Scroll Top

Διακειμενικότητα στην Τέχνη: Το καφενείο του Αρμένη παράγει Τέχνη – Της Κλεονίκης Δρούγκα

Το καφενείο του Αρμένη

Αντώνης Δ. Σκιαθάς (Χαίρε Αιώνα, 2002)

Το μεγάλο υπόστεγο προς τη μεριά του λιμανιού
κράταγε τα νερά της βροχής
και το καφενείο του Αρμένη.
Άλλοτε κρατούσε ένα απόσπασμα χωροφυλάκων,
δυο-τρεις νταβαντζήδες και την Ελένη.
Δυο λευκές μπακέτες
από τη συμφωνική της Σμύρνης ήταν
τα πόδια της.
Ο κόρφος της,
ο κόρφος της Ελένης, μύριζε βότανα καθώς φύτευε
στο αυλάκι του
βασιλικό, μέντα, δυόσμο και τις γιορτινές μέρες
ένα αγριοτριαντάφυλλο.
Στου Αρμένη, όλα τα σπόρια των καρπών της
Σαλονίκης
έκλειναν δουλειές για μπάρκα, γυναίκες, χασίσι
και μετανάστες.
Εκεί ο Ιάσονας, γιατρός από την Τασκένδη,
με το ξύλινο κουτί να παίζει Τσαϊκόφσκυ ∙
σ’ αυτούς πού ‘χασαν την πατρίδα,
σ’ αυτούς που τη βρήκαν ξένη.
Τα βαπόρια έφερναν και έπαιρναν ψυχές,
χειμώνα-καλοκαίρι, μέρα-νύχτα.
Κάθε πρωί ο Ιάσονας άνοιγε το ξύλινο κουτί,
φόραγε το ακορντεόν και έπαιζε τον Εθνικό Ύμνο,
για να τον μαθαίνουν τα παιδιά
που μάζευε ο Αρμένης.
Τα βαπόρια έφερναν και έπαιρναν ψυχές
στο μεγάλο υπόστεγο,
προς τη μεριά του λιμανιού.

