Scroll Top

Όπου κι αν ταξιδέψω, Αύγουστος | Αύγουστος 2025 | Βασίλης Τζανακάρης

Όπου κι αν ταξιδέψω, Αύγουστος…

Ανθολόγηση αφιερώματος: Αντώνης Δ. Σκιαθάς

Επιμέλεια αφιερώματος : Μίνα Π. Πετροπούλου

Ο Αύγουστος δεν είναι απλώς  μήνας του καλοκαιριού.

Είναι μετέωρος χρόνος. Είναι κατώφλι – προς κάτι που τελειώνει και κάτι που ίσως αρχίζει. Είναι εκεί όπου το φως βαθαίνει και οι σκιές γίνονται πιο ειλικρινείς.

Είναι στιγμές αιώρησης – εκεί που το παρελθόν βαραίνει, το μέλλον σιωπά, και το παρόν μοιάζει εύθραυστο.

 Ένα τοπίο εξωτερικό και εσωτερικό, που η μνήμη επιστρέφει σαν παλίρροια.

Ο Δεκαπενταύγουστος, ακίνητο σημείο στο κέντρο του Αυγούστου, κουβαλά αντιφάσεις: πανηγύρι και σιωπή, συλλογικότητα και ερημιά, πίστη και απώλεια. Όσοι γράφουν για το καλοκαίρι, γράφουν για κάτι που ξεγλιστρά –  ένα ταξίδι που μπορεί να μην έγινε ποτέ, ένα βλέμμα που δεν επιστρέφει, μια ανάμνηση που έμεινε στο φως.

Τα διηγήματα αυτού του αφιερώματος, προσωπικά ή φανταστικά, συνθέτουν μια κινούμενη χαρτογραφία του καλοκαιριού. Ιστορίες που αναδύονται από το βάθος, σαν κομμάτια από ένα κοινό καλοκαίρι που συνεχώς ξαναγράφεται. Λόγος εσωτερικός, θραύσμα μνήμης, ίχνη που αφήνει το καλοκαίρι  – και η γραφή του.

Καλωσορίσατε στη διαδρομή…

μια διαδρομή λέξεων με αφετηρία το φως του Αυγούστου…

Η επιμελήτρια του αφιερώματος

Μίνα Π. Πετροπούλου

Γράφει ο Βασίλης Τζανακάρης

Μικρό Θαλασσινό τραγούδι

Κι εκείνη, ντυμένη στα κόκκινα, μπορεί και από τα τόσα παλικάρια που πήγαν αδικοχαμένα στην ποδιά της, να κρατάει την ασετυλίνη πίσω από τον αμφιβόλου καθαριότητας μπερντέ, να κρατάει τη μία μετά την άλλη τις χάρτινες φιγούρες του καραγκιόζη που με τόση υπομονή και κόπο είχαν μαστορέψει οι καιροί και είχαν κεντήσει οι πίκρες, καθώς πίσω της ολοένα να παίρνει τον ανήφορο ένα τεράστιο κίτρινο φεγγάρι. Το ξέρω πως σε στιγμές παροξυσμού άλλοτε το έβριζες και το απειλούσες, υψώνοντας τη θυμωμένη σου γροθιά κι άλλοτε το προκαλούσες ξεδιάντροπα, χτυπώντας δυνατά τα μυτερά σου τακούνια στο πεζοδρόμιο ή κάνοντας κούνια μπροστά στα οργισμένα του μάτια, κρατημένη από δυο μικρά ρόζ αστεράκια.

Ύστερα άρχιζες να περπατάς πλάι στη θάλασσα. Ήσουν γυμνή και πίσω σου στριμώχνονταν καμιά δεκαριά αστερίες, ένα αλογάκι της θάλασσας, μερικές αχιβάδες και τρία αφρόψαρα που πέθαιναν για τα μάτια σου και μόνο καθώς βρίσκονταν έξω από τα νερά τους. Μικρά κι ανυποψίαστα παιδιά έρχονταν κάθε τόσο να κοινωνήσουν χαρά απ΄ τη χαρά σου και μεγάλοι να σ΄ αγγίξουν για ν΄ ανανήψουν από τα αβυσσαλέα πάθη και τις άγραφες ανομίες τους ενώ μικρά ροζ όνειρα προσπαθούσαν να ισορροπήσουν στο λείο αλάβαστρο των ώμων σου. Την ίδια στιγμή ένα κίτρινο ιστιοφόρο είχε αρχίσει να ανοίγεται στο αβέβαιο του γαλάζιου πέλαγου με τους ναύτες του παραταγμένους στο φρεσκοπλυμένο του κατάστρωμα, έτοιμους για την πρωινή επιθεώρηση από τον μεθυσμένο καπετάνιο τους που έβηχε και ξέρναγε. Όλο το προηγούμενο βράδυ τον άκουγαν που μάλωνε με τους πελαγίσιους αέρηδες που έκαναν τα ξάρτια και τα άλμπουρα να αναστενάζουν με τον γέρο λοστρόμο να τον παραφυλάει μη δώσει μία και φουντάρει στη θάλασσα. Κι ύστερα ο ίδιος ήταν που έπαιρνε όρκο ότι ναι, τον είδε που έριξε μια άδεια μποτίλια στη θάλασσα που τώρα μπορεί και να ταξίδευε με ρότα τη μεγάλη άρκτο.

