Γράφει η Βάσω Σπηλιοπούλου
Παράταιρη επίσκεψη
Στριμώχνονταν για μια selfie με φόντο το ηλιοβασίλεμα ενώ μπορούσαν να το δουν σε οποιοδήποτε νησί ή στεριά, σε οποιαδήποτε ακρογιαλιά καθισμένοι στην ζεστή άμμο ή σε ένα βραχάκι με το νερό να χαϊδεύει τα πόδια τους, σε μια ταράτσα, σε μια βεράντα, στον κήπο τους ή από ένα παράθυρο με θέα τη δύση. Να παρακολουθήσουν με την ησυχία τους τον ήλιο να κατεβαίνει μεγαλόπρεπος αλλάζοντας χρώματα, κίτρινο, χρυσό, πορφυρό, άλλοτε με το σχήμα του ακέραιο κι άλλοτε μισοκρυμμένος πίσω από κτήρια ή νέφη που βάφονται ροζ, πορτοκαλί, κόκκινο, βιολετί. Μπλέκονται όλα μαζί, πολύχρωμο ποτάμι κατά μήκος του ορίζοντα κι αυτός βουτάει μέσα του για να βυθιστεί στη θάλασσα ή να παίξει για λίγο ακόμα κρυφτό με βουνά και κτίσματα και να χαθεί, απλώνοντας πίσω του μωβ και γκρι σκιές που ολοένα σκουραίνουν ώσπου δεν είναι πια φως, παρά μόνο νύχτα.
Δεν είναι πλέον ορατός. Έχει ανέβει στο ιπτάμενο άρμα του, που σέρνουν φλογερά άλογα και ταξιδεύει προς την ανατολή. Ή πλέει με το καράβι του προς τον Κάτω κόσμο να φέρει φως στους νεκρούς, με κίνδυνο να τον καταβροχθίσει ο Θεός του σκοταδιού και να μη ξαναφανεί ποτέ. Ίσως και νάναι εκείνος ο ένας που απόμεινε από τους δέκα ήλιους που υπήρχαν κάποτε κι έβγαζε έναν κάθε μέρα η θεά μάνα τους με το άρμα της στον ουρανό. Μα την παράκουσαν, εμφανίστηκαν όλοι μαζί και ξεράθηκαν οι ποταμοί, κάηκαν τα δάση, παραλίγο ν’ αφανιστεί η γη. Οργίστηκε τότε ο Θεός του ουρανού, κάλεσε τον τοξότη του και σίγουρα θα βυθιζόταν ο κόσμος στο αιώνιο σκοτάδι, αν δεν βρισκόταν ένα παιδί, ν’ αρπάξει το δέκατο βέλος και να σώσει τον τελευταίο.
Μύθοι, δοξασίες, επιστημονικές ερμηνείες για μια λαμπρή έλευση και μια ακόμα λαμπρότερη αποχώρηση. Η γη περιστρέφεται κι ο ήλιος φωτίζει διαδοχικά τη μια και την άλλη της πλευρά, τις ομορφιές και τις ασχήμιες, δανεικός για μερικές ώρες στον μισό πλανήτη κι ύστερα στον άλλο μισό.
Και μες σ’ αυτό το αέναο στριφογύρισμα, το φως αποκαλύπτει εκατομμύρια, δισεκατομμύρια αθέατα ουράνια τόξα, ανακλούν οι χρωματικές ακτίνες, άπειρες μικρές ανακλάσεις στα μόρια του αέρα και βάφεται ο ουρανός με κόκκινο, πορτοκαλί, κίτρινο, πράσινο, μπλε, μωβ, βιολετί.
Μα δεν ταξιδεύουν με την ίδια ταχύτητα όλα τα χρώματα, το μπλε διασκορπίζεται περισσότερο από ότι το κόκκινο στα σωματίδια της ατμόσφαιρας και για τη χρωματική σύνθεση του ηλιοβασιλέματος μετράει η μικρή ή μεγάλη απόσταση που διανύουν οι ακτίνες, η σκόνη, οι ρύποι, η υγρασία, η νέφωση, ο καπνός… Ο αόρατος χρωστήρας αποτυπώνει τελικά πάνω στον καμβά του ουρανού την έμπνευση κείνης της μέρας κι οι άνθρωποι στρέφουν το βλέμμα τους για να θαυμάσουν το έργο.
Στριμωγμένη ανάμεσα στους πολλούς, κοιτάζει τον ορίζοντα που ροδίζει. Κάποτε της φαινόταν ανόητο να συγκεντρώνονται για να δουν ένα όμορφο, μα τελικά απλό φυσικό φαινόμενο. Να πληρώνουν ίσως μια θέση για αυτό. Τα δεινά της διαφήμισης, έλεγε. Και τώρα βρίσκεται σε ένα τέτοιο μέρος και δεν νιώθει δυσφορία, όπως φοβόταν, ανάμεσα στο πλήθος που παρακολουθεί με δέος την πυρακτωμένη πορφυρή μπάλα να κατρακυλάει απαλά και ν’ αποσύρεται βιαστικά, σαν να ντρέπεται που την κοιτάζουν τόσα μάτια.
