Γράφει η Γεωργία Κοκκινογένη
‘Οπου κι αν ταξιδέψω , Αύγουστος ξημερώνει
Φόρεσε το μπλε υφασμάτινο γοβάκι της, τέντωσε επιδεικτικά το σώμα της και άρχισε να περιφέρεται σαν την πάπια στη βοτσαλωτή παραλία. Στο τραπέζι άφησε κοκτέιλ, εξεζητημένους μεζέδες και ανθρώπους να συνομιλούν χαρούμενοι.
‘Επρεπε να αποφασίσει σε ποιο μέρος θα συνεχίσει το διάβασμα πλάι στο κύμα, το κολύμπι, το περπάτημα, τις αγνές σκέψεις και συζητήσεις κάτω απ΄ τ΄αστέρια.
Η κλοσάτη μπλε φούστα της έδειχνε μωβ στο σκοτάδι και φώτιζε το λευκό της πρόσωπο.
Ξημέρωνε Αύγουστος, όλοι επιζητούσαν γαλήνη και ανεμελιά. Ο Αύγουστος κανονίζει και για τις άλλες εποχές, σταθμίζει την αρμονία, μεσολαβεί για την ισορροπία. Φέρνει πιο κοντά τις καρδιές ή, τις απομακρύνει για πάντα. Στέλνει τα μελτέμια, αναστατώνει τις ψυχές, βγάζει στο φως, με τον ήλιο του, την αλήθεια.
Στο βυθό το κορμί λύνεται, ο αυχένας παραδίνεται στην άνωση και το μυαλό καθαρίζει στο μακροβούτι.
Είχε να διαλέξει ανάμεσα σ΄ εκείνο το αστραφτερό βότσαλο, σε κακοτράχαλα βράχια ή ακόμα στις τρυφερές αμμουδιές του Ομήρου.
Εάν η μουσική υπόκρουση ήταν ξένο ή ελληνικό έντεχνο, λαϊκό ή παραδοσιακό την ενδιέφερε, γιατί αναλόγως θα ήταν και το κοινό γύρω της.
Εάν τα εδέσματα ήταν ποιοτικά θα βοηθούσαν στη σχολαστική δίαιτά της. Εάν υπήρχαν πολιτιστικές εκδηλώσεις θα επέλεγε κάποιες.
Ένα μικρό στιγμιαίο βήμα, σε κλίμα διακοπών, από μέρους της σήμαινε την αρχή ή το τέλος . Το καλοκαίρι παίρνει μαζί του όνειρα, υποσχέσεις, ελπίδες μα και τη θλίψη. Κάποτε οδηγεί στην αιωνιότητα.
Στύλωσε τα καλλίγραμμα πόδια της και γύρισε να μαζέψει τα προσωπικά της αντικείμενα. Πέρασε από το νου της η μοναδικότητα μιας συνύπαρξης, η αξία μιας παρέας. Ήταν σίγουρη για τα σχέδιά της. Θάλασσα κι ουρανός, γνώση και ελευθερία και κάποια μισόλογα σβησμένα.
Το πρωί αναχώρησε με την ανατολή κάνοντας πρώτα μεγάλες δρασκελιές, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στους ωραίους αστραγάλους και ύστερα βαδίζοντας σαν την πάπια και αφήνοντας πίσω της φασαρία έτσι, όπως όταν εκείνη τρέχει, να βρει το νερό, με λαχτάρα, για να δροσιστεί.