Δύο ολόκληρα βράδια με τα σύννεφα βαριά από βροχή να ακροζυγιάζονται πάνω από τη στέγη του μικρού πανδοχείου εκείνος ήταν που σε κράταγε στη αγκαλιά του και άλλοτε σου μίλαγε τρυφερά, άλλοτε σε φιλούσε άγρια στο στόμα και άλλοτε έκλαιγε και φώναζε εξουθενωμένος από οργή κι απελπισία πάνω στο σπάσιμο του μυαλού του. Κι όλα αυτά στο ξεχασμένο μικρό δωμάτιο, πάνω από την χαμένη στο πουθενά ταβέρνα, «Ο πράσινος παπαγάλος», εκεί ακριβώς που τελείωνε ο δρόμος του παραμυθιού κι άρχιζε εκείνος των ξέμπαρκων ανθρώπων. Έξω ο αέρας  χαλούσε για μια ακόμη φορά τον κόσμο με εσένα να ταξιδεύεις πάνω στα οδυνηρά τατουάζ του καπετάνιου, τις άγκυρες και τις καρδιές με τα ματωμένα βέλη του απελπισμένου έρωτα. Το δέρμα σου πετούσε φωτιές καθώς ένιωθες τα δάχτυλα του πότε να τρέμουν και πότε να χορεύουν πάνω στο αιθέριο της ύπαρξής σου. Ύστερα ήρθε η σιωπή και η απεραντοσύνη της λύπης, της μετά τον έρωτα. Από κάτω, από την ισόγεια ταβέρνα, έπαιρναν τον ανήφορο οι φωνές των μεθυσμένων που έπιναν, έβριζαν, κάπνιζαν τον βαρύ καπνό στα μισοφαγωμένα τους τσιμπούκια, πότε καυγαδίζοντας και πότε τραγουδώντας μερικές στροφές από κάποιο γνώριμο τραγούδι με ιστορίες για ναυάγια, εξαφανισμένα πλοία και άλλα θαλασσινά οράματα που ολοένα αναδύονταν μέσα από την οργή του νερού και τη λύσσα του ανέμου. Κι από κοντά πρόστυχα λόγια, δυνατές αντρίκιες κουβέντες και ήχοι από νομίσματα που ολοένα άλλαζαν χέρια.

Ύστερα όλοι πάγωσαν καθώς είδαν τον καπετάνιο να κατεβαίνει τα μισοφαγωμένα σκαλοπάτια που αναστέναζαν από το βάρος του γεροδεμένου του κορμιού, εφιαλτικός σαν τον άνεμο, με το αίμα ολοένα να στάζει από το μαχαίρι που κρατούσε στα χέρια του.

Αυτή την εφιαλτική εικόνα των αιμάτων θα την θυμούνταν ολοένα στην κατοπινή ζωή τους όσοι την αντίκρισαν εκείνο το βράδυ του Αυγούστου στον «Πράσινο παπαγάλο». Και ολοένα θα την κουβέντιαζαν. Στην αρχή με φόβο και σεβασμό για όλα όσα είχαν γίνει άλλοτε πίνοντας ποντς, ρούμι και φτηνό ουίσκι κι άλλοτε με μάτια που άστραφταν καθώς έξω από τη μισοφωτισμένη ταβέρνα θα συνέχιζε να θαλασσοδέρνεται ο ίδιος μανισμένος άνεμος. Ύστερα θα προσπαθούσαν να την ξεχάσουν καθώς τα χρόνια συνέχιζαν να τρέχουν, οι ζωές τους να μικραίνουν και τα μπουκάλια με το φτηνό κρασί να λιγοστεύει καθώς πηγαινοερχόταν από το ένα ξύλινο τραπέζι στο άλλο.

Και μόνο εσύ, αμόλυντη, κλεισμένη καλά και με περίσσια φροντίδα από τα δυνατά χέρια του καπετάνιου στην άλλοτε άδεια μποτίλια από παλιό κρασί της Μασσαλίας θα συνέχιζες να ταξιδεύεις πέρα από τα όνειρα και τις διηγήσεις των ανθρώπων κάτω από τον έναστρο ουρανό, πότε χορεύοντας στις κορυφές των αφρισμένων κυμάτων και πότε σε αναζήτηση του ενός και μοναχικού παραλήπτη σου που θα ατένιζε καπνίζοντας την απεραντοσύνη του πελάγους…

Βιογραφικό Βασίλης Τζανακάρης

Βιογραφικό Μίνα Πετροπούλου

Βιογραφικό Αντώνης Δ. Σκιαθάς