Ο τόπος των ποιητών είναι η πατρίδα της γραφής τους. Εσάς πώς επηρέασε την γραφή σας ο τόπος σας;
Μοναχικά καλντερίμια, σπίτια με ξύλινα χαγιάτια, χωματόδρομοι κι ατέλειωτο παιχνίδι ως αργά. Ένα γυμνάσιο νεοκλασικό κτίριο κόσμημα, βόλτες στη λεωφόρο Ανοίξεως και Μητροπόλεως, πάστες σοκολατίνες στα ζαχαροπλαστεία, γυμναστικές επιδείξεις και να, έρχονται τ’ αγόρια. Και χούντα, σιωπή, αβέβαιο αύριο, ο πατέρας ανήσυχος, η μητέρα σκεπτική, τι μας ξημέρωνε…
Παιδικά χρόνια και εφηβεία στη Βέροια.
Κι ύστερα η Θεσσαλονίκη και τα φοιτητικά χρόνια, σπουδές, όνειρα, πολιτικές αναζητήσεις, έρωτας. Η εκπαίδευση, η οικογένεια, η πορεία προς την ώριμη ζωή, οι απώλειες.
Οι δυο πόλεις μπλέχτηκαν αξεδιάλυτα, ο τόπος μου, πολλές φορές νόμιζα πως ενώνονται μαγικά με ένα στενό δρομάκι.
Φυσικά και πέρασαν όλα αυτά στη γραφή, ήδη τώρα που γράφω κάποιες φορές μιλώ με στίχους μου.
Αργότερα μπήκε ακόμη μια πόλη στη ζωή μου, πόλη του Βορρά, το Εδιμβούργο, κι έγινε κι αυτή τόπος μου, αφού κρατά τα πιο αγαπημένα μου πρόσωπα.
Τι είναι λοιπόν «τόπος»; Πώς επηρεάζει τη γραφή; Πόσο τη διαμορφώνει; Παράλληλα με τους εξωτερικούς, έχω τον εσωτερικό μου τόπο, που περιβρέχεται από τους άλλους, αλλά εκεί εκβάλλουν οι σκέψεις κι οι εικόνες κι οι διαψεύσεις κι οι ελπίδες. Στον εσωτερικό τόπο συμβαίνουν όλες οι διεργασίες που μπορεί να οδηγήσουν στην ποιητική γραφή. Εκεί αποστάζεται η μνήμη, η εμπειρία, η σύγχρονη καθημερινότητα, και το απόσταγμα, είτε άρωμα φθηνό είτε ακριβό ποτό, δάκρυ ή εσάνς γέλιου, σταγόνες ευτυχίας, προσπαθεί να μεταλλαχτεί σε λέξεις και σε στίχους.
Σκέψεις και στίχοι σας για την Ελλάδα μέσα στον κόσμο σήμερα.
Βιολέτες που φοιτούν στη δροσιά*. Μυρωδιά από σέλινο και γιασεμί και βράδια με φεγγάρι. Παιδιά που ταΐζουν τα περιστέρια.
Η προσμονή να ταιριάξει το κλειδί του σωστού χρόνου στην πόρτα ενός σχολείου του ονείρου.
Παιδιά που κάνουν Ιθάκη τους τον τόπο αυτό, οι φθόγγοι και τα γράμματα γεφύρια από τον άλλον τόπο σε αυτόν.
Νέοι που παίρνουν το «εδώ» τους και φεύγουν. Πηγαίνουν εκεί, που το λέμε «μακριά» και «ξενιτιά». Το «εκεί» γίνεται δικό τους «εδώ». Ριζώνουν. Πετούν κλαράκια και φύλλα. Οι μεγάλοι ριζωμένοι εδώ, νιώθουν τις ρίζες τους να τρέμουν. Ούτε πουλιά ούτε άνθη στα κλαδιά τους. Ποτέ δεν υπήρξαν τόσο φυλλοβόλοι.
Εκτάσεις αρωματικά φυτά. Πράσινο του κάμπου και παπαρούνες. Στο βάθος του ματιού η εικόνα του άστεγου που κοιμάται στο μαρμάρινο πεζούλι, η γυναίκα παραδίπλα που καπνίζει την κατάθλιψή της.
Μπλε της θάλασσας, νησιά, πέλαγος, πλοία, διακοπές, ταξίδια στην άγονη γραμμή.
Πρόσφυγες, μετανάστες. Το μπλε της θάλασσας γίνεται φαιό του θανάτου, νερό ρουφήχτρα, πλοία κιβούρια, ξεβρασμένα κορμιά ακυρώνουν την αναψυχή των αμέριμνων.
Ωστόσο, λέξεις ήμερες και παραπονεμένες γεμίζουν τον χώρο, ένα μικρό κορίτσι κοιτάζει με τα σκούρα ιαματικά του μάτια και βάζει φύλλα ευκαλύπτου να κλείσουν οι πληγές προστατευμένες.
Κι όσο κι αν το «Τζιβαέρι» γίνεται παιδικό νανούρισμα, όσο κι αν ξέρει το πράσινο χόρτο πως η άνοιξη μπορεί να είναι συγκίνηση και πόσο μπορεί να εισβάλει ο χειμώνας μες στο κατακαλόκαιρο, η συνισταμένη στο ποίημα δείχνει φως νύχτα μέρα. Κι αφού το μέλλον είναι, έστω, μια μικρή κουκίδα, σηκώνονται οι λέξεις, βγάζουν ασημένιες κλωστές για το φεγγάρι, χρυσές φωνούλες για τον ήλιο. Αποβάθρες της αλμύρας φέρνουν στη γεύση μας το αλάτι του χρόνου πάνω σ’ ένα πλοίο που ταξιδεύει. Οι ελπίδες επιμένουν.
* Το δεύτερο ερώτημα απαντήθηκε αποκλειστικά με στίχους, προσαρμοσμένους ως έναν βαθμό, από τις συλλογές «Δύο ελεγείες και μία ωδή», «Μαθητεία στην αναμονή», «Διπλή άρθρωση», «Οδυσσέας, τρόπον τινά», «Εποχή αφής», «Γιατί το μέλλον μια μικρή κουκίδα».