Κατοικία 1η: “Του νεκρού αδερφού”, η δημώδης ποιητική κατασκευή, ο αρχαίος ο μύθος της Περσεφόνης. Πώς ο Κωνσταντίνος γυρίζει την μονάκριβη κόρη-αδελφή πίσω στο πατρικό; Συναντήσεις οδύνης και πένθους. «-Άνοιξε, μάνα μ’, άνοιξε και νάτην η Αρετή σου./ -Αν είσαι Χάρος διάβαινε και άλλα παιδιά δεν έχω∙/ και μέν’ η Αρετούλα μου λείπ’ μακριά στα ξένα». Η αυλή των Θαυμάτων και της Αρετής, τη μέρα που νύφη μάκραινε για τα πεθερικά μακριά στα ξένα, πώς νά’ ταν;
Κατοικία 2η: O ήλιος σα γαμπρός και η νύφη σα φεγγάρι. Ποιητική η απόδοση των λαμπρών του ουρανού∙ η μέρα και η νύχτα. «Ο ήλιος επαντρεύτηκε και πήρε το φεγγάρι, / ακάλεσε και στη χαρά συμπεθερούς τ’ αστέρια∙…/ κι αυτού προς το ξημέρωμα Αυγερινός εφάνη∙/ φέρνει τον ύπνο ζωντανό στα νιόγαμπρα πεσκέσι,/ φέρνει και στους συμπεθερούς λυχνάρι να τους φέξει,/ να φύγ΄ να παν στα σπίτια τους, τα νίογαμπρα νυστάζουν». Σαν εγύρισε ο Αυγερινός στον ουρανό είπε στα άλλ’ αστέρια τον γάμον του ήλιου με το φεγγάρι σε σπίτι μυριστό.
Κατοικία 3η: Η επιστροφή της νύφης-κόρης στο πατρικό, η αναγνώριση απ’ τη μάνα. Σκηνή ομηρική. «Επήγαν και τη βάλανε εις το βλαντί τ’ ς Ελένης/ κι αρκίνησε και ύφαινε κι έλεγε μοιρολόι:/ “Γάγιο μου, χρυσογάγιο μου, πάλι χρυσό μου γάγιο,/ βλαντί μου, όντες σ’ ανάσταινα, με προξενολογούσαν./ Μήνες μο ‘τάζαν τα προικιά και χρόνους τ’ αντιπροίκια.”…/ Κι η μάνα επαραμόνευε οπίσω από την πόρτα./ Τρέχει ογλήγορα εκεί, γλυκά την αγκαλιάζει». Το ακριβό δωμάτιο της Ελένης, ο αργαλειός, στις 10 το πρωί της εαρινής ισημερίας.
Κατοικία 4η: Ο γυρισμός, η αναγνώριση και το ξανασμίξιμο. Αρχαίος αναλλοίωτος κόσμος. Το αίτημα για επιστροφή, σε αντιπαραβολή προς τον μαύρο μισεμό. «-Κόρη μου, εγώ είμαι ο άντρας σου, εγώ είμαι ο καλός σου./ -Ξένε μου, αν είσαι ο άντρας μου, αν είσαι κι ο καλός μου, / δείξε σημάδια της αυλής και τότες να πιστέψω…/ -Πες μου σημάδια του σπιτιού και τότες να πιστέψω./ -Ανάμεσα στην κάμαρα χρυσό καντήλι ανάφτει». Ο γυρισμός του άνδρα και η προσμονή της γυναίκας. Τι λέγουν οι δυο σε μυστική αυλή;
Κατοικία 5η: Το δοκίμι της αγάπης. Η ρώμη και η γενναιοψυχία. «Σαρανταδυό αρχοντόπουλα μια λυγερή αγαπάνε∙/ κόρη πανώρια κι όμορφη και στα φλωριά χωσμένη./ Και τα σαράντα κίνησαν να πάνε να τη δούνε…/ Μα πήγαν και την ήβρανε στον αργαλειό κι υφαίνει/ κι από μακρυά τη χαιρετάν κι από κοντά της λένε». Στο σπίτι μέσα, η Κυρά με τον αργαλειό. Σαν σκηνή σε αγγειογραφία του 440 π.Χ. (Chiusi Ιταλίας, Museo Civico). Πώς είναι;
Κατοικία 6η: O Γιάννης Τσαρούχης (“Προέλευση και εξέλιξη της εθνικής ενδυμασίας”): «Στην Κούλουρη είδα ένα σωρό στοιχεία ευρωπαϊκής ραπτικής χρησιμοποιημένα για τις ποδιές. Βελούδα φραπέ, στρας, πλισέ σολέιγ, αρχαία ελληνικά μοτίβα ξεσηκωμένα από περιοδικά εργοχείρων». Έστω ο Γιάννης Τσαρούχης, που επισκέφθηκε το σπίτι της Ολυμπίας, στα 1956. Του άρεσε να κάθεται στο μπαλκόνι. Πώς είναι οι γειτονιές τριγύρω, από ψηλά;
Κατοικία 6η: Η Ελευθερία κεντά στο ισόγειο τα χρυσά ζιπούνια. Η κόρη της, η Πολυτίμη, τις ποδιές. Η αυλόπορτα κλείνει στις 1 το μεσημέρι και ανοίγει στις 5 το απόγευμα. Απλώς, τι λένε, τι θωρούν;
Κατοικία 7η: «Στο σπίτι της εδιάηκε, / την πόρταν εκουρτάλησε». Περίγραψε και κρούσε “την πόρταν” το απόβραδο στην υψηλή Μάνη.
* Ισιδώρα Μπίλλια: Απόφοιτος Ιστορίας & Αρχαιολογίας (ΕΚΠΑ), Φιλόλογος στην Β/θμια Εκπ/ση, MSc “Δημιουργική Γραφή & Εκπαίδευση” (Παν/μιο Δυτ. Μακεδονίας), Μελέτες και γραφές σε θέματα Τοπικής Ιστορίας & Δημιουργικής Γραφής