Scroll Top

Νατάσα Χαλκιά: Ο αχρονικός χαρακτήρας του μύθου στην ποίηση της Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ

 

Η ποίηση του εμείς
Η ποίηση της Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ είναι στοχαστική και ταυτοχρόνως γήινη, υπό την έννοια του βάθους και του ρεαλισμού που αποτυπώνονται στη θεματολογία, στα μοτίβα, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Το έργο της διαμορφώνει, δηλαδή, μια ποίηση σχεδόν καθολική, ενώ παράλληλα αναδεικνύει ερωτήματα δραστικού στοχασμού για τον αναγνώστη.
Το ποιητικό σύμπαν της Αγγελάκη – Ρουκ αποτελούν κυρίως η περιπέτεια της ανθρώπινης ύπαρξης, ο ανελέητος χρόνος και το φθαρτό σώμα. Οι έννοιες αυτές διατρέχουν το σύνολο του έργου της, ενώ η «ύλη» είναι εκείνη που τις σημασιοδοτεί. Στο σώμα, τέλος, αισθητοποιείται ο έρωτας, αλλά και η φθορά του χρόνου που διανύεται και ολιγοστεύει. Η παρέλευση του χρόνου (με τις οδυνηρές συνέπειες που επιφέρει) οδηγεί τον άνθρωπο στη συνειδητοποίηση της «απόλυτης» μοναξιάς με την -πάντοτε- κατά μόνας πορεία προς τον θάνατο. Στην πραγματικότητα η ποιήτρια μετουσιώνει τις προσωπικές της αναζητήσεις σε μια φιλοσοφία «περί των ανθρωπίνων».
Και ενώ στην τελευταία της συλλογή Με άλλο βλέμμα (2018), και συγκεκριμένα, στο ποίημα «Θάνατος, ο ανύπαρκτος» η ίδια αρχικώς δίνει την εντύπωση πως πρόκειται για μια εξέλιξη που την αφήνει αδιάφορη απέναντι στην επιτακτική ανάγκη για επιβίωση,

«Εγώ τώρα το θάνατο κατάματα κοιτώ
κι αδιάφορη μ’ αφήνει∙
με αγωνία δεν τον ρωτάω, να μαντέψω δεν
προσπαθώ
πόση ζωή μου μένει.
Ένας είναι μόνο ο σκοπός μου:
η επιβίωση.»

στο ίδιο corpus, στο ποίημα «Η κακή μετάφραση» φωτογραφίζεται με αυτοσαρκασμό και θλίψη το εξουθενωτικό αίσθημα του επερχόμενου θανάτου ταυτίζοντάς τον με την απουσία του έρωτα:

Η πιο τέλεια μετάφρασή μου ήταν
όταν «σε έρωτα μετέφρασα της ζωής το τέλος»
όταν το θάνατο με τη γραφή μου αγκάλιασα
και τον έκαμα μούσα.
Τώρα κακή μου φαίνεται
εκείνη η μετάφραση
γιατί καμιά μούσα
δεν έρχεται να με δοκιμάσει.

Για τα χαρακτηριστικά της ποίησης της Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ έχουν γραφτεί σημαντικά κριτικά κείμενα. Το σύνολο των ποιημάτων της συνιστά άλλωστε μοναδικό μείγμα ποιητικού «διαλόγου», αφήγησης και υπαρξιακού στοχασμού, όπου η ίδια συνομιλεί με τον εαυτό της για τα σημαντικά ζητήματα της ζωής, καταθέτοντας με μουσικότητα, λιτή δραματικότητα και κουβεντιαστό ύφος την ποιητική της θεματολογία. Με τα μεγάλα ιδανικά και τις στομφώδεις εκφράσεις να απουσιάζουν, η Αγγελάκη – Ρουκ επιχειρεί μια καταβύθιση στο ατομικό «εγώ» για να θεμελιώσει, τελικώς, την ποίηση του «εμείς».

