«Στους πρόποδες του Ελικώνα βρίσκεται η Άσκρη, η πατρίδα του επικού ποιητή της αρχαιότητας, Ησίοδου». Κάπως έτσι ξεκινούσα στο σχολείο τις εκθέσεις μου με θέμα «Ο τόπος μου». Ένας τόπος ημιορεινός, μικρός, που όμως «μεγάλωνε» από τις ιστορικές αναφορές στο πρόσωπο του ποιητή, αλλά και τις μυθολογικές αναφορές στις κόρες της Μνημοσύνης, τις Εννέα Μούσες. Δωδεκάχρονη ήμουν όταν αποφασίσαμε, εννέα μαθήτριες, να εκδώσουμε μια σχολική εφημερίδα υπογράφοντας με τα ονόματα των Μουσών. Παράλληλα, το φυσικό και αγροτικό τοπίο της περιοχής, «αμπέλια και χρυσές ελιές» (για να χρησιμοποιήσω τους στίχους του Μάλαμα) όπως και ο προσιτός ορεινός όγκος με τα έλατα και την Ιπποκρήνη, την ωραιότερη πηγή στην κορυφή του βουνού, που ενέπνεε ποιητικά όποιον έπινε το νερό της, συνέθεταν στα μάτια μου έναν τόπο ιδανικό για τη συγγραφή της «Θεογονίας» και για το καθρέφτισμα του Νάρκισσου στα νερά της λίμνης του Ελικώνα και τη μεταμόρφωσή του στο όμορφο λουλούδι. Μια σύνθεση γνώσεων και εικόνων, αρωμάτων και βιωμάτων που δεν θα μπορούσε παρά να επιδράσει βαθιά στην κοσμοαντίληψη και στον χαρακτήρα μου, και κατ’ επέκταση στον τρόπο που αφουγκράζομαι και γράφω. Η φιλαναγνωσία του οικογενειακού μου περιβάλλοντος ενισχύθηκε από το ειδικό πολιτισμικό βάρος του τόπου, ενώ η αδιαμεσολάβητη επαφή με τη φύση μού πρόσφερε μοναδικά μαθήματα -κάτι που συνειδητοποίησα ως ενήλικη- σε σχέση με τις ισορροπίες και τη νομοτελειακή αρμονία της ζωής. Διαπιστώνω ότι οι αναφορές στο φυσικό περιβάλλον, πολύ συχνές στη γραφή μου, δεν είναι αποκομμένες από τους ήρωες και την πλοκή, αντίθετα, παρέχουν ένα συμπληρωματικό ακόμη και ερμηνευτικό πλαίσιο.
Αφήνοντας πίσω τον γενέθλιο τόπο και μεταβαίνοντας στη Θεσσαλονίκη για σπουδές, αναπόφευκτα απέκτησα μια δεύτερη «πατρίδα», έναν τόπο μετεξέλιξης, έναν πολύβουο αντίποδα στο ήσυχο φυσικό τοπίο, με -επιπρόσθετα- μια πολύ σημαντική διαφορά: την αντικατάσταση της αχανούς πράσινης κοιλάδας του βουνού που απλωνόταν προς τη δύση και λειτουργούσε ως «αποστακτήριο» της σκέψης, με τον τρικυμιώδη, συχνά δύσοσμο εκείνα τα χρόνια, αλλά πάντα θελκτικό γαλάζιο καμβά του Θερμαϊκού με τα χαρακτηριστικά πλοία-φορτηγά αρόδο. Η θάλασσα, μια αντίθεση στις ορεινές καταβολές, που ωστόσο πάντα συνοδευόταν ασύνειδα από το επιφώνημα των παιδικών χρόνων όταν για πρώτη φορά κάθε Ιούλιο, ύστερα από το ψηλότερο σημείο της ανάβασης με το αγροτικό αυτοκίνητο, αντικρίζαμε τις ακτές του Κορινθιακού, έτοιμοι για την πρώτη βουτιά του καλοκαιριού. Η θάλασσα, ένα πλατύ προσηνές «άνοιγμα» αυτής της πόλης με το βυζαντινό, κίτρινο χρώμα και το ψιλόβροχο. Στον γενέθλιο τόπο μου γνώριζα ότι η καλή ημέρα φαίνεται από το πρωί, αντίθετα σ’ αυτή την πόλη του Βορά ο καιρός έμοιαζε να αλλάζει με αξιοσημείωτη ευκολία, ενώ τα κόκκινα σύννεφα συμπυκνώνονταν με ταχύτητες φωτός και έφερναν τη βροχή απροειδοποίητα. Η υγρασία, αμείλικτη, εισχωρούσε μέχρι τα μύχια. Οι γερανοί στο λιμάνι, τα στενά πλακόστρωτα σοκάκια της Άνω Πόλης, ο Πύργος του Τριγωνίου με την ανυπέρβλητη θέα στην πόλη και στον κόλπο, και ακριβώς απέναντι η οικεία εικόνα του βουνού, η μακρινή χιονισμένη κορυφή του όρους των Θεών. Τα δεκατέσσερα χρόνια που έζησα εκεί γέννησαν μια συλλογή με ισάριθμες ιστορίες, εικόνες αυτής της πόλης μέσα από τα μάτια ενός «επισκέπτη» που την αγάπησε, εμποτισμένες με την αύρα και την υγρασία της, την πολυπολιτισμικότητα και τις μουσικές της.
