Scroll Top

Το ελάφι της Παναγίας της Λυκοβρυσιώτισσας – Από τον Γιάννη Υφαντή

Στο Μοναστήρι της Παναγίας της Λυκοβρυσιώτισσας, (ημιορεινή Αιτωλία), στις 31 του Αυγούστου, κάθε χρόνο, μαζεύονται από τα γύρω χωριά, τις πόλεις και τις κωμοπόλεις και κάνουν πανηγύρι. Έρχονται οι προσκυνητές της Παναγίας, με τα κεριά, τις λαμπάδες και τ’ άλλα τάματα, με τους αρρώστους, με τα ζώα που είναι να πουληθούν και με τα σφαχτά που είναι να ψήσουν. Παρακολουθούν όλοι τη λειτουργία κ’ ύστερα βγαίνουν έξω. Αρχίζουν τα όργανα, οι χοροί, το φαγοπότι, τα παζαρέματα, το νυφοδιάλεγμα, οι αγάπες, κάποτε τσακωμοί και μαχαιρώματα…

Όμως πολύ παλιά το πανηγύρι δεν γινόταν όπως γίνεται σήμερα. Εδώ και διακόσια, τρακόσια χρόνια, λένε, πως τα πράγματα γίνονταν λίγο διαφορετικά:

Λοιπόν, οι άνθρωποι έφταναν νηστεμένοι και λειτουργούνταν και μεταλάβαιναν. Κ’ ύστερα έβγαιναν έξω. Κι ένα ελάφι έφτανε μες από το δάσος. Γονάτιζε μπροστά στον παπά. Ξάπλωνε, του έδινε το λαιμό του. Ο παπάς το έσφαζε. Το έγδερναν, το έψηναν και το μοίραζαν σαν αντίδωρο σ’ όλους τους προσκυνητές.

Αυτό γινόταν για εκατοντάδες χρόνια, κάθε χρόνο, την ίδια μέρα, την ίδια ώρα. Πρώτα γινόταν αυτό κ’ ύστερα όλα τ’ άλλα.

Αλλ’ όμως μια χρονιά, σχόλασε η λειτουργία και βγήκαν όλοι έξω να περιμένουν το ελάφι. Το ελάφι αργούσε. Αναρωτιούνταν όλοι τι να συνέβη. Ήθελαν να εξηγήσουν αυτή την αλλαγή, αυτή την αργοπορία. Πέρασε μισή ώρα, πέρασε μια ώρα. Πάνω που έκλεινε μιάμιση ώρα, ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος από δέντρα που αναμέριζαν. Ήταν το ελάφι που έτρεχε μέσα στο δάσος. Έφτασε, τρέχοντας, αγκομαχώντας από την κούραση, καταϊδρωμένο, στάθηκε κι ανάσαινε. Αμέσως ο παπάς το άδραξε, το ‘ριξε κάτω και το ‘σφαξε. Το έγδαραν. Το έψησαν. Το μοίρασαν και πάλι σαν αντίδωρο, σ’ όλους τους προσκυνητές και πανηγυριώτες.

Την άλλη χρονιά και πάλι το ελάφι άργησε. Περίμεναν, περίμεναν. Δεν ήρθε ούτε στην ώρα, ούτε στις δυο ώρες, δεν ήρθε ποτέ.

Ποτέ ξανά. Γιατί, λένε, γιατί, όταν είχε αργήσει την περσινή φορά και ήρθε τρέχοντας, καταϊδρωμένο, δεν το σπλαχνίστηκαν, δεν το σεβάστηκαν, το ‘ριξαν αμέσως κάτω και το ‘σφαξαν. Έπρεπε να το αφήσουν να ξεκουραστεί λίγο. Να γονατίσει μόνο του. Να προσφερθεί μόνο του στο μαχαίρι, αφού έτσι κι αλλιώς, μόνο του ερχόταν, για να θυσιαστεί.

.

ΣΧΟΛΙΟ:

Το θρύλο αυτόν, όταν πήγα να τον διηγηθώ σε Πελοποννησίους ή Μακεδόνες, μου είπαν ότι ήταν και δικός τους θρύλος. Που θα πει ότι είναι πανελλήνιο και παγκόσμιο το αρχέτυπο της απώλειας του ανωτέρου επιπέδου της θυσίας, πως είναι πανελλήνιο και παγκόσμιο το αρχέτυπο της αντικατάστασης της εθελούσιας, συνειδητής αυτοθυσίας, από την γενόμενη δια της βίας ετεροθυσία. Ο θρύλος λοιπόν μας λέει, πως την ερωτική, συνειδητή αυτοθυσία (που χρειάζεται για την δημιουργία ζωής) με τον καιρό, όταν οι άνθρωποι χάσουν τη βιωμένη γνώση, τη διαδέχεται πάντα ένα κατώτερο επίπεδο θυσίας, η διά της βίας ετεροθυσία.

Πρόκειται για την απώλεια μιας ολόκληρης διάστασης. Πρόκειται για την απώλεια ενός ανώτερου συνειδησιακού επιπέδου και την πτώση σ’ ένα κατώτερο συνειδησιακό επίπεδο.

Το ελάφι δεν ξαναήρθε, γιατί χάθηκε το επίπεδο εκείνο συνείδησης, στο οποίο, το εθελουσίως θυσιαζόμενο ελάφι υπάρχει. Χάθηκε το ερωτικό εκείνο επίπεδο, όπου συνειδητά, η ζωή προσφέρεται στη ζωή.

Το ελάφι δεν ξαναήρθε, γιατί δεν υπάρχει τέτοιο ελάφι, σ’ αυτό το επίπεδο συνείδησης που το περιμένουν.

Το ελάφι πάντα έρχεται, αλλά σ’ ένα άλλο επίπεδο, εκεί όπου ακόμα γνωρίζουν τι εστί αυτοθυσία, εκεί όπου ακόμα γνωρίζουν τι εστί ζωή, εθελούσια προσφερόμενη στη ζωή.

.

(Από το βιβλίο μου ΤΟ ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΦΙΔΙΟΥ, Πατάκης 2003)