Ο Αντώνης Σκιαθάς οδηγεί ποιητικά τα βήματά μας στο Καφενείο του Αρμένη στην πόλη της Θεσσαλονίκης, για να μιλήσει για την Ελλάδα που χάνεται και την Ελλάδα που έρχεται, την Ελλάδα που συμπάσχει με την αγωνία των ανθρώπων που αναζητούν ένα υπόστεγο «Το μεγάλο υπόστεγο προς τη μεριά του λιμανιού κράταγε τα νερά της βροχής…», για να προστατεύσουν το σώμα και την ψυχή τους. Σ΄ αυτήν την πολύγλωσση πόλη-λιμάνι οι άνθρωποι αναμιγνύονται ανενόχλητα, έρχονται σ’ επαφή με τους περαστικούς, συναντώνται με τους ξένους, ανοίγουν ορίζοντες, συμβιώνουν.
Σε ένα καφενείο, λοιπόν, στο λιμάνι της πόλης συναντώνται οι χωροφύλακες με τους νταβατζήδες και τον αγοραίο έρωτα, την ωραία Ελένη του μύθου, μια όμορφη Σμυρνιά, η υπόσταση της οποίας μετριέται με δυο μπαγκέτες, το βασικό αγαθό, τη χορτασιά των φτωχών και τις μυρωδιές από βασιλικό, μέντα, δυόσμο και άγριο τριαντάφυλλο «Ο κόρφος της, ο κόρφος της Ελένης, μύριζε βότανα καθώς φύτευε στο αυλάκι του βασιλικό, μέντα, δυόσμο και τις γιορτινές μέρες ένα αγριοτριαντάφυλλο». Ο ποιητής δεν αποσιωπά τις «δουλειές» στο λιμάνι, την αγορά και την πώληση της ανθρώπινης σάρκας και της σκόνης που υπόσχεται τη λήθη, αιώνια αγοραπωλησία στα λιμάνια, σε πείσμα του χρόνου και της φθοράς.
Με φόντο ένα καφενείο, την ομίχλη και το φόβο, υπό τους ήχους ενός ακορντεόν, μια εκκωφαντική μνήμη από την Τασκένδη, σ΄ένα παρηκμασμένο οικονομικά περιβάλλον, παρακολουθούμε χαρακτήρες καθημερινούς, βιοπαλαιστές, ανθρώπους απόκληρους, «γερασμένους» ψυχικά -μόνους- που δεν έχουν να ακουμπήσουν κάπου και τον ποιητή να στέκεται μπροστά τους σιωπηλά και να ανατριχιάζει με τους ήχους του ακορντεόν «…κάθε πρωί ο Ιάσονας άνοιγε το ξύλινο κουτί, φόραγε το ακορντεόν και έπαιζε τον Εθνικό Ύμνο, για να τον μαθαίνουν τα παιδιά που μάζευε ο Αρμένης». Σ΄ αυτούς αναβιώνει η ανάμνηση ενός κόσμου παλιού, άλλου, η θλίψη, ο νόστος, η ομορφιά της πατρίδας αλλά και κάθε πατρίδας, όπου γης, γιατί ο άνθρωπος έχει μάθει το ανοίκειο να το μετουσιώνει σε δικό του, να ανασαίνει και να ονειρεύεται. Έτσι ο εθνικός ύμνος γίνεται τραγούδι να ακουμπήσει ο κυνηγημένος πρόσφυγας πάνω του, να μερέψει την ψυχή του και να θρέψει την ελπίδα του στην Ελλάδα του Ελύτη, του Σεφέρη, του ποιητή Σκιαθά, μέσα στου Αρμένη το καφενείο με την ελπίδα η επόμενη μέρα να είναι καλύτερη -όσο κι αν η πραγματικότητα τον διαψεύδει.
Το ποίημα διαβάστηκε στους/στις φοιτητές/τριες του Τμήματος Κινηματογράφου στο πλαίσιο του μαθήματος Δημιουργική Γραφή-Σενάριο, συζητήθηκε ως προς τις περιγραφές, το περιεχόμενο και το μήνυμα και ζητήθηκε από αυτούς/ές να γραφούν σκηνές[1] που θα δώσουν σάρκα και οστά στους Χαρακτήρες, τους πρόσφυγες με ή χωρίς όνομα. Οι ασκήσεις διορθώθηκαν και από αυτές επιλέγω κάποιες σκηνές που είναι πιο κοντά στο πνεύμα του ποιήματος και λειτουργούν ως άχρονες εικόνες την μνήμης και του εαυτού μας.

[1] Σκηνή είναι μια δραματική ενότητα που περιλαμβάνει ενιαία και συνεχή δράση σε κοινό χώρο, χρόνο, περιεχόμενο, Ιδέα, Χαρακτήρες και Νόημα. Η διάρκεια της κάθε σκηνής δεν είναι συγκεκριμένη, εξαρτάται από την ιδιαιτερότητα του μύθου που υπηρετεί. Μπορεί να είναι ένα πλάνο, (πλάνο είναι το μεγάλο ή μικρό μήκος ταινίας στο οποίο καταγράφεται ο αντικειμενικός κόσμος από την στιγμή όπου η κάμερα θα αρχίσει να γράφει, μέχρι την στιγμή όπου θα σταματήσει), μερικά δευτερόλεπτα, μία, δύο ή περισσότερες σελίδες. Ο χώρος και ο χρόνος είναι στοιχεία που προσδιορίζονται αμέσως στην αρχήτης σκηνής. Ο χώρος, το περιβάλλον μέσα στο οποίο θα δράσουν οι ήρωες, παίζει πολύ σπουδαίο ρόλο. Επιλέγοντας τους κατάλληλους χώρους ενισχύουμε την δράση που εξελίσσεται. Όταν αλλάζουμε χώρο ή χρόνο αλλάζει και η κινηματογραφική σκηνή.