Η γυναικεία γραφή
Καίρια συμβολή της Αγγελάκη – Ρουκ αποτελεί η αναζήτηση της έμφυλης ταυτότητας και η προσπάθειά της να συμπυκνώσει μέσα στην ποίησή της τον γυναικείο χωροχρόνο. Ο ποιητικός της προβληματισμός, αλλά κυρίως οι εκφραστικοί τρόποι και η χρήση της γλώσσας αποτέλεσαν τους βασικούς πυλώνες για τον χαρακτηρισμό της γραφής της ως «γυναικείας».
     Η ίδια, σε σύντομο κείμενό της, έγραψε: «Οι γυναίκες που δέχονται τον ορισμό “γυναικεία γραφή” δεν τον βλέπουν σα μια μονολιθική κατάταξη, όπου πρέπει, σώνει και καλά, να ενταχθούνε αυτές και τα γραφτά τους. Αντίθετα, το γένος είναι ένα πολυσύστημα, μια πλειονότητα από ιδέες και τρόπους ύπαρξης, που, όλα μαζί, αποτελούν το θηλυκό. Τονίζονται οι διαφορές και εκτίθεται η ποικιλία της γυναικείας εμπειρίας από την ταξική, εθνική, ζωγραφική, πολιτική ή σεξουαλική πλευρά» (Αγγελάκη-Ρουκ, 1990:26).

Το μυθολογικό διακείμενο και η Θεωρία της Αποδόμησης
Όλοι οι «αρχαίοι μύθοι» σημειώνει ο Artaud (1961) «περιέχουν καθαρές δυνάμεις. Δημιουργήθηκαν, για να διατηρηθούν και να επιδεικνύουν αυτές τις δυνάμεις τους». Αλλά και ο Brunel (1992) επισημαίνει ότι ο μύθος, επειδή αποτυπώνει αντιφατικές έννοιες, «μπορεί να γίνει ένζυμο για τη λογοτεχνία που αψηφά τον χρόνο, ένας ζωντανός πυρήνας για το έργο που τον εμφανίζει μέσα στη διαφάνειά του».
     Ο Ευριπίδης Γαραντούδης (2014) αναφέρει ότι στη συλλογή Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης (1977) η ποιήτρια υιοθετεί ένα μυθολογικό γυναικείο προσωπείο, την Πηνελόπη (σύμβολο πίστης και αφοσίωσης στον αγαπημένο), για να παρουσιάσει μεταμφιεσμένα τα δικά της αισθήματα χρησιμοποιώντας στοχευμένα μια περσόνα που είχε υποβαθμιστεί κάτω από την προβολή του κυρίαρχου άνδρα.
Υπό το πρίσμα μιας διαφορετικής ανάγνωσης του Ομήρου, η Αγγελάκη – Ρουκ ως θιασώτρια της θεωρίας του Derrida, ο οποίος εισηγήθηκε την αποδόμηση «ως τρόπο ανάγνωσης κάθε είδους κειμένων, με στόχο να αποκαλύψει και να ανατρέψει τις σιωπηρές μεταφυσικές προϋποθέσεις της δυτικής σκέψης» (Abrams, 2005:47) συνθέτει τον σύγχρονο μύθο της Πηνελόπης. Εκμεταλλευόμενη το αρχαιοελληνικό μυθικό πρόσωπο και τη δυναμική που αυτό κρύβει για τον σύγχρονο αναγνώστη, το μεταχειρίζεται ως αφετηρία για το θέμα της, ενώ μεταπλάθει τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του σύμφωνα με την ποιητική της στόχευση. Έτσι τα χαρακτηριστικά της ηρωίδας της ή, καλύτερα, της αντιηρωίδας της, χρησιμοποιούνται ως όχημα για την αποκάλυψη της ίδιας της δημιουργού κάτω από το ποιητικό προσωπείο της ομηρικής Πηνελόπης.
Εμφορούμενη από την πεποίθηση πως κάθε μύθος έχει διακειμενική επαφή με όλα τα κείμενα που προηγήθηκαν, αναπτύσσει μια άκρως ενδιαφέρουσα «συνομιλία» με το μυθικό πρότυπο, μετατρέποντας τήν, καταρχάς, σχέση ταυτότητας, σε μια σχέση ουσιαστικής διαφοράς. Με άλλα λόγια, επιχειρεί την αποδόμηση / αποκατασκευή του αρχετυπικού μύθου και αποκαλύπτει τη δύναμη του (κάθε) κειμένου να αντιστέκεται στην παράδοση της μονοδιάστατης ανάγνωσης συνδράμοντας με τον αυτόν τρόπο στην επιβίωσή του με σύγχρονους, πλέον, όρους.

