντα πέντε. Καλός άνθρωπος, αλλά σαν πατέρας μου. Ήμουν δυστυχισμένη μαζί του. Ίσως κι αυτός μαζί μου. Δεν ήμουν τρυφερή. Νευρική σχεδόν απ’ το πρωί ως τ’ άλλο πρωί. Η θλίψη με πότιζε ως τα κόκαλα. Άντεξα εφτά χρόνια. Είπα στους δικούς μου, αν δεν πάρω διαζύγιο, θα φαρμακωθώ. Φαρμάκι. Διαζύγιο. Τι βαριές λέξεις! Αφού τις ζύγισαν, βρήκαν το φαρμάκι βαρύτερο, αλλά να μην ξαναγυρίσω στο χωριό. Δε με σήκωνε το κλίμα. Πούλησαν ένα χτηματάκι και μ’ έστειλαν σε μια θεια μου στη Γερμανία. Η γη είναι ένα κομμάτι αγάπης από τους γονείς μας. Γι’ αυτό τους συγχώρεσα.

Ξαναπαντρεύτηκα στα είκοσι πέντε. Ο άντρας μου ήταν φορτηγατζής. Αγαπηθήκαμε. Στην αρχή, έκανα ταξίδια μαζί του. Αποχτήσαμε τρία παιδιά. Τον έχασα στα πέντε χρόνια. Το φορτηγό κουβαλούσε εύφλεκτο φορτίο, πήρε φωτιά η μηχανή στον αυτοκινητόδρομο και δεν έμεινε τίποτα. Κάηκε φορτηγό, φορτίο, οδηγός. Κάηκα κι εγώ.

Όταν μου το ’παν, νόμισαν πως λιποθύμησα, μα εγώ ξέρω πως πέθανα κι εκείνος με γύρισε πίσω για τα παιδιά. Μωρά παιδιά και ποτέ δεν ξεπέρασαν τον χαμό του πατέρα τους. Ούτε κι εγώ. Δεν είχα όρεξη για τίποτα. Με πήρε η κάτω βόλτα, μα έκανα τρομερές προσπάθειες να σταθώ στα πόδια μου, μονάχα για χάρη των παιδιών.

Γυρίσαμε στην Ελλάδα κι άρχισαν να βγαίνουν μια-μια οι αρρώστιες. Στο πρώτο παιδί λύκος. Στο δεύτερο επιλεκτική αφωνία. Μια μέρα είδα κάτι που δε μ’ άρεσε στο πόδι μου. Ένα μελανό αστέρι που άπλωνε τις ακτίνες του προς όλες τις κατευθύνσεις της γάμπας. Μα καθώς ήμουν βυθισμένη ως τα μπούνια στη θλίψη, δεν έδωσα σημασία. Μέχρι που συνάντησα στην πολυκατοικία την αδελφή του γείτονά μου. Γιατροί κι οι δύο. Εκείνος οδοντίατρος, εκείνη δερματολόγος. Τυχαία έπεσε το μάτι της στο αστέρι. «Έλα αύριο πρωί-πρωί να σε δω», μου είπε. Δεν πήγα. Τ’ απόγευμα μου χτύπησε ο γείτονας. «Αύριο να πας στου Συγγρού. Εφημερεύει. Η αδερφή μου μίλησε με τον διευθυντή». Εγώ αρνιόμουν. Με πήρε σηκωτή.

«Κατεπείγον», είπαν, «αύριο πρωί-πρωί επέμβαση. Δεν ξέρουμε, αν είστε τυχερή. Αν έχει μολυνθεί το αίμα, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Και μια ώρα καθυστέρησης είναι κρίσιμη». Δυόμιση ώρες. Φτάσανε ως το κόκαλο. Στ’ αλήθεια, ως το κόκαλο. Για βδομάδες πονούσα φρικτά. Ζούσα μόνο με ισχυρά αναλγητικά. Μετά ακτινοβολίες. Κάθε μήνα εξετάσεις. Ύστερα κάθε δυο, κάθε τρεις. «Ήσουν τυχερή», μου είπαν, «συνήθως, οι οχτώ στους δέκα τελειώνουν μέσα στο δίμηνο».

Μετά στο στήθος. Ευτυχώς δεν ήταν μετάσταση. Το αφαίρεσα. Κατόπιν άλλες ακτινοβολίες, χημειοθεραπείες. Τους τρέλανα όλους. Γονείς, αδέλφια, παιδιά, φίλες, φίλους. Πώς βρέθηκαν τόσοι στο πλευρό μου; Ίσως αυτό να μου ’δινε δύναμη. Έχουν περάσει εφτά χρόνια από το μελάνωμα, έξι από τον καρκίνο. Τώρα είμαστε στις εξετάσεις μια φορά στο εξάμηνο. Αν όλα πάνε καλά, θα κάνω έλεγχο μια φορά τον χρόνο. Πριν τις εξετάσεις μου όλοι ξανατρελαίνονται μέχρι να βγουν τ’ αποτελέσματα. Εγώ παραμένω ψύχραιμη. Δε θα το ’λεγα ακριβώς ψύχραιμη, μάλλον ευγνώμων. Νιώθω σαν να έχω πεθάνει και η κάθε μέρα που ζω είναι ένα δώρο.

Καμία μέρα μου δεν είναι μονότονη, καμία δεν είναι χαμένη, καμία μέρα δεν είναι ίδια με την προηγούμενη. Καμία δεν είναι δεδομένη. Κάθε μέρα είναι ένα χαρισμένο δώρο. Δώρο Χριστουγέννων, δώρο για τον καινούργιο χρόνο, για τη γιορτή, τα γενέθλιά μου. Εγώ τα πήρα όλα μαζεμένα πριν από εφτά χρόνια. Όπως και την απόφαση να ζω την κάθε μου μέρα σαν να είναι η τελευταία. Δεν μπορείς να ξέρεις αν είναι η τελευταία παρά μόνον όταν και εφόσον ξυπνήσεις το επόμενο πρωί. Κι αν ξυπνήσεις, πρέπει ν’ αγκαλιάσεις το δώρο της καινούργιας μέρας, το περιτύλιγμα, τις κορδέλες του, το κάθε του λεπτό.

Βιογραφικό Φωτεινή Βασιλοπούλου

Βιογραφικό Ηρώ Νικοπούλου