1.

ΕΣ. – ΚΟΥΡΕΙΟ – ΜΕΡΑ

Ο ΦΕΡΙΤ (29) έχει ανοίξει το κουρείο και συγυρίζει, για να δεχτεί τους πελάτες του. Πρώτοι εμφανίζονται ο ΛΕΒΟΝ (26) και ο ΡΑΦΙ (21). Τους καλωσορίζει. Ο Ράφι κάθεται στη καρέκλα του κουρείου και ο Λεβόν τον περιμένει, ενώ κάθεται στο καναπέ, ξεφυλλίζοντας μια αθλητική εφημερίδα. Ο Φερίτ τελειώνει το κούρεμα του Ράφι. Τη σειρά του Ράφι παίρνει ο Λεβόν. Στο κουρείο μπαίνει ένας εργάτης οικοδομής και ο ΑΖΑ (33) που πουλάει τα βραχιόλια στη πλατεία Αριστοτέλους. Ο Φερίτ τους χαιρετά και κατευθύνεται προς το κουζινάκι, πιάνει το τηλέφωνο και καλεί τη γυναίκα του.
Η γυναίκα του Φερίτ, η ΜΠΑΧΑΡ (25) έρχεται στο μαγαζί, χαιρετά τους ανθρώπους που περιμένουν και πηγαίνει στο κουζινάκι. Ετοιμάζει καφέδες. Ο Φερίτ αποχαιρετά τους φίλους του και οι δύο κύριοι που περίμεναν παίρνουν τις θέσεις τους στις δυο καρέκλες του κουρείου. Η Μπαχάρ φέρνει καφέδες και τους μοιράζει στους πελάτες. Ο Φερίτ κουρεύει και παράλληλα συνομιλεί με τους γύρω του. Η Μπαχάρ βγάζει ένα κουτί με λουκούμια και κερνάει τους πελάτες στο κουρείο. Ο Άζα και ο εργάτης παίζουν μια παρτίδα τάβλι, ενώ περιμένουν τη σειρά τους για να κουρευτούν. Ταυτόχρονα παρακολουθούν τις ειδήσεις στη μικρή τηλεόραση που υπάρχει στη γωνία του πάγκου. Η Μπαχάρ μιλάει στο τηλέφωνο, κλείνοντας ραντεβού, και ο Φερίτ κουρεύει, μιλώντας για το πολιτικό τοπίο στη χώρα του.

2.
ΕΞ. – ΜΠΡΟΣΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ – ΜΕΡΑ
Ο Αρσένης (59) βγαίνει από το μικρό καφενείο, κρατώντας ένα δισκάκι με δυο φλιτζανάκια, ένα μπρίκι που αχνίζει και δύο ποτήρια νερό. Με αργές, νωχελικές κινήσεις το αφήνει προσεκτικά σε ένα στρόγγυλο σιδερένιο τραπεζάκι με δύο ψάθινες, φθαρμένες καρέκλες. Κοιτάει προς τη θάλασσα, που βρίσκεται δίπλα του και παρατηρεί ένα φορτηγό πλοίο που προσεγγίζει το λιμάνι. Με το ένα του χέρι πιάνει τη πλάτη της μίας καρέκλας και τη γυρίζει προς τη θάλασσα και με μικρές κινήσεις κάθεται και ακουμπάει τη πλάτη, χαλαρώνει και αφήνει τα χέρια του να κρεμαστούν κάτω.

ΑΡΣΕΝΗΣ
-Άντε Ελένη, φτάνει με τα λουλούδια,
έλα, έρχεται και το αγαπημένο σου πλοίο, έλα.
ΕΛΕΝΗ (45)
-Έρχομαι.