Ο ουρανός είναι καθαρός και οι πορτοκαλοκόκκινες αποχρώσεις του είναι τόσο λαμπερές σαν ψεύτικες. Είναι όμως αληθινές και νιώθει μια ακατανίκητη επιθυμία να χαιρετήσει αυτή την πολύχρωμη έκρηξη του φωτός, όπως παλιά καλωσόριζαν τον Θεό ήλιο με σεβασμό.
Δεν βγάζει selfie. Στέκεται απλά με το κεφάλι στραμμένο στη δύση, προσηλωμένη όπως κι οι άλλοι στο φαντασμαγορικό θέαμα, οικείο και συγκλονιστικό μαζί, απλό και περίπλοκο συνάμα, ίδιο από την αρχή του κόσμου. Η μέρα δίνει τη σκυτάλη στη νύχτα κι η νύχτα στη μέρα, σε μια ρυθμική εναλλαγή, πολύτιμη όσο κι η αναπνοή. Άγνωστοι γύρω της, δεν νοιάζονται για κείνη, μα νιώθει ασφαλής και χαλαρή.
Κάποιο καλοκαίρι, χρόνια πριν, ανήμερα Δεκαπενταύγουστο και τότε, ήταν μόνη. Σε μια Αθήνα που ζούσε τη δική της μοναξιά, χωρίς τους ανθρώπους της και τα αυτοκίνητά τους, με σπίτια κλειστά και δρόμους σχεδόν έρημους. Η άσφαλτος έκαιγε από έναν ήλιο καυτό κι ανελέητο και μέσα της έκαιγε αόρατη φωτιά, λες κι είχαν βγει κι οι δέκα ήλιοι μαζί όπως στον κινέζικο μύθο, να κάψουν τον πλανήτη. Ας τον έκαιγαν, μπορεί να ήταν καλύτερα, σκέφτηκε καθώς οδηγούσε θλιμμένη, στην τύχη, χωρίς προορισμό, από το Φάληρο μέχρι το Σούνιο και πάλι πίσω, αλλάζοντας κατεύθυνση, τριγυρνώντας μέσα στην πόλη και παίρνοντας πάλι στην παραλιακή. Μπορεί να ήταν λύτρωση και για άλλους εκτός από κείνη.
Ελάχιστα τα αυτοκίνητα δίπλα της κι αναρωτήθηκε πού να είχαν αποδράσει όλοι αυτοί. Θα έβγαζαν κάπου φωτογραφίες για να τις δείχνουν στον γυρισμό, σκέφτηκε χαμογελώντας με ειρωνεία και πίκρα. Ίσως σε κάποιο πολυδιαφημισμένο νησί, μαζί μεεκείνους που έρχονταν από μακρινά μέρη του κόσμου να το επισκεφτούν. Να, δες, πέρασα πολύ ωραία, ήμουν ευτυχισμένος, ευτυχισμένη εκεί, δες το πρόσωπό μου. Αυτή δεν ήταν ευτυχισμένη. Ήταν δυστυχισμένη και δεν τη χωρούσε ο τόπος. Δεν γνώριζε ακριβώς το μέγεθος της τραγωδίας της, το έκρυβε το πυρωμένο μέσα της, καθρέφτισμα κι αντιφέγγισμα ενός ήλιου, γεμάτου προαιώνια οργή. Πήγαινε με το αυτοκίνητό της εδώ κι εκεί, οι σκέψεις κουβάρι στο μυαλό της, πάλευε να το ξετυλίξει και η κλωστή τυλιγόταν ακόμα πιο σφιχτά γύρω της, σα φίδι που προσπαθούσε να την πνίξει.
