Θυμάμαι πάντα τον ρόλο του τόπου στη λογοτεχνία της Ηπείρου. Όπως εγγράφεται στη μνήμη των τραγουδιών της ξενιτιάς που αναλαμβάνουν να ιστορήσουν τον τόπο τους, για να αποκτήσουν τη δυνατότητα να διατηρήσουν τους μνημονικούς δεσμούς με τον γενέθλιο τόπο. Να μην ξενέψουν.
Ο τόπος έχει ιδιαίτερη θέση στις ποιητικές και πεζογραφικές φωνές παγκοσμίως, όχι μόνο στην Ήπειρο. Είναι αυτός που γεννάει τις μνήμες και διαμορφώνει πολιτισμικές πρακτικές, συγκροτεί τις αφηγήσεις. Και οι τελευταίες είναι αυτές που μετασχηματίζουν τον τόπο σε πλαίσιο για την αφήγηση. Αυτή η σχέση έχει γενικευτεί τα τελευταία χρόνια με την ανάγκη επανα-ανακάλυψης του τόπου ως υλικού για την είσοδο στη λογοτεχνία. Οι λαϊκές αφηγήσεις, η παιδική ηλικία γίνονται το στημόνι ώστε να ξαναφωτίσουν τις ζωές των εγκατεστημένων πια στα αστικά κέντρα.
Ο τόπος στη δική μου πεζογραφία διαχέεται παντού. Σε κάθε λέξη και εικόνα. Έχω θητεία στο λαϊκό παραμύθι και στις λαϊκές αφηγήσεις, όπου ο τόπος , ακόμη κι όταν οι ιστορίες αποκτούν πεποιημένα, μυθοπλασμένα γνωρίσματα, λειτουργείς ως καμβάς αφηγηματικής προβολής. Ο τόπος δίνει σάρκα στους ήρωες και τις ηρωίδες κι αυτό διευκολύνει τη συναισθηματική ταύτιση και το ταξίδι, ενώ παράλληλα η λογοτεχνική επεξεργασία λειτουργεί ως αναγνωστικός αναστοχασμός με τη διαμόρφωση της αναγκαίας απόστασης από τα ιστορούμενα..
Η αφήγηση του τόπου δεν είναι μια αδιάφορη περιγραφή, που προσθέτει ονόματα, εικόνες, λέξεις της πανίδας και της χλωρίδας. Δεν μπορεί να εκληφθεί ως μια αδιάφορη διαδικασία. Οι ήρωες, ακόμη και οι μυθοπλασμένοι, ως ιστορική αναφορά στον χρόνο και τον τόπο, είναι σε άμεση συνάρτηση και συμπληρωματική ανάγνωση με την αφηγούμενη ιστορία και τη δυνατότητα. Τα πρόσωπα ενός πεζογραφήματος, ακόμη και της πιο μικρής φόρμας, κουβαλάνε τον τόπο, ακόμη κι όταν αυτό δεν είναι ορατό. Έχω την εντύπωση πως θα ήταν αδύνατο να αισθανθεί κάποιος την αναγνωστική δόνηση από το λατινοαμερικάνικο μυθιστόρημα αν απουσίαζε ο τόπος. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Δημήτρη Χατζή. Οι ιστορίες του θα ήταν μετέωρες χωρίς τον τόπο και τον μετασχηματισμό του μες στον χρόνο.
Θα αναφέρω το παράδειγμα του πρώτου μου μυθιστορήματόςς μου «Ο δικός μου θεός». Κυκλοφόρησε το 2004 και μιλούσε , σε πρώτο επίπεδο, για τον έρωτα δυο νέων ανθρώπων. Είναι μια ερωτική ιστορία. Όμως , ο τόπος γίνεται φυλακή κι αδιέξοδο για τους δύο ερωτευμένους, μια χριστιανή κι έναν μουσουλμάνο. Τόπος η Κομοτηνή στα τέλη του εικοστού αιώνα. Δυο πατρίδες μέσα σ’ έναν τόπο. Μια πόλη διαιρεμένη που υψώνει τείχη επιχειρώντας να ελέγξει τα συναισθήματα των ανθρώπων. Την ίδια τη ζωή τους. Έτσι ο τόπος δεν μπορεί να αποκτήσει αφηρημένα ή δυστοπικά χαρακτηριστικά. Έχει ιστορικότητα. Οι ζωής των δύο νέων φωτίζονται με τον εγκιβωτισμό τους στον τόπο. Το μυθιστόρημα λοιπόν γίνεται έτσι η σκηνή για την εξιστόρηση του τόπου. Δεν είναι συμπληρωματικός ο ρόλος του. Οι ήρωες και οι ηρωίδες του υφίστανται ακρωτηριασμό χωρίς αυτόν.
Το ίδιο θέμα αντιμετώπισα και σ’ ένα άλλο μυθιστόρημά μου (Οι τελευταίες πεντάρες, 2016). Ο τόπος επωμίζεται να δραματοποιήσει την ίδια την ιστορία. Η Παργινόσκαλα, ο τόπος όπου 48 πολίτες της Πρέβεζας εκτελέστηκαν τον Σεπτέμβριο του 1944, σε μια προεμφυλιακή σύγκρουση, έγινε το τοπόσημο του τραύματος που χώρισε την πόλη και ταυτόχρονα προκάλεσε σιωπές.
