ΕΠΙΤΑΦΙΟ, 1919
Η Κόκκινη Ρόζα [1] χάθηκε, κι αυτή.
Κανείς δεν ξέρει που το κορμί της παράχωσαν.
Επειδή έλεγε την αλήθεια στους φτωχούς
από τον κόσμο οι πλούσιοι τήνε διώξαν.
[1] Η Ρόζα Λούξερμπουγκ
(1929)
*
ΜΟΤΤΟ ΣΤΑ «ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΒΕΝΤΜΠΟΡΓΚ»
Τον καιρό της φρίκης,
θα τραγουδάμε ακόμα;
Ναι, θα τραγουδάμε:
το τραγούδι της φρίκης.
*
ΣΕ ΣΚΟΤΕΙΝΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ
Δε θα λένε: Τον καιρό που η βελανιδιά τα κλαδιά της
ανεμοσάλευε.
Θα λένε: Τον καιρό που ο μπογιατζής τσάκιζε τους εργάτες.
Δε θα λένε: Τον καιρό που το παιδί πετούσε βότσαλα πλατιά στου
ποταμού το ρέμα.
Θα λένε: Τον καιρό που ετοιμάζονταν οι μεγάλοι πόλεμοι.
Δε θα λένε: Τον καιρό που μπήκε στην κάμαρα η γυναίκα.
Θα λένε: Τον καιρό που οι μεγάλες δυνάμεις συμμαχούσαν
ενάντια στους εργάτες.
Μα δε θα λένε: Ήτανε σκοτεινοί καιροί.
Θα λένε: Γιατί σωπαίνουν οι ποιητές τους;
(1937)
*
ΟΤΑΝ ΜΑΘΕΥΤΗΚΕ Η ΑΙΜΑΤΟΧΥΣΙΑ
ΠΟΥ ΕΚΑΝΑΝ ΟΙ ΤΟΡΗΔΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Εκεί όπου η βρωμιά είναι πιο μεγάλη,
εκεί ακούς τα πιο μεγάλα λόγια.
Μ΄ αν πρέπει τη μύτη σου να φράξεις,
Πώς θα φράξεις την ίδιαν ώρα και τ΄ αυτιά σου;
Αν δεν είχαν βραχνιάσει τα κανόνια,
θα λέγανε: ρίχνουμε για να τηρήσουμε την τάξη.
Αν ο χασάπης πρόφταινε ν΄ ανασάνει,
θα ΄λεγε: κέρδος κανένα εγώ δεν έχω.
Σαν οι συμπατριώτες μου ελληνιστές
διωχτήκανε απ΄ τους ομηρικούς τους κάμπους
όπου αναζητούσαν λιόλαδο και κοπάδια,
οι ελευθερωτές γύρισαν απ’ τη μάχη
και βρήκανε καινούρια αφεντικά
να κυβερνάν τις πολιτείες τους.
Κι απ΄ τα κανόνια ανάμεσα, προβάλανε οι έμποροι.
*
ΕΠΙΤΑΦΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ Μ.
Από τους καρχαρίες γλίτωσα
τις τίγρεις τις εσκότωσα
και με καταβρόχθισαν
οι κοριοί.
Μετάφραση Μάριος Πλωρίτης
* * *
Παραμύθι
Ήταν κάποτε ένας πρίγκηπας, πέρα στην παραμυθοχώρα. Επειδή ήταν ονειροπόλος, του άρεσε πολύ να ξαπλώνει σ’ ένα λιβάδι κοντά στον πύργο, και να ονειρεύεται κοιτώντας τον ουρανό. Γιατί στο λιβάδι αυτό τα λουλούδια άνθιζαν και γίνονταν πιο μεγάλα και πιο όμορφα από οπουδήποτε αλλού. –
Κι ο πρίγκηπας ονειρευόταν λευκούς, κατάλευκους πύργους με ψηλά παράθυρα και φωτισμένα μπαλκόνια.
Έτυχε όμως να πεθάνει ο γερο-βασιλιάς. Ο πρίγκηπας ήταν ο διάδοχός του. Και ο νέος βασιλιάς τώρα πια έβγαινε στα μπαλκόνια των λευκών, κατάλευκων πύργων με τα μεγάλα παράθυρα.
Κι ονειρευόταν ένα μικρό λιβάδι, όπου τα λουλούδια θα άνθιζαν και θα γίνονταν πιο μεγάλα και πιο όμορφα από οπουδήποτε αλλού.
*
Μια αριστοκρατική στάση
Ο κύριος Κόινερ είπε: «Κάποια φορά, πήρα κι εγώ αριστοκρατική στάση (ξέρετε, ευθυτενής, αγέρωχος, με το κεφάλι πολύ ψηλά). Στεκόμουν σε νερό που ανέβαινε, κι όταν μου έφτασε στο σαγόνι, αναγκάστηκα να πάρω τη στάση αυτή».