Χωρίς να καταλάβει πώς, βρέθηκε στο μνήμα της μάνας της. Και στάθηκε εκεί όρθια, παραμιλώντας στο άδειο κοιμητήριο με τον ήλιο στο ψηλότερο σημείο του να ζεματάει τη σάρκα της και το κεφάλι της έτσι κι αλλιώς πυρακτωμένο. Ζητούσε το λόγο από τη μάνα της που δεν ήταν σωστή μάνα. Όχι η μάνα της, αυτή. Της χρέωνε όσα δεν της είχε μάθει. Τι θα πει ν’ αγαπά ένα μικρό πλάσμα, να το προστατεύει, να το αγκαλιάζει τρυφερά, ν’ ακούει τα παράπονα, τις επιθυμίες του, να το κουβεντιάζει, να το παρηγορεί. Εσύ φταις, της φώναξε, που το παιδί μου έχασε το δρόμο του, που βλέπει τους φίλους εχθρούς, εχθρός ο εαυτός του, εχθρός κι εγώ. Με είδες ποτέ μαμά, όπως ήμουν στα αλήθεια; Ούρλιαξε κάποια στιγμή κι είπε κι άλλα λόγια βαριά, βλαστήμιες, μα ξαφνικά σώπασε σα να ντράπηκε τους νεκρούς. Τι την ήθελε Δεκαπενταύγουστο αυτή την παράταιρη επίσκεψη; Κι ήταν σωστό να κατηγορεί τη μάνα της ανήμερα στη γιορτή της Παναγίας, της μάνας των μανάδων, εκείνης που στέκει πάνω από όλες και συγχρόνως τις περιέχει, τις πονεμένες και τις χαρούμενες, τις στοργικές και τις αδιάφορες, ακόμα κι όσες έχουν απλώσει φονικό χέρι στη γέννα τους;
Δεν είχε πάρε δώσε με αγίους και Θεό ως τότε, ειδικά στην Παναγία σαν να κρατούσε κακία. Ήταν ψέμα η μητρότητα, έλεγε, δεν είναι από τη φύση, ένστικτο τάχα, να αγαπά η μάνα το παιδί της, ακόμα και αγέννητο. Η μάνα της δεν το’ χε αυτό το ένστικτο, ούτε κι αυτή το είχε και ήταν πολλά τα παρατημένα παιδιά ή τα κακοποιημένα γύρω της.
Μα λες και την προκάλεσε, λίγες μέρες μετά, η Παναγία εισέβαλε στη ζωή της. Στα όνειρά της για την ακρίβεια. Πρώτα είδε μια μεγάλη εικόνα της με το βρέφος αγκαλιά, στεριωμένη στη μάντρα του εξοχικού τους. Πίσω απ’ την εικόνα ανοιγόταν ένα τούνελ βαθύ και σκοτεινό, τρόμαξε κι η Παναγία την κοίταζε με τα μεγάλα μάτια της αυστηρά σαν κάτι να προσπαθούσε να της πει. Σ’ άλλο όνειρο σήκωσε τα χέρια της, χοντρά χέρια γυναίκας που δουλεύει στους αγρούς, άπλωσε να την αγγίξει και φοβήθηκε πάλι, ξύπνησε. Φαινόταν θυμωμένη. Την είδε και νέα, χωρίς το αγόρι, ντυμένη στα ολόμαυρα, να προχωράει ανάμεσα στο πλήθος και της νεύει να την ακολουθήσει. Τι έπαθα και βλέπω τέτοια πράγματα αναρωτήθηκε, μα όταν έμαθε για το παιδί, της φάνηκε πως είχαν σχέση τα όνειρα με το βάσανό του ή πως είχε αρχίσει να χάνει το νου της από τη στενοχώρια.
Αυτή δεν πίστευε και θα έδινε πίστη σε ένα όνειρο; Το ξέχασε. Το θυμήθηκε χρόνια μετά όταν αναζητώντας την δική της αλήθεια, μακρύ ταξίδι, δύσκολο, βρήκε μέσα της τα ίχνη μιας χαμένης μητρότητας και πόνεσε πολύ. Ύστερα ντράπηκε που είχε μιλήσει τόσο άσχημα εκείνο το Δεκαπενταύγουστο στη νεκρή μητέρα της. Κι ενώ δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της, κατάλαβε πως δεν της έμαθε όσα δεν είχε μάθει κι η ίδια και δεν της έδωσε αυτά που δεν είχε λάβει ποτέ. Έστω κι αργά, μετά θάνατον, συμφιλιώθηκε μαζί της.
Σήμερα, ενώπιον ενός παρωχημένου Θεού, στεφανωμένου με πορτοκαλοκόκκινες ανταύγειες που ακτινοβολούσε στην ολόλαμπρη δύση του μαγεύοντας το πλήθος που είχε μαζευτεί να αποχαιρετήσει τη μέρα, με ξένους ανθρώπους γύρω της, δεν ένιωθε ξένη. Αντίθετα, αισθανόταν ένα είδος τρυφερότητας. Φαντάστηκε μάλιστα τι όμορφο θα ήταν να σιγομουρμούριζαν όλοι μαζί ένα τραγούδι ή ένα σκοπό σα νανούρισμα, να μεταδιδόταν από στόμα σε στόμα σ’ όλους όσοι έβλεπαν κείνη τη στιγμή να χρωματίζεται ο ουρανός, από έξαψη θαρρείς, μοναχικοί ή σε παρέες, στο νησί με τα μαύρα βράχια και τα άσπρα σπίτια στην κορυφή, μα και στο διπλανό νησί και στο πιο πέρα και σ’ άλλους τόπους μακρινούς και να λικνίζονταν απαλά, σαν μια τεράστια αγκαλιά όπου ο ένας ακουμπάει τον καημό του στον άλλον και αφήνεται, έστω για λίγο, να παρηγορηθεί.