Στο εμβληματικό του βιβλίο «Η ποιητική του χώρου», ο γκουρού της φαινομενολογίας Gaston Bachlard γράφει: «Σ’ αυτό το θέατρο του παρελθόντος που είναι η μνήμη μας, τους ήρωες τούς κρατά το ντεκόρ. Ορισμένες φορές πιστεύουμε στο χρόνο ενώ στην πραγματικότητα δεν αναγνωρίζουμε άλλο από μια διαδοχή προσηλώσεων μέσα στους χώρους αμετακινησίας της ύπαρξης, μιας ύπαρξης που δεν θέλει να παρέλθει, που κι όταν στο παρελθόν ακόμα ξεκινάει για μια αναζήτηση του «χαμένου χρόνου», δεν θέλει παρά να αναστείλει το πέταγμα του χρόνου. Μέσα στις χιλιάδες κυψέλες του ο χώρος κρατά συμπυκνωμένο χρόνο. Σ’ αυτό χρησιμεύει ο χώρος». Αν την κομβική αυτή θέση του Γάλλου φιλόσοφου την μεταφέρουμε στην λογοτεχνία, τότε οι λογοτεχνικοί τόποι δεν είναι παρά η συμπύκνωση του χρόνου μέσα στους χώρους οι οποίοι αναπαρίστανται δια της γλώσσας και των εκάστοτε εκφραστικών της τρόπων. Πώς διαπλέκονται ο χώρος και ο χρόνος σε ένα λογοτεχνικό κείμενο-τοπίο; Ποιος εμφανίζεται να «μιλά» πίσω από αυτό; Ήδη από την εποχή του Μπαλζάκ, του Ντίκενς, του ρεαλιστικού, εν γένει, μυθιστορήματος του 19ου αιώνα και εντεύθεν, η κυρίαρχη φωνή που «ακούγεται» και μεταστοιχειώνεται σε λογοτεχνικό κείμενο, είναι η φωνή του άστεως, της πόλης. Τα μεγάλα ρεαλιστικά μυθιστορήματα της εποχής ακουμπούν στο ραγδαία εξελισσόμενο αστυ-κό τοπίο, οι ήρωες τους μοιάζουν γεννήματα των νέων αυτών πόλεων σε όλες τις εκφάνσεις τους, κοινωνικές, πολιτισμικές, ψυχολογικές. Τα νεωτερικά λογοτεχνικά ρεύματα του 20ου αιώνα θα εγκιβωτίσουν την καινούργια, πολλαπλά πολύσημη, αποσπασματική, αμφίθυμη και μεταιχμιακή, γλώσσα των πόλεων του νέου αιώνα, η “La ville come texte”, σύμφωνα με τον Michel Butor είναι έτοιμη. Ο περίφημος flaneur του Βάλτερ Μπένζαμιν συμπυκνώνει την ένταση του βλέμματοςτου περιπλανώμενου συγγραφέα και την σχέση που δημιουργεί με το γύρω του αστυ-κό περιβάλλον. Οι αστυ-κοί χώροι, ή, είναι αυτοί εντός των οποίων συντελείται η λειτουργία της μνήμης, συλλογικής και ατομικής, αφού, σύμφωνα και με τον Bachlard, χωρίς τον συγκεκριμένο χώρο, ο χρόνος δεν έχει πού να κατοικήσει, πού να βιωθεί. Από ένα χρονικό σημείο και μετά οι χώροι των πόλεων, οι χώροι γενικότερα, αποκτούν διπλό πρόσωπο. Είναι αυτοί που βιώνονται ως παρόν και αυτοί που έχουν βιωθεί ως παρελθόν και λειτουργούν διαθλαστικά μέσω της μνήμης. Αυτή η διττή αμφίδρομη σχέση ανάλογα με την ένταση και την ενέργεια που περικλείει και εκλύει μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία του δικού της λογοτεχνικού τόπου/τοπίου. Συμπερασματικά μπορώ να θεωρήσω ως υπόθεση εργασίας, ότι οι τόποι της λογοτεχνίας και εν προκειμένω του λεγόμενου αστικού μυθιστορήματος είναι σαφώς αναπαραστάσεις των πόλεων και εγκιβωτίζουν στις σελίδες τους τις πολλαπλές σημασιοδοτήσεις τους μέσα από διαρκώς εξελισσόμενα γλωσσικά και αφηγηματικά συστήματα.