Και ακολούθησε η πρωτεύουσα. Πυκνός αστικός ιστός, ένα μπαλκόνι με ανεμπόδιστη θέα να εξημερώνει την πόλη, γρήγοροι ρυθμοί, μποτιλιαρισμένοι αυτοκινητόδρομοι, συνοικιακές ήσυχες πλατείες, ανθισμένες νεραντζιές, ο αττικός ουρανός, οι τέσσερεις ορεινοί όγκοι που αγκαλιάζουν το λεκανοπέδιο και ρυθμίζουν το εξαιρετικό μικροκλίμα του. Φυσιογνωμίες στο μετρό γεννούν αφηγήσεις, τα νεοκλασικά του ιστορικού κέντρου γυρνούν τη μηχανή του χρόνου, ένας ποιητής της γενιάς του ’30 ξεπροβάλλει από ένα ψηλοτάβανο καφενείο, η κλασική εποχή στέκει αιώνια στον ιερό βράχο, ο Λυκαβηττός ξενυχτάει μαζί με την πόλη. Η θάλασσα δεν θα μπορούσε να λείπει, το επίνειο της Αθήνας με τα καράβια για τις Κυκλάδες, η ολόφωτη Καστέλα, τα μπαράκια στα Πειραιώτικα στενά. Ένα πολυποίκιλο μωσαϊκό, η μυθοπλασία να εκκινεί από αμέτρητες διαφορετικές αφετηρίες και η γραφή μπροστά στην πρόκληση της επιλεκτικής ώσμωσης και σταχυολόγησης.
Οι τόποι μάς καθορίζουν και «εξαργυρώνονται» μέσα από τη δημιουργία, ως ανάγκη συνομιλίας μαζί τους, ως κάθαρση, ως απόρριψη, ως έναυσμα για την επινόηση άλλων τόπων. Οι τόποι εγγράφονται ως βιώματα και αναπλάθονται μέσα μας, φέρουμε -και κατ’ επέκταση αντικατοπτρίζουμε μέσω της γραφής- τις δικές μας πεδιάδες, τα δικά μας βουνά, τα ημιφωτισμένα στενά σοκάκια μας, τις πλατείες, τους ήλιους και τις βροχές μας, τις θάλασσές μας.