Η Ελένη τινάζει τα χέρια από τα χώματα και τα σκουπίζει πάνω στην ήδη λερωμένη ποδιά της. Σκύβει κρατώντας τη μέση της με το ένα χέρι και με το άλλο σηκώνει προσεκτικά ένα μικρό βασιλικό μέσα σε μια παλιά τσίγκινη κονσέρβα. Σηκώνεται αργά και με προσεκτικά βήματα, κοιτάζοντας το βασιλικό πλησιάζει στο τραπέζι και τον ακουμπάει πάνω. Πιάνει και αυτή την πλάτη της καρέκλας και την τοποθετεί προς τη θάλασσα. Κάθεται και ένας αναστεναγμός βγαίνει από μέσα της.

ΕΛΕΝΗ
– Αχ! Να το πάλι…
(μια βαθιά ανάσα)
Να μπαίναμε και να φεύγαμε μαζί του…
Σμύρνη μου…

Η Ελένη γυρίζει το βλέμμα της στο βασιλικό, τον παίρνει τρυφερά στα χέρια της, με το ένα χέρι κουνάει τα φύλλα του και βάζει τη μύτη της μέσα.

ΕΛΕΝΗ
-Τι μυρωδιά… πάντα σκέφτομαι σαν τον μυρίζω
ΑΡΜΕΝΗΣ
-Κλείσε τα μάτια και ονειρέψου
αυτό μας έμεινε.

 3.

ΕΣ. ΣΚΥΛΑΔΙΚΟ-ΝΥΧΤΑ

Η ΔΑΕΙΡΑ κάθεται μόνη στο stand. Ο κόκκινος φωτισμός δημιουργεί σκιές στα έντονα ζυγωματικά της, ενώ καπνός απ’ το σλιμάκι ανεμίζει στα ακροδάχτυλα της. Παρατηρεί τον ΛΕΒΕΝΤΗ στον απέναντι χαμηλό καναπέ που απλώνει επίμονα χέρι στις χορεύτριες που τον περιτριγυρίζουν. Τα τρία λυμένα κουμπιά αφήνουν τον χρυσό σταυρό να λάμψει ανάμεσα στο πυκνό δάσος του στέρνου του, ενώ τα σκέλια του είναι διάπλατα ανοιχτά.

Η Δάειρα στρίβει το βλέμμα προς το μπαρ και κοιτάζει με νόημα τη ΣΙΒΥΛΛΑ. Εκείνη ανταποδίδει χαμογελώντας κι ετοιμάζει το ποτό. Βγαίνει απ’ το μπαρ με τα ολόισια μαλλιά να ανεμίζουν μέχρι εκεί που ξεκινά η λάτεξ μπότα, καθώς πλησιάζει το χαρέμι. Αφήνει το ποτό στον Λεβέντη, σκύβει και του ψιθυρίζει.
(Σταθερό κάδρο) Απ’ την πλάτη του καθισμένου άντρα βλέπουμε την Σίβυλλα να λικνίζεται στο βάδην προς την άκρη του κάδρου γελώντας υπαινικτικά, την Δάειρα ακριβώς απέναντι να τον κοιτάζει αφ’ υψηλού. Λύνει το σταυροπόδι, ανοίγοντας διάπλατα τα πόδια. Το κεφάλι του αποκρύβει το θέαμα καθώς τεντώνεται προς τα πίσω, κατεβάζοντας το ποτήρι μονορούφι. Οι χορεύτριες που τον πλαισιώνουν παραμερίζουν κι ο Λεβέντης σηκώνεται. Πιάνει μια χούφτα γαρύφαλλα και της τα πετά. Το σώμα του κρύβει απ’ το πλάνο το δικό της, φαίνονται μόνο τα πόδια της εκατέρωθεν της αρρενωπής φιγούρας που μικραίνει. Η φιγούρα παραπατά, μέχρι που στα μισά της διαδρομής σωριάζεται στο πάτωμα, εμφανίζοντας την γυναίκα που ξαναδένει τα πόδια μεταξύ τους.
Οι χορεύτριες επανέρχονται σε πρώτο πλάνο, αδειάζουν όλες τις τσέπες και θήκες απ’ την πραμάτεια του Λεβέντη στον καναπέ. Η Δάειρα (απέναντι, στο κέντρο) μυρίζει αδιάφορη ένα αγριοτριαντάφυλλο.

