«Volver» λεγόταν εκείνη η ταινία του Αλμοδοβάρ, στην οποία το φάντασμα της μάνας γύρισε πίσω και συγκατοικούσε με την κόρη της. «Volver» κάνω κι εγώ κάθε φορά που γυρίζω σε ένα πατρικό σπίτι, στο οποίο δεν βρίσκεται πια κανείς να με προϋπαντήσει. Με την επιμονή αδέσποτου σκύλου και τη βοήθεια των λέξεων ιχνηλατώ έναν τόπο που ενώ μου είναι γνώριμος, εκτός πεζογραφίας θα ήταν δύσκολο, ίσως ακατόρθωτο, ακόμα και να τον αναγνωρίσω.
Είναι άραγε ο λογοτεχνικός τόπος ένα επιδέξιο τέχνασμα για να καλοταξιδέψουμε, ανάλαφροι αρμενιστές των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων ή μήπως δεν είναι τίποτα άλλο από ένα απόκρυφο σημείο μηδέν στο οποίο καταφεύγουμε σαν υπνοβάτες που γλιστρούν μέσα στο όνειρο αναζητώντας ανακούφιση σε έναν χώρο που τους είναι από παλιά οικείος;
Φυσικά, οι ψευδαισθήσεις βρίσκονται μέσα στην ιδιοσυγκρασία του πεζογράφου. Όμως, ξέρει να τις χρησιμοποιεί και να πορεύεται μαζί τους με τον τρόπο που κάποιος είναι εξοικειωμένος με ένα χρόνιο νόσημα. Στο κάδρο της αφήγησής του δημιουργεί τις κατασκευές ενός γενέθλιου τόπου που δεν θα απαλλοτριωθεί ποτέ, πάντα με την κρυφή προσδοκία, την ψευδαίσθηση πως όλο και σε κάποια μυστική ρωγμή θα ξαναβρεί το πρωτόγαλα να αναβλύζει ζεστό και χειμαρρώδες.
Στον τόπο που επιλέγει να οικοδομήσει το λογοτεχνικό του μικρόκοσμο, αυτό το αχανές σύμπαν από λέξεις, ακόμα κι αν είναι ένας τόπος ενεστωτικός, όλα οδηγούν προς τα πίσω. Στους μεγάλους δρόμους και τα μικρά στενά του περιπλανιέται από μνήμης, ενδυόμενος τις μπουρζουά διαθέσεις ενός περιπατητή που αρέσκεται να φωτογραφίζει μοντέρνα κτίρια και ερείπια πατρικών σπιτιών. Πίσω από αυτό που μοιάζει άσκοπο όμως, φωλιάζει κάτι άλλο· Ο υπολογιστικός τρόπος του δολοφόνου που γυρίζει ξανά στον τόπο του εγκλήματος, υπό την επήρρεια της ναρκισσιστικής του μέθης. Και μπορεί με την περιπλάνησή του αυτή να χαρτογραφεί το κοινωνικό, πολιτικό και αισθητικό πλαίσιο του χώρου και του χρόνου πάνω στα οποία δομεί αφηγηματικά, είναι όμως βέβαιο πως σε αυτή την αποτύπωση εμπεριέχεται κάτι πιο βαθύ και ουσιώδες. Μια αυστηρά προσωπική εμπλοκή μέσω της οποίας καταδύεται στον λαβύρινθο που κατασκευάζει με τον δικό του αμφίσημο τρόπο. Δεσμώτης και δεσμοφύλακας του ίδιου του εαυτού του. Αν καταφέρει και σπάσει το κέλυφος της τερατώδους κατασκευής που ο ίδιος δημιούργησε, είναι βέβαιο πως θα είναι για πάντα αλλαγμένος γιατί θα έχει επιχειρήσει να ξαναμπολιάσει τη νεκρή φύση στην οποία, όπως ο ίδιος γράφει, κάποτε υπήρξε ζωή. Και όταν αναρριχηθεί από τον σκοτεινό κρατήρα στον οποίο καταβυθίζεται ξανά και ξανά, αυτό που ο ίδιος χαρακτηρίζει ως γενέθλια χώρα κάθε πρωτόπλαστης ανάμνησης που κατέληξε να μετουσιωθεί σε μια μικρή λογοτεχνική φράση, τότε είναι βέβαιο πως θα τα έχει καταφέρει. Μικρή σημασία έχει αν τα κριτήρια πάνω στα οποία έχτισε το λογοτεχνικό του κόσμο είναι υποκειμενικά και αναξιόπιστα, αν κάποτε λιποτάκτησε από τη γη που τον έθρεψε, αν γύρισε πίσω ασθενής και νικημένος. Σε όλο αυτό το εγχείρημα υπάρχει μια μεγάλη δόση ύβρεως, αλλά και μια μικρή στάλα ηρωικότητας. Αυτό βέβαια δεν θα του το αναγνωρίσουν οι αναγνώστες γιατί μαζί του θα μοιράζονται πια τη συνενοχή.
Κι ενώ ο καθένας μπορεί να έχει τη δική του ερμηνεία για το τι είναι τελικά αυτός ο τόπος, ποιος τον δημιούργησε, σε ποιον ανήκει, εκείνος θα ξεκινά να φτιάξει τον επόμενο κουβαλώντας την επίγνωση πως για μια φορά ακόμα πρόκειται να διαπράξει κάτι βαρύ, βλάσφημο και απελευθερωτικό μαζί. Για μια φορά ακόμα θα γυρίσει πίσω.
* Η Σοφία Μπραϊμάκου γεννήθηκε στην Αθήνα και είναι κειμενογράφος. Έχει συνεργαστεί με πολλά έντυπα και διαδικτυακά μέσα ενημέρωσης ως δημοσιογράφος, αρθρογράφος και μεταφράστρια καλύπτοντας θέματα για τη σύγχρονη ζωή, τη γαστρονομία και τον πολιτισμό.
Το βιογραφικό της είναι πλούσιο σε συνεργασίες και σε ναυάγια. Γέννημα θρέμμα της πόλης, κινείται στα σπασμένα πεζοδρόμια του κέντρου με παιδιά, σκυλιά, καρότσια και κομψά, αλλά καθόλου πρακτικά παπούτσια.