Γράφει η Χριστίνα Ιωάννου
Κεφτές και δε φταις
Φέτος κατέληξα στην Αμοργό.
Ʃτην Αμοργό δοκίμασα κεφτέδες από φάβα.
Η λέξη κεφτέδες είναι τουρκική και μου θυμίζει τον παππού μου.
Ο παππούς μου είχε ρίζα τουρκική και ξεμάτιαζε με ένα σταυρουδάκι που κουβαλούσε
στην τσέπη του.
Η γιαγιά μου είχε ρίζα πηλιορείτικη και του έφτιαχνε κεφτέδες μερακλίδικους για να
μην ξεχνάει εκείνον τον τόπο που δεν γνώρισε ποτέ.
Ʃε εμάς έφτιαχνε λουκουμάδες με μέλι για να μην ξεχνάμε ότι είμαστε τα εγγόνια της
κι ότι κάποτε ήμαστε παιδιά.
Μας κρατούσε γυμνά και ξυπόλυτα κάθε καλοκαίρι στο χωριό με την αγωνία να
επιβιώσουμε άλλον έναν Αύγουστο.
Για να επιβιώσουμε έπρεπε να τρώμε.
Το τελευταίο βράδυ του τελευταίου της Αυγούστου μου ζήτησε να γυρίσω νωρίς για να
παίξουμε μπιρίμπα. Εγώ είχα μεγαλώσει και ξεχάστηκα. Το ξημέρωμα που γύρισα με
περίμεναν στην κουζίνα κεφτέδες με σάλτσα κόκκινη και λουκουμάδες με μέλι.
Η παρτίδα είχε τελειώσει – κι απόμεινε μόνο η επίγευση του μελιού των λουκουμάδων
και του αλατιού της θάλασσας.
Αύγουστος είναι η γιαγιά μου.