ΕΣ. – ΧΩΡΟΣ ΣΥΝΟΙΚΙΑΚΟΥ ΚΑΦΕΝΕΙΟΥ – ΜΕΡΑ
Βρισκόμαστε περίπου πέντε χρόνια πριν (2015).
Ο χώρος ένα φτωχικό, συνοικιακό καφενείο στη Δυτική πλευρά της πόλης της Θεσσαλονίκης. Εξαιρετικά λιτό σκηνικό, με τα απολύτως στοιχειώδη, ένας πάγκος και πίσω ράφια με ποτήρια και λιγοστά ποτά, μερικά ξύλινα τραπέζια και καρέκλες παλιού τύπου, εξόχως ξεφτισμένες. Ένα φωτιστικό (απλός γλόμπος). Σε πλαϊνό τοίχο μια πολυκαιρισμένη ασπρόμαυρη φωτογραφία του Λευκού Πύργου, μια σημαία του ΠΑΟΚ, 4-5 φωτογραφίες από το εσωτερικό του καφενείου με γελαστούς θαμώνες, κάποιοι υψώνουν τα ποτήρια, σε άλλες εποχές…
Αυτή τη στιγμή ο ιδιοκτήτης περιφέρεται αργά μέσα στον decadence χώρο, σκουπίζοντας μηχανικά κάποια τραπέζια. Λιγοστοί οι θαμώνες, άνεργοι που προέρχονται από χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, μιλάνε μεταξύ τους μια γλώσσα που περιλαμβάνει ελληνικά και ποντιακά, κάποιοι παίζουν τάβλι, άλλοι απλώς στέκονται σκεπτικοί, μοιάζουν να γνωρίζονται χρόνια, κάτι τους βαραίνει, η φτώχεια προφανώς, η απραξία, ο κλειστός ορίζοντας…
Η βροχή αρχίζει να πέφτει με δύναμη στα τζάμια του καφενείου, από κάπου ψηλά στο ταβάνι μπάζει νερά, καρέκλες και άνθρωποι μετακινούνται, δημιουργείται μια κάποια αναστάτωση και τότε, από την πόρτα που μόλις άνοιξε, μπαίνουν στο χώρο του καφενείου δύο μικρά μελαμψά παιδιά και στέκονται στην είσοδο, -από τη μέσα πλευρά- διστακτικά. Ένα αγόρι γύρω στα δώδεκα και ένα μικρότερο κοριτσάκι. Είναι ξαφνιασμένα, με ρούχα μουσκεμένα από τη βροχή. Το αγόρι κρατά στα χέρια του ένα μικρό βιολί και κάνει κινήσεις για να το σκουπίσει, να το προστατέψει. Ο ιδιοκτήτης του καφενείου τους κάνει νόημα να μπουν πιο μέσα.
Ένας μεσήλικας από τους θαμώνες σηκώνεται αγανακτισμένος, διαμαρτύρεται, κατευθύνεται προς το μέρος τους.