Το υφαντό ως κείμενο
Η Αγγελάκη – Ρουκ ορμώμενη από τον μύθο της Πηνελόπης κατά τη δεκαετία του 1970, όπου και εντοπίζεται η ακμή του γυναικείου κινήματος, καλλιεργεί τον ποιητικό αντίποδα του συμβόλου της συζυγικής πίστης. Μέσα από τις συλλογές Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης (1977), Οι μνηστήρες (1984) και Ωραία έρημος η σάρκα (1996) η ποιήτρια αυτοβιογραφείται ενδυόμενη τη συμβολική μορφή της Πηνελόπης.
Eπιχειρώντας μια φεμινιστική ανα-αφήγηση του ομηρικού μύθου, μια «μελέτη» για τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ ενός σημαντικού κειμένου και των δυνάμει ανατρεπτικών εκδοχών του, απευθύνει μια πρόσκληση στον αναγνώστη να «μετα-αναγνώσει» την Πηνελόπη μέσα από ένα κληροδότημα ποικίλων ερμηνευτικών προσεγγίσεων.
Το σώμα των ποιημάτων της που αφορούν στην Πηνελόπη χαρακτηρίζεται από το λιτό και πεζολογικό ύφος της μεταπολεμικής ποίησης. Η μυθική ηρωίδα αποτελεί το alter ego της ποιήτριας από την άποψη της δημιουργικότητας. Κεντρικό σημείο της ποιητικής της είναι η δυσκολία «γέννησης» ποιητικού λόγου, καθώς προϋποθέτει μια βασανιστική διαδικασία κατανόησης του ίδιου του εαυτού της. Την ίδια δυσκολία διαπιστώνει η ποιήτρια και στην προσπάθεια της Πηνελόπης να παραγάγει το δικό της «κείμενο» (υφαντό) έχοντας προηγουμένως καταδυθεί στο εσώτερο εγώ της. Οι λέξεις για την Αγγελάκη – Ρουκ είναι ό,τι και οι κλωστές για την Πηνελόπη, αφού και στις δυο περιπτώσεις χτίζεται ένα «κείμενο» με αφηγηματικές ιδιότητες και σημάνσεις.
Ανατρέποντας ή και υπονομεύοντας ταυτοχρόνως το ομηρικό πρότυπο καλλιεργεί έναν νέο γυναικείο μύθο που θεμελιώνεται στην καταρχήν θεώρηση της ύφανσης εκ μέρους της ποιήτριας ως εργασίας με σημαντική πολιτισμική προσφορά. Η Πηνελόπη ορθώνεται σε σύμβολο πολιτισμού, χωρίς την αρωγή της οποίας δεν θα διασώζονταν βασικά ίχνη της ιστορικής πορείας του ανθρώπου. Η γυναίκα απενοχοποιείται ως υποκείμενο, παύει να θεωρείται συνώνυμο της σεξουαλικότητας, ενώ αναδύεται ο δημιουργικός της ρόλος και, μάλιστα, στο πλαίσιο ενός δυστοπικού ανδρικού σύμπαντος.

Ο δρόμος προς την ανεξαρτησία
Η Πηνελόπη της Αγγελάκη – Ρουκ «αποποιείται» τρόπον τινά του ρόλου της υφάντρας, αυτοσυστήνεται ως δημιουργός και χρίζει τον εαυτό της ως γράφον υποκείμενο που μεταχειρίζεται μια εναλλακτική «αφηγηματική τεχνική», καθαρά γυναικεία. Κατασκευάζει το δικό της «κείμενο» χρησιμοποιώντας κλωστές αντί γραφίδα και κληροδοτεί πολιτισμικά ίχνη για μια εποχή χωρίς σημειωτικό σύστημα γραφής:

