Τα πάντα γύρω μας είναι «πολιτισμός». Και αλλιώς διατυπωμένο: τίποτα γύρω μας δεν υπάρχει που να μην είναι «πολιτισμός». Απλώς η συντριπτικώς διαδεδομένη παρασημασιακή χρήση της λέξης «πολιτισμός» την έχει κάνει πια να σημαίνει (αυτομάτως στον νου των χρηστών της) μόνο τον θεωρούμενο «καλό» πολιτισμό, αφού αταβιστικά διατηρείται επί αιώνες και αιώνες ο διαχωρισμός δύο καταστάσεων: αυτής που ήθελε τους ανθρώπους να περιφέρονται αενάως ως κτηνώδεις αγέλες και αυτής που τους ήθελε μόνιμα εγκατεστημένους σε «κοινούς βωμούς» και σε «εστίες», όπου ίδρυσαν τις πόλεις τους, έγιναν οι ίδιοι πολίτες και «(εκ)πολιτίστηκαν». Γι’ αυτό και οτιδήποτε ξεφεύγει από τούτο το πλαίσιο θεωρείται (και είναι) εκπεσμός στην κατάσταση του πλάνητος βίου. Αναπόφευκτες είναι και οι συγκρίσεις. Πάντοτε «εμείς» είμαστε πολιτισμένοι σε σύγκριση με τους «άλλους», τους «απολίτιστους», αρκεί να διαπιστωθούν χτυπητές διαφορές ανάμεσά μας. Εκεί λησμονούμε ότι ο χρόνος του πολιτισμού δεν είναι κοινός για όλους. Όλοι οι πολιτισμοί έχουν την ιδιαίτερη ροπή τους και τους εντελώς δικούς τους χρόνους. Η ανάπτυξή τους είναι ασύμμετρη, και δεν θα μπορούσε κανονικά να είναι αλλιώς.
Σε όλες τις κοινωνίες, ιδίως δε σε αυτές που συνέστησαν το λεγόμενο δυτικό πρότυπο, από τη στιγμή που η παραγωγή αυτού του ιδιαίτερου πολιτισμού, που αναφέραμε, έπαψε να γίνεται από κάτω προς τα άνω, από τους ίδιους τους ανώνυμους πολίτες δηλαδή ως ομάδα, και πέρασε στη σχεδόν αποκλειστική αρμοδιότητα διακριτών και εξαιρετικών πολιτών, στους πνευματικούς δημιουργούς και καλλιτέχνες με άλλα λόγια, αναπόφευκτες υπήρξαν τόσο η ένταξη της στο πολιτικό/εξουσιαστικό πλαίσιο, όσο και η ανάλογη οργάνωση και επιτήρησή της. Όσο και αν υπήρξαν χρυσές ιστορικές περίοδοι, που οι δημιουργοί υπεδείκνυαν στους φορείς της εξουσίας την ακολουθησόμενη πολιτική πορεία, το αντίστροφο συνιστά πλέον τον κανόνα: το να ελέγχει και να υποδεικνύει η εξουσία την πολιτιστική πορεία. Οι πασίγνωστες εξαιρέσεις του απλώς τον επιβεβαιώνουν.
Από τη στιγμή μάλιστα που ο δημιουργός προσέρχεται σχεδόν αυτοβούλως (αν όχι δε και με ενθουσιασμό) στην εξέλεγξη του έργου του από τους φορείς της εξουσίας, εξαρτώντας κυριολεκτικώς την ίδια του τη βιοτική ύπαρξη από τον προστατευτικό οφθαλμό του αυθέντη, τα επόμενα δύο ιστορικά βήματα ήσαν αναπόφευκτα. Η εξουσία πρώτα έλεγξε τους δημιουργούς, είτε φιμώνοντάς τους είτε υποδεικνύοντάς τους τι θα δημιουργήσουν, και κατόπιν τους αντικατέστησε με κάποιους παριστάνοντες τους δημιουργούς.
