Scroll Top

Ανθολόγιο Κυριακάτικης Ποίησης | της Αγγελικής Πεχλιβάνη

Υπεύθυνη στήλης: Αγγελική Πεχλιβάνη

To Ανθολόγιο Κυριακάτικης Ποίησης είναι μια στήλη ποίησης, πολύ προσωπική, που θα περιλαμβάνει ποιήματα που αγαπώ πολύ, από όλον τον κόσμο. Κάθε Κυριακή, λοιπόν, θα αναρτώνται δύο ή τρία ποιήματα, ίσως με κάποια συνάφεια, ίσως και όχι. Θέλω να πιστεύω πως αυτή η προσωπική και εν μέρει αυθαίρετη επιλογή θα έχει κάποιο ενδιαφέρον. 

Αγγελική Πεχλιβάνη  

Σήμερα 17/8/25, αναρτώνται ποιήματα για τον Αύγουστο και ένα δικό μου για το μπλόκο της Κοκκινιάς που έγινε  σαν σήμερα, στις 17 Αυγούστου 1944.

Οδυσσέας Ελύτης

«Ηλικία της γλαυκής θύμησης»

Ελαιώνες κι αμπέλια μακριά ως τη θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες πιο μακριά ως τη θύμηση
Έλυτρα χρυσά του Αυγούστου στον μεσημεριάτικο ύπνο
Με φύκια ή όστρακα. Κι εκείνο το σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, που διαβάζει ακόμη στην ειρήνη
του κόλπου των νερών Έχει ο Θεός

Περάσανε τα χρόνια φύλλα ή βότσαλα
Θυμάμαι τα παιδόπουλα, τους ναύτες που έφευγαν
Βάφοντας τα πανιά σαν την καρδιά τους
Τραγουδούσαν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
Κι είχαν ζωγραφιστούς βοριάδες μες στα στήθια.

Τι γύρευα όταν έφτασες βαμμένη απ’ την ανατολή του ήλιου
Με την ηλικία της θάλασσας στα μάτια
Και με την υγεία του ήλιου στο κορμί – τι γύρευα
Βαθιά στις θαλασσοσπηλιές μες στα ευρύχωρα όνειρα
Όπου άφριζε τα αισθήματά του ο άνεμος
Άγνωστος και γλαυκός, χαράζοντας στα στήθια μου
το πελαγίσιο του έμβλημα

Με την άμμο στα δάχτυλα έκλεινα τα δάχτυλα
Με την άμμο στα μάτια έσφιγγα τα δάχτυλα
Ήτανε η οδύνη –
Θυμάμαι ήταν Απρίλης όταν ένιωσα πρώτη φορά το ανθρώπινο
βάρος σου
Το ανθρώπινο σώμα σου πηλό κι αμαρτία
Όπως την πρώτη μέρα μας στη γη
Γιόρταζαν τις αμαρυλλίδες – Μα θυμάμαι πόνεσες
Ήτανε μια βαθιά δαγκωματιά στα χείλια
Μια βαθιά νυχιά στο δέρμα κατά κει που χαράζεται παντοτινά του
ο χρόνος

Σ’ άφησα τότες

Και μια βουερή πνοή σήκωσε τ’ άσπρα σπίτια
Τ’ άσπρα αισθήματα φρεσκοπλυμένα επάνω
Στον ουρανό που φώτιζε μ’ ένα μειδίαμα.

Τώρα θα ‘χω σιμά μου ένα λαγήνι αθάνατο νερό
Θα ‘χω ένα σχήμα λευτεριάς ανέμου που κλονίζει
Κι εκείνα τα χέρια σου όπου θα τυραννιέται ο Έρωτας
Κι εκείνο το κοχύλι σου όπου θ’ αντηχεί το Αιγαίο.

Κ. Π. Καβάφης

Μακριά

Θα ’θελα αυτήν την μνήμη να την πω…
Μα έτσι εσβήσθη πια… σαν τίποτε δεν απομένει —
γιατί μακριά, στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια κείται.

Δέρμα σαν καμωμένο από ιασεμί…
Εκείνη του Αυγούστου — Αύγουστος ήταν; — η βραδιά…
Μόλις θυμούμαι πια τα μάτια· ήσαν, θαρρώ, μαβιά…
Α ναι, μαβιά· ένα σαπφείρινο μαβί.

Λούλα  Αναγνωστάκη

Χάθηκα μέσα στη ζωή μου

Αύγουστος, φώτα στην παραλία
τα πλοία φεύγουν για τα νησιά.
Φεύγουν οι φίλοι, φεύγουν τα πλοία.
Με γέλασες και είναι αργά.

Ήρθε ο Σεπτέμβρης, ήρθε ο χειμώνας
στην παραλία τη σκοτεινή.
Χάθηκα μέσα στη ζωή μου,
χαθηκες μέσα στη βροχή…

Αγγελική Πεχλιβάνη, από τα σκοτεινά φλας «ενός» πολέμου

XI.

Παρασκευή ξημέρωμα ήταν, όταν με σύρανε μαζί με άλλους απ’ τη γειτονιά, στην εκκλησία της Οσίας Ξένης. Επέστρεφα απ’ την Τρούμπα, στο σκοτεινό Φλιπ μπαρ κατέθεσα το βδομαδιάτικο. Ξεζουμισμένες ήταν, όμως εγώ τις έβλεπα νεράιδες. Ήμουν στα δεκαπέντε, βλέπετε. Φορούσα τα καλά μου. Μας βάλανε να γονατίσουμε. Εγώ σκεφτόμουν το καλοσιδερωμένο παντελόνι με την τσάκιση που λερωνόταν και τα βυζιά της Βούλας, μιας σαραντάρας Κρητικιάς που με ξεπέταξε. Το σπίτι μου στην Κιλικίας 4, τρία στενά πιο κάτω. Γερμανοί, “setz dich hin” και Έλληνες φίλοι τους, παντού. Ο ήλιος σηκωνότανε. Έφερναν κι άλλους, γείτονες, συγγενείς. Ο ήλιος έκαιγε πια, διψούσα. Φωνές από παντού. Φωνές σαν πυρωμένο σίδερο. Το μεσημέρι αποχαυνωτικό μού έφερε δάκρυα στα μάτια. Και ξαφνικά τίποτα δεν ακούγεται. Αίσθηση ακινησίας. Ένα κάθετο φως πήζει τους ήχους, στερεοποιεί όλα τα περιγράμματα· και την αχλή του Αυγούστου. Βλέπω απέναντι τη μάνα να μου γνέφει σε κίνηση αργή, με άηχο ανοιγμένο στόμα. Σκέφτομαι το παντελόνι που σιδέρωσε. Το κοντομάνικο άσπρο πουκαμισάκι. Σκέφτομαι πως τη γιορτάσαμε προχθές. Ξαπλώνω με ένα πόνο ξαφνικό στο στήθος. Η πόλη είναι επίπεδη. Μόλις που το παρατηρώ. Λιγάκι να ξεκουραστώ, θα τρέξω σπίτι να τινάξω τα χώματα απ’ τα καλά μου ρούχα. Να μην τα δει η μάνα.

Μετά θα σας τα ιστορήσω όλα. Για τους κουκουλοφόρους, τον μεθυσμένο δήμιο που έπινε και σκότωνε, το αίμα μας που έπηζε πορφυρό μέσα στις μύγες και, βέβαια, για τη Βούλα.

Έννοια σας. Μόλις ξεκουραστώ, θα αφηγούμαι αιώνες.

Βιογραφικό Αγγελική Πεχλιβάνη