Λέει η Πηνελόπη

Δεν ύφαινα, δεν έπλεκα
ένα γραφτό άρχιζα, κι έσβηνα
κάτω απ’ το βάρος της λέξης […]
Σβήνω, σχίζω, πνίγω
τις ζωντανές κραυγές […]
(Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης, 1977)

Παράλληλα, στο ίδιο ποίημα, δηλώνει την πορεία της προς την αυτονόμηση και αρθρώνει ξεκάθαρα το τέλος μιας εποχής ετεροκαθορισμού της από τον Οδυσσέα – άντρα κόβοντας το νήμα που τη δένει μαζί του:

κι εγώ με λέξεις θα κόβω
τις κλωστές που με δένουν
με τον συγκεκριμένο άντρα […]

Φυσικά, το τραύμα της ερωτικής απουσίας είναι ευδιάκριτο «Κι ενώ η απουσία είναι το θέμα της ζωής μου / – απουσία από τη ζωή – / κλάματα βγαίνουν στο χαρτί / κι η φυσική οδύνη του σώματος / που στερείται», αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και μοχλό για τη συνειδητοποίηση της ανάγκης αυτοκαθορισμού της: «Δε θα ‘σαι ποτέ εδώ / με το λάστιχο να ποτίζεις τα λουλούδια / να στάζουν τα παλιά ταβάνια / φορτωμένα βροχή / και να ‘χει διαλυθεί η δική μου / μες στη δική σου προσωπικότητα / ήσυχα, φθινοπωρινά…».
     Σε μια ηρωική στιγμή η Πηνελόπη αρνείται την «ταυτότητα» του παρελθόντος που την ήθελε να αποτελεί ενσάρκωση της αναμονής και δηλώνει «Σε λησμονώ με πάθος / κάθε μέρα». Η άρνηση του Οδυσσέα είναι λυτρωτική και απαραίτητη για τη συνειδητοποίηση του γυναικείου της εγώ.
Η επανάσταση της Πηνελόπης, ποιητικής περσόνας της Αγγελάκη – Ρουκ, έχει γραμμική εξέλιξη. Στην ποιητική συλλογή του 1977 κάνει ένα σημαντικό βήμα αποδίδοντας δημιουργικό και καθολικά χρηστικό χαρακτήρα στην ύφανση. Στην επόμενη συλλογή παρουσιάζει την ανατομία του «εγκλήματος» που συντελείται στην ανδροκρατούμενη κοινωνία της εποχής. Αποκλεισμένη στον γυναικωνίτη αισθάνεται τον διαρκή έλεγχο και τη χειραγώγηση που υφίσταται από τους άνδρες:

Οι μνηστήρες

Απ’ το παράθυρο
ο κήπος μοιάζει ν’ ανήκει
αλλού
και το σπίτι να ταξιδεύει
πάνω σ’ ένα φύλλο.
Μέσ’ απ’ τη γρίλια
κομμένοι φέτες συνεδριάζουν
οι μνηστήρες της σιωπής μου
οργανώνουν τη ζωή μου
σαν βεγγέρα
κι ανεβαίνει ως τα πάνω πατώματα […]

(Οι μνηστήρες, 1984)

Ωστόσο, μέσα σε ένα πλαίσιο απομόνωσης «Απ’ το παράθυρο / ο κήπος μοιάζει ν’ ανήκει / αλλού […] Μέσ’ απ’ τη γρίλια […]» η Πηνελόπη αποκαθηλώνει στο πρόσωπο του Οδυσσέα κάθε αρσενικό και την εξουσία που ασκεί επάνω της «Ας μη μιλήσω πάλι / για τη θεσπέσια φωνή του / τη λίγη πρωτοτυπία του / που τον έκανε αιώνιο απ’ την αρχή […] Τα πρόσωπα υπάρχουν / μόνο μέσα μας / τα μάτια τους λάμνουν / στα υγρά του οργανισμού μας», μάχεται σθεναρά «Περιμένοντας φτάνω στην ουσία / του εαυτού μου […]» και κατακτά την πολυπόθητη νίκη «αλλά για μιαν αλλαγή / μια λαμπερή κλωστή / μέσα μου […]».
     Φτάνοντας στην ποιητική συλλογή Ωραία έρημος η σάρκα (1996) διαπιστώνουμε πως η Αγγελάκη – Ρουκ έχει διανύσει επιτυχώς την πορεία απελευθέρωσης του ποιητικού της εγώ. Στο ποίημα «Η άλλη Πηνελόπη» η μυθική περσόνα εξακολουθεί να αυτοβιογραφείται παίρνοντας, όμως, αποστάσεις από την εικόνα της απρόσιτης βασίλισσας:

Η άλλη Πηνελόπη

Μέσ’ απ’ τις ελιές έρχεται η Πηνελόπη
με τα μαλλάκια της όπως όπως μαζεμένα.
κι ένα φουστάνι απ’ τη Λαϊκή,
μπλε μαρέν με άσπρα λουλουδάκια […]
(Ωραία έρημος η σάρκα, 1996)

    Από την άρνηση του Οδυσσέα σε α΄ πρόσωπο («Σε λησμονώ με πάθος / κάθε μέρα») της πρώτης ποιητικής συλλογής, περνάει την γ΄ πρόσωπη αφήγηση – γεγονός που έχει τη σημασία του – και στέκεται με απορριπτική διάθεση «στην ιδέα Οδυσσέας». Ο σύντροφος, ο σύζυγος και η εξάρτησή της από αυτόν αφενός «υποβαθμίζεται» συνειδησιακά, αφού παύει να έχει υλική διάσταση, ο Οδυσσέας δεν είναι παρά μια «ιδέα». Ο αγώνας της αφετέρου εντοπίζεται στο πνευματικό πεδίο, γι’ αυτό και η ίδια εξυψώνεται σε ον υπερδύναμο, κριτικά σκεπτόμενο και, τελικά, αυτόνομο:

Μας εξηγεί πως δεν ήταν από προσήλωση
στην ιδέα «Οδυσσέας»
που άφηνε τους μνηστήρες χρόνια
να περιμένουν στο προαύλιο
των μυστικών συνηθειών του κορμιού της […]

Την ίδια απορριπτική διάθεση συναντάμε και λίγο παρακάτω, αλλά αυτή τη φορά ο στόχος δεν είναι κάποιο πρόσωπο. Μέσα από μια ιδιαίτερη παρομοίωση η ποιήτρια καταδεικνύει την εξέλιξή της σχετικά με τον βαθμό επίτευξης του προσωπικού της στόχου. Στους στίχους «Αχώριστοι ο έρωτας κι ο πόνος / όπως το κουβαδάκι κι ο μικρός στην αμμουδιά», αφού πρώτα ταυτίζει τον έρωτα με τον πόνο, στη συνέχεια απομειώνει την ισχύ του ερωτικού τραύματος, όταν το παρομοιάζει με την εικόνα του παιδιού στην αμμουδιά. Κάθε προσπάθεια του μικρού να δομήσει κάτι στέρεο πάνω σε σαθρά θεμέλια είναι μάταιη, κάθε κατασκευαστική απόπειρα είναι καταδικασμένη να αποτύχει.