Στα δικά μου μυθιστορήματα, σαφώς υπάρχει διαπλεκόμενη σχέση χώρου και χρόνου, παρόντος-παρελθόντος. Οι τόποι είναι κυριολεκτικά σημαδεμένοι από το συλλογικό και ατομικό χρόνο που κατοικεί εντός τους, ότι χαρακτηρίζουμε δηλαδή στον δημόσιο λόγο ως μεγάλη και μικρή Ιστορία. Στην ερώτηση «ποιος ακούγεται να μιλά» μπορώ ανεπιφύλακτα να απαντήσω: Η Θεσσαλονίκη, κατά πρώτο λόγο, στον «Σκοτεινό Βαρδάρη» και στο «Ο θείος Αβραάμ μένει πάντα εδώ», η Τασκένδη στο «Πατρίδα από βαμβάκι», η Αθήνα στο «Δύο φορές αθώα». Κρυφοκοιτάγματα και «βόλτες» στο Παρίσι των αρχών του 20ου αιώνα, στην Μασσαλία, στο σύγχρονο Τελ Αβίβ και στο μακρινό Μελένικο, των ύστερων οθωμανικών χρόνων, δεν λείπουν από τους συγγραφικούς μου τόπους. Ιδού κάποια παραδείγματα:
«…Πολλές επιγραφές σου έκαναν εντύπωση, αλλά η ματιά σου σκάλωσε στη μεγάλη επιγραφή που έπιανε ολόκληρη σχεδόν τη δεξιά πλευρά του επιβλητικού τριώροφου κτηρίου: «Τίριγκ» έγραφε επάνω και από κάτω: «Καταστήματα νεωτερισμών». Ο καλός και εύπορος φίλος της μάμμης σου αντιλήφθηκε το γεμάτο προσήλωση και λαχτάρα βλέμμα σου, και έγειρε προς το μέρος σου. “Νέα μεγάλα καταστήματα νεωτερισμών Στέφανε. Των Τίρινγκ. Και τι παράδες, πολλοί. Και τι εμπορεύματα! Τα καλύτερα. Κατευθείαν από την Ευρώπη. Συναγωνίζονται, λένε, ακόμη και τους Στάιν. Θα σε δείξω και την διαφήμισιν εις την Νέα Αλήθεια του Κούσκουρα δια να κατανοήσεις τι σε λέγω. Ουδείς δημοσιεύει ολοσέλιδον διαφήμισιν πλην των Τίρινγκ. Πρωτοφανή ήθη. Νέος αιών, νέα ήθη, Στέφανε, παιδί μου….» [Σκοτεινός Βαρδάρης]
«Περπατούσαν, ας πούμε, στην παραλία και ξαφνικά ο νεαρός πατέρας σταματούσε και έλεγε στον γιο του. «Εκεί, Αλμπέρτο, ήταν ένα από τα πιο όμορφα ξενοδοχεία της Σαλονίκης, το Splendide Palace”, όταν έφταναν κοντά σ’ αυτήν που-κατά ειρωνεία της τύχης όπως θα φανεί αργότερα- είχε ονομαστεί Πλατεία τηςΕλευθερίας σταματούσαν και πάλι: «Εκεί, Αλμπέρτο, βλέπεις δίπλα στο Στάιν ήταν ακόμα ένα πολυκατάστημα, των Τίρινγκ». Έστριβαν μετά, ανηφόριζαν την Βενιζέλου και ξαναέστριβαν στην Ερμού για να εισχωρήσουν στην πολύβουη αγορά Βλάλη. «Εδώ, Αλμπέρτο, ερχόταν ο παππούς σου και ο προπάππος σου που ήταν ραβίνος, Πλατεία Αρχιραβινείας την έλεγαν, εδώ βρισκόταν και η Σχολή Ταλμούδ Τορά, με πολλά πολλά βιβλία τόσα, που ακόμη δεν έχεις δει, μικρέ μου, τι απέγιναν; Τα έκαψαν οι φλόγες, τα έκανε στάχτη η μεγάλη πυρκαγιά, γιε μου, ελάχιστα σώθηκαν»….» [Ο θείος Αβραάμ μένει πάντα εδώ]
