Scroll Top

Bertolt Brecht – Έξι ποιήματα και δύο μικροδιηγήματα

ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ

Εφτά φορές
κλείνεις τα μάτια
Όμως την όγδοη
καταδικάζεις μονομιάς.

(1926)

*

ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ

Από κάτω τους οχετοί.
Μέσα τους τίποτα, κι από πάνω καπνός.
Ζήσαμε κει μέσα. Τίποτα δε χαρήκαμε.
Φύγαμε κείθε γρήγορα. Κι αργά φεύγουν κι αυτές.

(1927)

*

ΟΜΩΣ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΜΑΣ

Όμως ακόμα και κάτω από μας υπάρχουν
άλλα πατώματα
και κάτωθέ τους φαίνεται
πατώματα να υπάρχουν άλλα, κι ακόμα
κι εμάς τους κακότυχους
υπάρχουν άλλοι που
καλότυχους
μας λένε.

(Από το θεατρικό έργο «Το Ψωμάδικο», 1929-30)

*

ΣΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΓΙΟΥ

Άμα γεννιέται ένα παιδί,
όλη η φαμίλια του εύχεται έξυπνο να γίνει.
Εγώ που, με την εξυπνάδα μου,
ρήμαξα τη ζωή μου,
ελπίζω ο γιος μου
αγράμματος να μείνει και φτωχός στο πνεύμα.
Έτσι, θα ζήσει γαλήνια κι ωραία
σαν υπουργός της κυβερνήσεως.

(1938)

*

ΑΝ ΜΕΙΝΟΥΝΕ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ

Αν μείνουνε τα πράγματα όπως είναι
είσαστε χαμένοι.
Φίλος σας είναι η αλλαγή
η αντίφαση είναι σύμμαχός σας.
Από το Τίποτα
πρέπει κ ά τ ι να κάνετε, μα οι δυνατοί
πρέπει να γίνουνε τ ί π ο τ α.
Αυτό που έχετε, απαρνηθείτε το και πάρτε
αυτό που σας αρνιούνται.

(1936)

*

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΙ ΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ

«Μπορεί η αλήθεια ναν΄ θνητή, το ψέμα αθάνατο;»
«Έτσι δείχνουν όλα».

«Που είδες, η αδικία να μη ξεμασκαρεύεται χρόνους και καιρούς;»
«Εδώ».

«Μα ξέρεις κάποιον που η βία να του ΄χει φέρει τύχη;»
«Και ποιός δεν ξέρει;»

«Τότε ποιός μπορεί, σ΄ έναν τέτοιο κόσμο, να τσακίσει τον τύραννο;»
«Εσύ».

Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης

* * *

Ο μόχθος των αρίστων

«Με τι ασχολείσθε;» ρώτησαν τον κύριο Κ. Και ο κύριος Κ. απάντησε: «Είμαι πολύ απασχολημένος: προετοιμάζω το επόμενο λάθος μου».

*

Το ανυπεράσπιστο αγόρι

Ο κύριος Κ. έλεγε πως είναι σφάλμα να καταπίνεις σιωπηλά την αδικία που σου έγινε, και διηγήθηκε την ακόλουθη ιστορία: «Κάποιος περαστικός είδε ένα αγόρι που έκλαιγε και το ρώτησε τι είχε πάθει. “Είχα δύο γρόσες για να πάω σινεμά” είπε το αγόρι, “κι ένα παιδί που περνούσε, μου βούτηξε τη μια γρόσα από το χέρι” – και του ΄δειξε ένα παιδί λίγο πιο πέρα. “Και δε φώναξες βοήθεια;” ρώτησε ο περαστικός. “Πώς δε φώναξα!” είπε το αγόρι, και τα αναφιλητά του δυνάμωσαν. “Και δε σ’ άκουσε κανείς;” ρώτησε πάλι ο περαστικός, και το χάιδεψε τρυφερά. “Όχι” είπε μέσα στ’ αναφιλητά το αγόρι. “Και γιατί δε φώναζες πιο δυνατά; Δεν μπορούσες;” ξαναρώτησε ο περαστικός. “Όχι” ξανάπε το αγόρι, που βλέποντάς τον να χαμογελάει, ένιωσε την ελπίδα του να ζωντανεύει. “Τότε δώσ’ μου την κι αυτή” είπε ο περαστικός, και αρπάζοντάς του την άλλη γρόσα από το χέρι, συνέχισε ανέμελα το δρόμο του.