ΤΟ ΛΑΛΗΜΑ ΤΟΥ ΕΚΤΟΡΑ
Αγκάλιασα την πυρακτωμένη εξάτμιση της μηχανής
και καθώς έλιωνε η σάρκα μου κι έσταζαν τα αιμοπετάλια
στις, ασφυκτικά γεμάτες, φιάλες με το λευκό κρασί
ενεργοποιήθηκε ο λαμπτήρας ατμοκίνητου οδοστρωτήρα
παρασέρνοντας στο άγγιγμα του
πλαστικά ρούχα που ξέμειναν κρεμασμένα
στις σιδερένιες βιβλιοθήκες των Ακαδημιών.
Σερνόμουν στις μύτες των ματιών
να αποφύγω το λάλημα του Έκτορα
καθώς ανέβαινε με ζήλο
ξύλινες σκάλες της μακαριότητας
στρέφοντας τα δάκτυλα των ποδιών
στο ύψος της φαντασίας του,
μετρώντας τον πόνο, εγκεφαλικών άκρων, σε λίμπρες οξυγόνου.
Εσωστρεφής ναυτία με ζάλισε
την ώρα που έστυβα το γαλάζιο του ουρανού
να ξεριζώσω, με υγρή διαίσθηση,
το φορτίο των ανθρώπων που συνάντησα.