Απόσπασμα από το διήγημα «Χαλκιδική» («14 ζωές στη Σαλονίκη», Κέδρος 2015)
«Είναι λίγο κλειστοφοβικά, στον κόλπο έκρυβαν τα υποβρύχια στην Κατοχή», της είπε ένας καλός της φίλος, «έχει όμως ωραίο ανάγλυφο, θα σου αρέσει πολύ». Όλη η Χαλκιδική της άρεσε πολύ, έτσι κι αλλιώς. Εκεί δεν είχε ξαναπάει. Ξεκίνησε νωρίς το πρωί από Θεσσαλονίκη. Γέμισε το ντεπόζιτο στο γνωστό βενζινάδικο και λίγο πιο κάτω πήρε μπουγάτσα και καφέ για το δρόμο. Διάλεξε ένα αγαπημένο cd.«Ένα αγόρι μια σταλιά, ένα καλοκαιράκι…», τραγουδούσε δυνατά. Βγήκε στον περιφερειακό. Κίνηση. Πήγε από Πολύγυρο. Όσο μεγάλωνε το υψόμετρο, τόσο ανέβαινε η διάθεσή της. Άνοιξε το παράθυρο. Μετά από το πιο ψηλό σημείο, απότομη κλίση και ανοίχτηκε στον ορίζοντα η θάλασσα. Το πρώτο πόδι δεξιά σαν σε χάρτη, το στενό της Ποτίδαιας έμοιαζε να ‘χει πλάτος ένα δάχτυλο. Έφτασε χαμηλά και συνέχισε προς το δεύτερο πόδι. Το φανάρι στη Νικήτη, αμείλικτο. Η ουρά όλο και μεγάλωνε, παρατήρησε τα σχεδόν σταματημένα αυτοκίνητα. Σωσίβια, ρακέτες, ομπρέλες, καπέλα, ψυγειάκια, τραπέζια, όλα ένα κουβάρι, να χωράνε παραδόξως σε δυσανάλογα πορτ-μπαγκάζ ή στα πίσω καθίσματα κι ανάμεσά τους ένα παιδικό κεφάλι ή ένας σκύλος. Και μια χαρά λουόμενη να πλανιέται τριγύρω.
Έπιασε παραλιακά. Γαλάζιο, πράσινο. Σαν να μην υπήρχε ωραιότερος χρωματικός συνδυασμός σε κάθε δυνατή απόχρωση. Πράσινο καθαρό τα πεύκα στις πυκνές συστάδες, πιο ανοιχτό στις κορυφές, βαθύ σκούρο στα πιο μακρινά καρέ. Ο ουρανός καταγάλανος. Κι η θάλασσα, αλλού μπλε απόλυτο, καθηλωτικό, αλλού θαλασσί, το ομώνυμο, στα κύματα ξάνοιγε και άσπριζε, στους βράχους γινόταν απειλητικά σκούρο, κοντά στις ακτές σμαράγδι στο ανοιχτό δέρμα της άμμου.
Έφτασε. Κατηφόρισε προς την παραλία. Ο κόλπος ανοίχτηκε μπροστά της. Δεν της φάνηκε κλειστοφοβικός, μάλλον ασφαλής και λίγο μυστηριώδης. Της άρεσε. Έστρωσε την πετσέτα της, σήκωσε ψηλά τα μαλλιά της και βούτηξε. Ένα μακροβούτι ατέλειωτο, σαν να της έφτανε ο αέρας για πάντα, βγήκε στην επιφάνεια, ήταν μόλις λίγα μέτρα από την παραλία. Δυο παιδιά δίπλα της έπαιζαν στο νερό. Γύρισε ανάσκελα και αφέθηκε στην άνωση. Το κεφάλι της βούλιαζε στο νερό, τα αυτιά της καλύπτονταν, άκουγε τους ήχους του βυθού. Ακατανόητους θορύβους, φωνές ψαριών, γέλια των πλασμάτων του βυθού, τραγούδια γοργόνων, ουρλιαχτά απ’ τα αγκίστρια, το κάρφωμα του αχινού σε κάποιο γυμνό πόδι, ακόμα και την αέρινη κίνηση των μεδουσών, τη διάφανη εισπνοή και εκπνοή τους άκουγε. Απομακρύνθηκε με απλωτές. Έφτασε μέχρι το σημείο όπου ο κόλπος διέφερε από μία λίμνη, στο στενό άνοιγμα προς το πέλαγο. Κοίταξε προς τη στεριά. Από εκεί τα πεύκα φαίνονταν σαν να φύτρωναν στο νερό με τις ρίζες τους να διακλαδώνονται στο βυθό, άγκυρες βαριές που συγκρατούν αέναα σταθερό αυτό το τοπίο. […]
* Η Βίκυ Κλεφτογιάννη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Άσκρη Βοιωτίας. Σπούδασε Βιολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και συνέχισε με μεταπτυχιακή ειδίκευση και διδακτορική διατριβή σε θέματα συμμετοχικής περιβαλλοντικής διαχείρισης. Το πρώτο της διήγημα συμπεριλήφθηκε στη συλλογή “Θεσσαλονίκη 2012”, διαγωνισμός διηγήματος (εκδόσεις Ιανός).