Scroll Top

“Η αφήγηση του τόπου και ο τόπος ως αφήγηση” από τον Άρη Σφακιανάκη

Έχω γεννηθεί, μεγαλώσει και ανδρωθεί κάτω από τη σκιά του τάφου του Καζαντζάκη – στο πατρικό μου που βρίσκεται εντός των τειχών στο Ηράκλειο. Νομίζω ότι αυτό τα λέει όλα.
Σχετικά με το μυθιστόρημα Η Σκιά του Κυβερνήτη: Χρειάστηκα να σκεφτώ τον Καποδίστρια πάνω σε ‘κείνον τον λόφο ώστε να ξεκινήσει το μυθιστόρημα. Χωρίς τόπο δεν υπάρχει χρόνος.

Η ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗ (Κέδρος, 2019)

Ήταν ένας παγωμένος Δεκέμβρης. Από το φουρτουνιασμένο πέλαγος της Αδριατικής, κρύες σπιλιάδες ράντιζαν το πρόσωπό μου με αλμύρα. Το ξεροβόρι, τσουχτερό, περόνιαζε τα κόκαλά κι έφερνε δάκρυα στα μάτια. Τυλίχτηκα στο μακρύ παλτό μου και στριμώχτηκα στην κώχη του Αγίου Κυριακού. Οι μουσκεμένες πλάκες της εκκλησίας νότισαν τη μαύρη φορεσιά μου, δώρο μια κόμισσας από τη Μοραβία. Πάνω από το καμπαναριό, ο ουρανός ήταν βαρύς, γεμάτος μελανά, δυσοίωνα σύννεφα, και μια βροχή μονότονη μούλιαζε τις κεραμωτές σκεπές και τα πλακόστρωτα καλντερίμια της πόλης. Ομπρέλα δεν κρατούσα για να μη δίνω στόχο.
Εδώ και τρεις βδομάδες ένας μεσόκοπος άντρας ανέβαινε τα 247 σκαλιά που οδηγούσαν από την προκυμαία στον καθεδρικό ναό της Αγκόνας. Είτε με βροχή, είτε με χιόνι, είτε με την άγρια εκείνη τραμουντάνα που μαγκώνει τις καρδιές, ο άντρας έφτανε πάντα κατά τις οχτώ το πρωί στην ερημική πλατεία της άνω πόλης, στεκόταν στην άκρη του μικρού πέτρινου τειχίου που έζωνε το πλάτωμα, έβγαζε από την τσέπη του ένα μακρύ μονοκιάλι και κοίταζε με λαχτάρα τη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Αν έβλεπε κάποιο καράβι να στρίβει από το ακρωτήρι και να μπαίνει μ’ ανοιχτά πανιά μες στο λιμάνι, ιδιαίτερα αν ήταν φρεγάτα ή κορβέτα, ο άντρας κολλούσε το κιάλι στο μάτι του λες και προσπαθούσε ν’ αναγνωρίσει μια ώρα αρχύτερα το πλοίο που ερχόταν. Γρήγορα ωστόσο διέκρινα την απογοήτευση στο πρόσωπό του, καθώς η αρματωσιά και τ’ όνομα πάνω στο σκαρί δεν ήταν φαίνεται αυτό που περίμενε με τόση αγωνία. Έκρυβε τότε για λίγο το κιάλι στην τσέπη του κι άρχιζε να κόβει βόλτες νευρικά ώσπου να δει πάλι στον ορίζοντα κάποιο άλλο πλεούμενο και ν’ αρχίσει ξανά τη ρουτίνα του με τη διόπτρα. Έτσι όπως ήταν τυλιγμένος στη βαθυγάλαζη ρεντιγκότα του με την ψαλιδωτή ουρά, έμοιαζε με πουλί που εκτελούσε κάποιο χορό τελετουργικό, ακατανόητο ωστόσο εν πολλοίς στον τυχαίο παρατηρητή.
Ερχόταν πάντα μόνος κι έφευγε μόνος. Ήταν ένας άντρας γύρω στα πενήντα, φρεσκοξυρισμένος, με περιποιημένα μαλλιά –που γρήγορα τ’ ανακάτωνε ο αέρας- και ρούχα από καλό ράφτη. Το ανάστημά του ήταν μέτριο, κι όσο για το σώμα του, φαινόταν να προσέχει ιδιαίτερα τη δίαιτά του. Όταν έπιανε κάποια ξαφνική μπόρα, έτρεχε να προφυλαχτεί κάτω από το προστώο της εκκλησίας –κι εγώ τότε χωνόμουν λίγο ακόμη περισσότερο στην κώχη μου. Τις Κυριακές παρακολουθούσε ευλαβικά τη λειτουργία των Καθολικών στον καθεδρικό ναό κι ύστερα έβγαινε πάλι στην πλατεία και τραβούσε για τη συνηθισμένη του βίγλα απ’ όπου παρακολουθούσε την κίνηση του λιμανιού. Δεν είχε πολλές κουβέντες με τους κατοίκους της πόλης –φαινόταν από μίλια μακριά πως ήταν μονήρης χαρακτήρας. Αυτό με βόλευε. […]

* Ο Άρης Σφακιανάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το σωτήριον έτος 1958. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα όπου και ζει έκτοτε. Το πρώτο του βιβλίο με διηγήματα είχε τίτλο: «Όταν βρέχει και φοράς παπούτσια κόλετζ». Ακολούθησαν και άλλα. Το μυθιστόρημά του «Δεν ήξερες… δεν ρώταγες!» με θέμα τον γάμο του έγινε μπεστ σέλερ την δεκαετία του ’90. Τελευταία στράφηκε στο ιστορικό μυθιστόρημα σκοπεύοντας να γράψει μια τριλογία για τα πρώτα χρόνια του νέου Ελληνικού κράτους –έχει ήδη εκδοθεί η «Έξοδος» που αφορά το Μεσολόγγι, και «Η σκιά του Κυβερνήτη» στην οποία περιγράφονται τα χρόνια του Καποδίστρια ως κυβερνήτη της χώρας.
Έχει μεταφράσει αρκετούς συγγραφείς (Πόε, Μέλβιλ, Σάλιντζερ, Φόερ και άλλους) κι έχει ασχοληθεί με το σενάριο –αυτό το τελευταίο θα προτιμούσε να το είχε αποφύγει.
Δουλεύει ακόμα ως ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας στην Αθήνα κι έχει μια κόρη που μετανάστευσε στο Λονδίνο –με την ευχή του πατέρα της να μην επιστρέψει ποτέ παρά για τις καλοκαιρινές διακοπές της.