Ο αυθεντικός δημιουργός παραγκωνίζεται έτσι μέχρις εξαφανίσεως: δεν έχει λόγο πουθενά, δεν προβάλλεται το έργο του. Αποκόπτεται από την κατασκευασμένη και ποδηγετημένη πολιτιστική διαδικασία – ναι, «πολιτιστική» είναι, αφού τίποτα δεν υπάρχει στον κόσμο που να μην είναι πολιτισμός. Απαξιώνεται και περιθωριοποιείται ακριβώς επειδή αρνείται να συνεργασθεί, να γίνει «κολαμπό» στο μονότονο πολιτιστικό επιτέλεσμα.
Η θεσμική εξουσία φτάνει σε σημείο να διώκει τον δημιουργικό πολιτισμό προβάλλοντας υποκατάστατά του: φερ’ ειπείν, θεατρικές παραστάσεις που παίζονται από δήθεν ηθοποιούς, μουσικές που είναι μάλλον θόρυβοι και κακοφωνίες, λογοτεχνήματα που ξεκινούν από την παραφιλολογία και εξικνούνται στην ηλιθιότητα. Κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των καταστάσεων είναι το ότι οι «δημιουργοί» είναι πρόθυμοι να κάνουν τα πάντα και να υπακούσουν όλες τις εντολές, κι έτσι ο πολιτιστικός πολίτης ξεπέφτει στο status του πολιτιστικού υπήκοου, γίνεται άθλιο άθυρμα στα χέρια του αυθέντη του.
Το φαινόμενο απαντάται στις μέρες μας σχεδόν παντού. Εκεί που ο ατομικός δημιουργός συνέβαλε με τα έργα του στην κραταίωση της πολιτείας, ως κοινωνίας πολιτών, και στην κοινωνικοποίηση της τέχνης και των γραμμάτων, έρχεται τώρα ο ξαποσταλμένος υποτακτικός της εξουσίας να εκτοξεύσει τα πολιτιστικά σκουπίδια του κατά της κοινωνίας ακριβώς, επειδή αυτή πρέπει να συνηθίσει στην ατροφία του πνεύματός της. Διότι έτσι ελέγχεται, και καλύτερα και αποτελεσματικά. Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε πολλά παραδείγματα. Για να το καταλάβουμε, αρκεί μια ματιά στο τι εκπέμπουν οι τηλεοπτικοί δίαυλοι, που επιστρατεύουν δυστυχείς υπάρξεις να κατεξευτελίζονται και να νομίζουν ότι «είναι κάτι σημαντικό» και το άτομό τους και αυτό που υποδύονται.
Η εξουσία ενεργοποιεί ταυτόχρονα τους «σοβαρούς» και «αναγνωρισμένους» (και μονίμως τους ίδιους και τους ίδιους) κριτές που παπαγαλίζουν επαίνους υπέρ της σκουπιδαρίας και εξαπολύουν μύδρους ψόγων εναντίον όλων όσοι αρνούνται να υπαχθούν στο δεσπόζον πρεταπορτέ υπόδειγμά της. Και έτσι κυριαρχεί η δική της αντίληψη για τα «πολιτιστικά πράγματα», ενώ οτιδήποτε την αντιστρατεύεται, αν δεν καταδιώκεται και δεν κατασυκοφαντείται, απλώς λοιδορείται. Πολύ εύκολα αποτρέπεται πια στις μέρες μας η κοινωνικοποίηση των πολιτών δια της δημιουργίας και της συμμετοχής σε –ας τα ονομάσουμε χάριν της συνεννοήσεως– «πολιτιστικά δρώμενα».
Μέγας μάγιστρος αυτής της πολιτιστικής υφέλιξης είναι η τηλεόραση, υποβοηθούμενη από τα τσουνάμια παραπληροφόρησης που κυριαρχούν στον κυβερνοχώρο. Εκεί, ακόμα και οι ενταγμένοι σε ομάδες, είναι μόνοι και υποχρεώνονται να απολαμβάνουν μια μονόπαντη διασκέδαση, που δεν έχει σχεδόν ούτε ίχνος ψυχαγωγίας και όπου τα πάντα είναι επιφάσεις της.
Είναι πολύ δύσκολη η κατάσταση, και οι δημιουργικοί αρμοί της κοινωνίας έχουν ατροφήσει. Αλλά «αυτόν» τον «πολιτισμό» θέλουμε;
Δημοσιεύθηκε στο”Documento”