* Η Έλενα Χουζούρη έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές, δοκίμια και μελέτες για πρόσωπα (“Η Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου”) και θέματα της ελληνικής λογοτεχνίας (“Ο στρατός στη νεοελληνική λογοτεχνία”), μία συγκεντρωτική έκδοση κριτικών της για Έλληνες ποιητές και μία συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων της (2011). Στην πεζογραφία εμφανίζεται τον Δεκέμβριο του 2004 με το μυθιστόρημα “Σκοτεινός Βαρδάρης” (Κέδρος), υποψήφιο για το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας (βραχεία λίστα) και υποψήφιο για το βραβείο BALKANIKA 2006 – εκπροσωπώντας την Ελλάδα. Το φθινόπωρο του 2009 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά της “Πατρίδα από βαμβάκι” (Κέδρος), υποψήφιο για το Βραβείο Αναγνωστών, μυθιστόρημα που συμπεριελήφθη στη βραχεία λίστα των λογοτεχνικών βραβείων του περιοδικού “Διαβάζω”. “Ο Σκοτεινός Βαρδάρης” έχει μεταφραστεί στα σερβικά, βουλγαρικά και τουρκικά. Ποιήματα, διηγήματα και κριτικές της έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικές εκδόσεις, καθώς και σε λογοτεχνικά περιοδικά. Ως κριτικός λογοτεχνίας έχει συνεργαστεί με την “Καθημερινή” (1995-2000) και τη “Βιβλιοθήκη” της “Ελευθεροτυπίας” (2000-2009). Κατά καιρούς συνεργάζεται με τις “Αναγνώσεις” της “Αυγής”. Οργάνωσε και διηύθυνε τις λογοτεχνικές σειρές “Γραφές της Αθωότητας” (1998) και “Ένα γράμμα για σένα” (2001) στις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα. Διετέλεσε σύμβουλος έκδοσης ξένης λογοτεχνίας στις εκδόσεις Πατάκη (1992-1996) και ελληνικής λογοτεχνίας στις εκδόσεις Λιβάνη (1996-1999).
Για πολλά χρόνια εργάστηκε ως δημοσιογράφος στον τομέα πολιτισμού και βιβλίου στον αθηναϊκό ημερήσιο και περιοδικό Τύπο. Για δεκαοκτώ χρόνια ετοίμαζε και παρουσίαζε την εκπομπή βιβλίου “Ο φίλος μου κ. Γουτεμβέργιος” στο Πρώτο Πρόγραμμα (ΝΕΤ 105,8) της ΕΡΑ. Συνεργάστηκε για θέματα πολιτισμού στο τηλεοπτικό μαγκαζίνο “Τέχνη και Πολιτισμός” της δημόσιας τηλεόρασης (1987-1990). Επίσης συνεργάστηκε στην παρουσίαση βιβλίων στις τηλεοπτικές εκπομπές “Βιβλιόραμα”, “Πνεύμα αντιλογίας” και “Έχει γούστο”. Είναι μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ) και της Εταιρείας Συγγραφέων, στο Δ.Σ. της οποίας έχει χρηματίσει Αντιπρόεδρος (2009-2011) και Γενικός Γραμματέας (2011-2013).
Είναι μέλος της συντακτικής επιτροπής του ηλεκτρονικού περιοδικού για το βιβλίο και τον πολιτισμό”O Anagnostis” και συνεργάζεται ως κριτικός λογοτεχνίας µε την εφηµερίδα Το Έθνος.