Ο τόπος διατρέχει όλα τα πεζογραφήματά μου. Και δεν είναι αποκλειστικά ο γενέθλιος τόπος της Ηπείρου. Είναι η Θράκη, η Αθήνα, η Θεσσαλία, η Φιλαδέλφεια και το Κολόμπους των ΗΠΑ. Οι ήρωες έχουν τα πόδια τους στον τόπο κι αυτό τους καθιστά γήινους και αφηγηματικούς εκπροσώπους ενός πολιτισμικού ήθους, που είναι συνισταμένη αντιφατικοτήτων.
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Ο δικός μου θεός», Ταξιδευτής 2014
Άργησε να πάει στο γραφείο ,κόντευε μεσημέρι. Στο τηλέφωνο ήταν η Μαίρη, «είδες τις εφημερίδες;» Δεν είχε όρεξη για τίποτε, ούτε τον αγαπημένο του καφέ δεν ήπιε. Ο «Εθνικός Παλμός» ξεπέρασε κάθε προηγούμενο πρωτοσέλιδο. «Τι εζητούσε ο Μουσουλμάνος δημοσιογράφος εις το διαμέρισμα της κυρίας καθηγητρίας;» Αναρωτήθηκε πού είχε τις πληροφορίες, ανέφερε συγκεκριμένη ώρα για την επίσκεψη. Ο νους του πήγε στη συνάντηση με τον ευτραφή κύριο που έβγαινε από το ασανσέρ, δεν τον πρόσεξε τότε .Οι κύκλος έσφιγγε κι από τις δυο μεριές, διαισθανόταν ότι τους ευχαριστούσε όλους το σφίξιμο του σκοινιού.
«Ίσως, το βόλεμα στο δικό σου τείχος είναι μια καλή επιλογή, όλα κυλάνε χωρίς μπέρδεμα. Διαφορετικά, όλοι ορμάνε πάνω σου να σε κατασπαράξουν .Ο έρωτας που όλοι υμνούν, που αναγνωρίζουν τη δύναμή του, φαίνεται ότι μπορεί να συγκινήσει τους ανθρώπους, πέρα από θρησκεία και χρώμα, πέρα από τα τείχη, μόνο όταν γίνεται λογοτεχνία, τέχνη. Αλλιώτικα, καταντάει να τρέφει την περιέργεια όσων σταματάνε στα μανταλάκια των περιπτέρων, να συντροφεύει και να γεμίζει τις ώρες στα πεζοδρόμια, τα καφενεία, τα σαλόνια».
Η καινούργια γραμματέας του τον ενημέρωσε ότι ο πρόξενος ήθελε να του μιλήσει, «δεν είμαι για κανέναν στο γραφείο». Της μίλησε απότομα. Ξαναγύρισε στο διαμέρισμα, δεν ήθελε να μιλήσει με κανέναν, τον απασχολούσε μόνο η Μαίρη και το βραδινό τους ραντεβού.
Τον περίμενε στην εσοχή της πολυκατοικίας, «καταιγιστικές εξελίξεις», τα πρώτα λόγια που του είπε. Ήταν χλομή . «Με κάλεσε ο Δήμαρχος στο γραφείο του. Ο αρχηγός της αντιπολίτευσης στο Δημοτικό Συμβούλιο απειλεί να τον καταγγείλει για υποστήριξη στην έρευνά μου .Μου εδήλωσε καθαρά ότι δεν μπορεί, πλέον, να συνεχίσει την υποστήριξη της έρευνάς μου μετά τα τελευταία γεγονότα ,παρά το γεγονός ότι συμφωνεί με τις ιδέες μου. Έχει εκλογές και οι ψήφοι των Μουσουλμάνων θα κρίνουν το αποτέλεσμα, είναι αλήθεια πως ήταν ειλικρινής μαζί μου, σχεδόν κυνικός».
* Ευάγγελος Αυδίκος, Ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Γεννήθηκε στην Πρέβεζα (1951), με καταγωγή από το Συρράκο Ιωαννίνων. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και έκανε διδακτορικό στο ίδιο ίδρυμα στην αστική λαογραφία. Υπηρέτησε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση για 14 χρόνια και μετά στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και για αρκετά χρόνια στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Έχει γράψει 20 μονογραφίες, ενώ πολλά άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε διεθνή περιοδικά.
Παράλληλα ασχολείται με την πεζογραφία. Έργα του :
α. Το βλέμμα στον τοίχο με τη μαντανία, διηγήματα, Ελληνικά Γράμματα2001. β. Ο δικός μου Θεός, μυθιστόρημα, Ταξιδευτής 2004. γ. Η κίτρινη ομπρέλα, μυθιστόρημα, Μεταίχμιο 2007 (ήταν στη μικρή λίστα του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ για το βραβείο μυθιστορήματος 2008). δ. Η Σκιά της Μίκας, μυθιστόρημα, Ταξιδευτής2013. ε. Οι τελευταίες πεντάρες, μυθιστόρημα,Ταξιδευτής2016. στ. Οδός Οφθαλμιατρείου, μυθιστόρημα, Εστία 2019. (Βραβείο ελληνικού μυθιστορήματος από το The Athens Prize for Literature 2020. ήταν στην μικρή λίστα των βραβείων του Public 2020, στην κατηγορία «ελληνικό μυθιστόρημα»).
Διηγήματά έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά: ΙΑΜΒΟΣ, ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ, Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ, ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟΝ, ενώ έχει εβδομαδιαία συνεργασία με την Εφημερίδα των Συντακτών