Scroll Top

Ανθολόγιο Κυριακάτικης Ποίησης | της Αγγελικής Πεχλιβάνη

Υπεύθυνη στήλης: Αγγελική Πεχλιβάνη

To Ανθολόγιο Κυριακάτικης Ποίησης είναι μια στήλη ποίησης, πολύ προσωπική, που θα περιλαμβάνει ποιήματα που αγαπώ πολύ, από όλον τον κόσμο. Κάθε Κυριακή, λοιπόν, θα αναρτώνται δύο ή τρία ποιήματα, ίσως με κάποια συνάφεια, ίσως και όχι. Θέλω να πιστεύω πως αυτή η προσωπική και εν μέρει αυθαίρετη επιλογή θα έχει κάποιο ενδιαφέρον. 

Αγγελική Πεχλιβάνη  

Σήμερα 3/8/25, αναρτώνται ποιήματα νέων, πολύ νέων  ποιητών.

ΝΙΚΟΛΑΣ   ΚΟΥΤΣΟΔΟΝΤΗΣ

ΝΗΣΙΩΤΙΚΗ ΗΘΙΚΗ

Αμέριμνα νησιά. Ήταν του καραβιού η άπαρση προλάβαν το παιδί και είχε στη σχολική του τσάντα αγνώστου προορισμού εισιτήριο. Προς άλλο νησί προς την ηπειρωτική Ελλάδα –μακριά από δω– το αποκληρωμένο το που δε θα παντρευτεί δε θα προσφέρει τσιρίδες δυνατές στο σπίτι προς χαράν των παππούδων. Η μάνα καραμούζα ούρλιαζε φέρτε τον γυρίστε τον μου πίσω και να η πεθερά που θα ’χε καταγγείλει στις αρχές έστω κι ένα βιαστικό χαστούκι και να η αποθαλασσιά στων αδελφών του τα δωμάτια. Είχε πει κάλλιο στο βένθος των νερών να τον δει παρά πολλών γενιών λογιστών τ’ όνομα να λερώσει. Εκεί στη σκουριασμένη δέστρα κάθισε τον κώλο του εκεί τον βρήκε ο πατέρας χίλιες υποσχέσεις για παράβλεψη. Έλα γύρνα στα τυροπιτάκια της μαμάς. Δε θα σε κρίνω μόνο κανέναν μη μου φέρεις σπίτι και μόνος να θυμάσαι θα πεθάνεις.

ΧΑΡΙΛΑΟΣ  ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ

δικαίωμα συνάψεως γάμου

Τα
δάχτυλά

μας
αμφισβήτησαν

το
χάος.

Από
εμένα,

από
εσένα

κρατιόμαστε.

ταυτότητα

Δεν υπήρξα
ποτέ

Αντώνης,
Βασίλης,

ούτε καν
Γεράσιμος.

Από
παιδί

ήμουν
το σύμπαν

που έμενε
μόνο του

στο
διάλειμμα.

ΑΚΗΣ  ΠΑΠΑΝΤΩΝΗΣ

άχραντο μυστήριο, 2000

επέμενες
μια φορά μόνο φοριέται το νυφικό
και κάθε άνοιξη
το κατέβαζες από το πατάρι
το αέριζες, το έπλενες, το σιδέρωνες
το τύλιγες σε καινούργιο νάιλον
και το ξανάκρυβες
στο υπέργειο μνήμα του
δίπλα στο θερμοσίφωνο
και στις πλεχτές κουβέρτες της γιαγιάς˙
τις απόκριες του ’99
-ή μήπως του 2000;-
ο πρωτότοκός σου
το κατέβασε, το ξετύλιξε
έβαψε κόκκινα τα χείλη του
το φόρεσε χωρίς να ρωτήσει
και το λέρωσε με φτηνή μαυροδάφνη˙
από το οστεοφυλάκιό σου
-δραπετσώνα 1957-γαλάτσι 2019
με μπρούτζινα γράμματα-
κάθε φορά
γελάς, μάνα
όταν φέρνω να δούμε
εκείνες τις φωτογραφίες

ΕΥΑ  ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

τέκεν τρία

πως το μαλακό ανθρώπινο
κρέας|αυτό δε θέλω πια
να μου μαλάζεις|να το
θηλάζεις|να το τυλίγεις
στα βυζιά σου|να μου
μιλάς ισπανικά|κε ταλ
και τεκιέρο|

το δέχομαι

Αν το δεχτώ και|απλώσω
τα πόδια μου|ξαπλώσω
στην αγκαλιά σου αν|δώσω
δίκιο|θα με παρηγορήσεις
που γεννήθηκα λάθος;|

ΧΑΡΗΣ  ΓΑΡΟΥΝΙΑΤΗΣ

ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ

Δεν είναι Λονδίνο εδώ, να βγαίνει ο ήλιος
και ν’ αλείφουμε τα γρασίδια με τα κορμιά μας.

Σπανιότητα είναι η βροχή, εκλεπτυσμένη, εξωτική –
αρθρώνει περιοδικά τον μελαγχολικό της λόγο.

Είμαστε οι κληρονόμοι του μεγάλου καλοκαιριού.
Επιδεικνύουμε μηδενική ανοχή στην κακοκαιρία.

Άλλωστε σ’ αυτή τη γη επέλεξε ο ήλιος ν’ απλώσει
τις γενιές του, σ’ αυτή τη γη μοίρασε τις υποσχέσεις του.

Όταν οι επισκέπτες λένε ότι ο ίδιος ο ήλιος έλουσε κάποτε
τον Σοφοκλή και τη Σαπφώ, καπηλευόμαστε μια απλή συνωνυμία

κι αλλάζουμε γρήγορα το θέμα: πίνουμε, χορεύουμε, γελάμε.
Είμαστε χαρούμενοι εδώ, έχουμε κέφι˙
καμιά σκιά δεν θα περάσει πάνω από τη διάθεσή μας.
Ο καιρός είναι αίθριος, η θλίψη παροδική σαν μπόρα.

Αλίμονο, φάγαμε τον τόπο. Τίποτε δεν βρέθηκε
που να δικαιολογεί τη θλίψη μας εδώ.

ΜΑΝΙΑ  ΜΕΖΙΤΗ

Μαντάμ

Ζητάς να σου δανείσω
την Μποβαρύ

την Έμμα
που εγκαταλείπει
δυο ζωές

την Μποβαρύ
αν θέλεις
την τολμάς
δεν τη δανείζεσαι

Νωπό

Τη φοράω τη μάνα μου
στην ασημί μπλούζα
(ταιριαστή στων σέβεντις τα έξαλλα
βράδια)
στην κομψή παριζιάνικη τσάντα
σ’ ένα φουλάρι τιρκουάζ
λαθραίο
στο πιεν ντε πουλ μεταξωτό πουκάμισο
που ψάχνω λυσσασμένη να το βρω και
δεν το βρίσκω
Τη φοράω τη μάνα μου
τη μεταφέρω συνεχώς
μικρό καρύδι
ο εγκέφαλός της
στη χούφτα μου

Βιογραφικό Αγγελική Πεχλιβάνη