Επίλογος
Η Αγγελάκη – Ρουκ ακολουθεί μια παράδοση ποιητών μείζονος σημασίας (Καβάφη, Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσου) που ανακάλυψαν στον αρχαίο ελληνικό μύθο μια μήτρα έτοιμη να κυοφορήσει τα αιώνια άλυτα πανανθρώπινα προβλήματα που αναφέρονται στον έρωτα, τον θάνατο και τη μοίρα (Highet, 1988). Ο T.S. Eliot, εξάλλου, στη βιβλιοκριτική του (Ulysses, Order and Myth, 1923) για την Οδύσσεια του James Joyce σημειώνει:
Με τη χρησιμοποίηση του μύθου και πλέκοντας μια συνεχή παραλληλία ανάμεσα στη σύγχρονη εποχή και την αρχαιότητα, ο κ. Joyce ακολουθεί μια μέθοδο που πρέπει μετά από αυτόν να ακολουθήσουν κι άλλοι. Δεν θα γίνουν μιμητές περισσότερο από τον επιστήμονα εκείνο που χρησιμοποιεί τις ανακαλύψεις ενός Αϊνστάιν για να προχωρήσει στη δική του ανεξάρτητη, βαθύτερη έρευνα. Είναι απλώς ένας τρόπος για να ελέγξει κανείς, να δομήσει, να αποδώσει μορφή και αξία στο τεράστιο πανόραμα ματαιότητας και αναρχίας που είναι η σύγχρονη ιστορία (Οδυσσέας, Τάξη και Μύθος).
     Σε αυτό το πλαίσιο η ποιήτρια ανακαλύπτει ιδέες, θέματα και σύμβολα, τα οποία ανακατασκευάζει διαρρηγνύοντας το κέλυφος του μύθου, για να ανασυνθέσει τον δικό της. Το δημιούργημά της αποτελεί μια ακόμη απόδειξη για τον «αχρονικό» χαρακτήρα της μυθικής παράδοσης ως πηγής έμπνευσης που επιδέχεται πολλές και εναλλακτκές «αναγνώσεις» με στόχο, πάντοτε, την ανάδειξη του ποιητικού λόγου ως μέσου προσωπικής έκφρασης και υψηλής δημιουργικότητας.

* Η Νατάσα Χαλκιά είναι Φιλόλογος και κάτοχος ΜΑ Δημιουργικής Γραφής

_____________

Βιβλιογραφία

1.Abrams, M. H. (2005). Λεξικό λογοτεχνικών όρων. Θεωρία, ιστορία, κριτική της λογοτεχνίας, μτφρ. Δεληβοριά Γ. – Χατζηιωαννίδου Σ. Αθήνα: Πατάκης.

2.Artaud, A. (1961). Atrée et Thyeste ou la supplice de Tantale. Œuvres Complètes, επιμ. Paule Theverin. Paris: Gallimard, pp: 185 – 187.

3.Brunel, P. (1992). Mythocritique: Théorie et parcours. Paris: Presses Universitaires de France.

4.Eliot, T. S. (1923). Ulysses, Order and Myth. Οδυσσέας, τάξη και μύθος, μτφρ. Τσελέντη – Αποστολίδου, Π. (1985). Περιοδικό Η Λέξη, τ. 43, σσ. 240 – 243.

5.Highet, G. (1949). The Classical Tradition. Greek and Roman Influences on Western Literature, μτφρ. Μαστοράκη, T. (1988). Η κλασική παράδοση. Ελληνικές και ρωμαϊκές επιδράσεις στη λογοτεχνία της Δύσης. Αθήνα: MIET, σ. 710.

6.Αγγελάκη-Ρουκ, Κ. (1977). Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης. Θεσσαλονίκη: Εγνατία/Τραμ. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Αγγελάκη-Ρουκ, Κ. (1999). Ποιήματα (1963–1977). Αθήνα: Καστανιώτης.

7.Αγγελάκη-Ρουκ, Κ. (1984). Οι μνηστήρες. Αθήνα: Κέδρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Αγγελάκη-Ρουκ, Κ. (1999). Ποιήματα (1963–1977). Αθήνα: Καστανιώτης.

8.Αγγελάκη-Ρουκ, Κ. (1996). Ωραία έρημος η σάρκα. Αθήνα: Καστανιώτης. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Αγγελάκη-Ρουκ, Κ. (1999). Ποιήματα (1986–1996). Αθήνα: Καστανιώτης.

9.Αγγελάκη-Ρουκ, Κ. (1990). Με πραγματικά βατράχια μέσα (στο βιβλίο Φραντζή, Α. – Αγγελάκη-Ρουκ, Κ. – Γαλανάκη, Ρ. – Παπαδάκη, Α. & Παμπούδη, Π. (1990). Υπάρχει, λοιπόν, γυναικεία ποίηση;). Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας-Σχολή Μωραΐτη, σσ. 23-33: 26.

10.Γαραντούδης, Ε. (2014). Οι μεταμορφώσεις του σώματος σε ποίηση. Περιοδικό Ο Αναγνώστης (ανακτήθηκε 14/04/2020).