ΑΝΔΡΑΣ 1
(Ενώ τους κάνει έντονα νοήματα, διώχνοντας-τα)
Καλά ακόμη εδώ είστε; Πόσες φορές θα σας το πω;;…
Δρόμο, είπα! Δρόμο, μόνο εσείς μας λείπατε!
Κάποιοι έχουν σηκωθεί και πλησίασαν ήδη προς το μέρος τους. Προσπαθούν να συμπαρασταθούν και να φροντίσουν τα νεοφερμένα παιδάκια, να συνετίσουν τον φίλο τους που τους έχει επιτεθεί φραστικά
ΑΝΔΡΑΣ 2
– Ξέχασες τα δικά μας;
Όταν ήρθαμε στην ηλικία τους είμασταν…
Οδηγούν τα τρομαγμένα παιδάκια προς το εσωτερικό του καφενείου
ΑΝΔΡΑΣ 3
-Και βρέχει καρεκλοπόδαρα, έξω…
ΕΞ. ΥΠΟΣΤΕΓΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟΥ-ΠΡΩΙ
Κάτω από το υπόστεγο του καφενείου, καθιστός ο ΙΑΣΟΝΑΣ (55), βγάζει το ακορντεόν από το κουτί του. Στο στόμα κρέμεται ένα τσιγάρο. Βρέχει και η ομίχλη σκεπάζει τη θάλασσα. Δίπλα στο σκαμπό μια γάτα στιφογυρνάει στα πόδια του. Πλησιάζει η ΕΛΕΝΗ (50) με τα τακούνια της να ακούγονται στο πλακόστρωτο. Κρατάει στο δεξί της χέρι μια ομπρέλα και στο αριστερό μια βαλίτσα καρό. Προσπαθεί να προσπεράσει τις λιμνούλες της βροχής στον δρόμο.
ΙΑΣΟΝΑΣ
Νωρίς νωρίς σήμερα Ελένη.
Ακόμα το καφενείο δεν άνοιξε.
Τον Αρμένη τον πλάκωσε η κουβέρτα.
Η Ελένη κλείνει την ομπρέλα και την τινάζει να πέσουν τα νερά. Τινάζει και το καφέ παλτό της. Ακουμπάει την βαλίτσα δίπλα στην είσοδο του καφενείου.
ΙΑΣΟΝΑΣ
(καθώς φοράει το ακορντεόν)
Σιγά βρε κορίτσι μου!
Θα μου μουσκέψεις το όργανο!
ΕΛΕΝΗ
(χαμογελώντας)
Σήμερα είναι η μεγάλη μέρα Ιάσονα.
Δεν ήρθα για δουλειά.
Σήμερα θα έρθει ο Καπετάνιος.
Ήρθε η ώρα να φύγω πια από εδώ.
ΙΑΣΟΝΑΣ
Α ρε Ελένη! Ακόμα περιμένεις;
ΕΛΕΝΗ
Πήρα γραμμα Ιάσονα!
Σήμερα θα δέσει το «Ναυτίλος»
Και θα φύγω με τον Παντελή σου λέω!
ΙΑΣΟΝΑΣ
(κουνώντας με αμφιβολία το κεφάλι του)
Ντάξειει, ό,τι πεις.
Εγώ εδώ θα είμαι και θα σε χαιρετάω
καθώς θα φεύγεις.
Θα σου παίζω και μουσική.
ΕΛΕΝΗ
Θα παίζεις όμως κάτι εύθυμο.
Όχι αυτά τα βαριά.
Ο Ιάσονας δεν απαντάει. Έχει ήδη ξεκινήσει να παίζει τον Εθνικό Ύμνο κι αγναντεύει τη θάλασσα. Η Ελένη στέκεται όρθια δίπλα του με σταυρωμένα τα χέρια της, κρατώντας την ομπρέλα. Το βλέμμα της καρφωμένο στον ορίζοντα.Πώς μεταφράζεται, λοιπόν, ο πρόσφυγας, ο πονεμένος, ο μετανάστης, ο άνθρωπος που αγοράζεται και πουλιέται; Μεταφράζεται σε άνθρωπο που έχει ανάγκη, που δεν μπορείς να διώξεις, που δεν έχει ξεπέσει ηθικά αλλά οικονομικά και στο σκοτάδι ψάχνει κάπου να πιαστεί. Ο Αντώνης Σκιαθάς τον νιώθει και του τραγουδά μέσα απόν Ιάσωνα με το ακορντεόν του, γιατί τα τραγούδια είναι πάντα μια ενθάρρυνση.