Scroll Top

Γεώργιος Φραντζής -Μιχαήλ Δούκας/ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΑΛΩΣΕΩΣ

Ο Γεώργιος Φραντζής ή Σφραντζής (1401 -1480) ήταν Βυζαντινός αξιωματούχος και ένας από τους ιστορικούς της Αλώσεως. Οι άλλοι είναι ο Δούκας, ο Κριτόβουλος και ο Χαλκοκονδύλης. Από αρχοντική γενιά και οι τέσσερις, κατέχουν υψηλές θέσεις και αναπτύσσουν σημαντική πολιτική δράση. Αυτόπτης μάρτυρας της εθνικής συμφοράς υπήρξε μόνο ο Φραντζής οι άλλοι συμπλήρωσαν την ιστορία τους από πληροφορίες. Ο Χαλκοκονδύλης πραγματεύεται περισσότερο τα εσωτερικά γεγονότα της Βαλκανικής ο Δούκας τα σχετικά με τις φράγκικες κτήσεις της Μ. Ασίας και της Λέσβου τον Κριτόβουλο τον διακρίνει ένα πνεύμα συμβιβασμού, και παραχωρήσεων προς τον κατακτητή. Ο Φραντζής, αυτοκρατορικός υπάλληλος, απηχεί τις σκέψεις της βυζαντινής αυλής. Προερχόμενος από οικογένεια που υπηρετούσε την αυλή των Παλαιολόγων έμεινε από 16 ετών στην υπηρεσία του αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ και αργότερα συνδέθηκε με τον Κων/νο Παλαιολόγο, τον οποίο υπηρέτησε συνεχώς ως την Άλωση. Μετά την Άλωση κατέφυγε στην Πελοπόννησο και κατόπιν στην Κέρκυρα, όπου έγραψε το Χρονικό του, δηλαδή τα γεγονότα των ετών από το 1258 ως το 1476, που μας διασώθηκε σε δυο μορφές, τη Majus (την εκτενέστερη) και τη Minus (τη συντομότερη). Τα αποσπάσματα που παραθέτουμε προέρχονται από το Βιβλίον Γ΄, έκδοσιν του «Μεγάλου Χρονικού» υπό Migne

Θεόφιλος “Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος ο αυτοκράτωρ των Ελληνορωμαίων εξέρχεται άτρομος εις την μάχην το 1453 Μαΐου 29”, καζεΐνη σε καμβά και έχει ύψος 122 εκ. και πλάτος 154 εκ..

 

ΒΙΒΛΙΟΝ Γ΄

[…] Μόλις δε ήλθε άνοιξι, ο σουλτάνος έφθασε μπροστά στην Πόλι και την επολιόρκησε. Είχε όμως προετοιμάσει καλά τον στόλο του και είχε εξοικονομήσει τις μεγάλες πολιορκητικές μηχανές (ελεβόλεις) και τα κανόνια και άλλες πολεμικές μηχανές και είχε στείλει πιο μπροστά τον Χαρατή πασά με στρατό. Και προτού φθάση ο σουλτάνος μπροστά στην Πόλι εκυρίευσε όλα τα φρούρια, που ήσαν έξω απ΄αυτήν, δηλ. στα χωράφια και στα χωριά˙ μέσα στα φρούρια αυτά είχαν καταφύγει μερικοί άνθρωποι, για να προστατευθούν από την αιφνίδια επίθεσι του τουρκικού στρατού. Άλλους από αυτούς τους ανθρώπους τους επούλησε σαν δούλους και άλλους τους εθέρισαν οι αρρώστιες και τα άλλα βάσανα. Έπιασε επίσης αιχμαλώτους και πολλούς από τους Χριστιανούς. Στο μεταξύ έφθαναν συνέχεια μηχανές και πολεμικό υλικό. Έφεραν επίσης και πολλά κανόνια. Πολλά απ΄αυτά ήσαν τόσο μεγάλα που το καθένα δεν ημπορούσαν να το σύρουν ούτε σαράντα ή ακόμη και πενήντα ζευγάρια βοδιών ή δυο χιλιάδες άνθρωποι. Και στις 2 Απριλίου έφθασε και ο σουλτάνος με αναρίθμητο πλήθος στρατού, που απετελείτο από ιππικό και πεζικό. Έστησαν την σκηνή του απέναντι από την πόρτα του αγίου Ρωμανού˙ και ο στρατός του, που ήταν αμέτρητος σαν την άμμο της θαλάσσης, εκάλυψε όλο το μέρος της ξηράς, που λέγεται Εξαμίλο, από την μια ακτή της θαλάσσης μέχρι την άλλη. Ο ανατολικός στρατός εστρατοπέδευσε στο δεξιό μέρος του σουλτάνου μέχρι τις ακτές της θαλάσσης κοντά στην Χρυσή πόρτα, ο δε ευρωπαϊκός στο αριστερό του μέρος μέχρι την Ξυλίνη πόρτα κοντά στο Κεράτιο κόλπο. Η σκηνή του σουλτάνου ήταν ασφαλισμένη με εσκαμμένα χαρακώματα και με ξυλίνους πασσάλους. Έξω από το χαράκωμα ευρίσκοντο οι γενίτσαροι μαζί με τους άλλους ευγενείς του παλατιού. Ο πασάς δε, που ήταν συγγενής του σουλτάνου, εστρατοπέδευσε μαζί με τον στρατό, που είχε κάτω από τις διαταγές του, επάνω από τον Γαλατά. Και την ίδια μέρα έφθασε ένα άλλο μέρος του στόλου και αγκυροβόλησε στις ακτές της θαλάσσης κοντά στην Πόλι. Ο στόλος αυτός απετελείτο από τριάντα τριήρεις και δρόμωνες (ταχυκίνητα καράβια) και από εκατόν τριάντα άλλα πλοία και μικρότερα καράβια.
Έτσι, λοιπόν, επλησίασε πολύ στην Πόλι και άρχισε να την πολιορκή με όλα τα μέσα και με όλες τις πολιορκητικές μηχανές, αφού περικύκλωσε από την ξηρά και την θάλασσα και τα δέκα οκτώ μίλια της Πόλεως. Ο αυτοκράτωρ διέταξε να τοποθετήσουν μπροστά στην είσοδο του λιμανιού την πολύ βαρειά σιδερένια αλυσίδα, για να μην ημπορούν να ορμήσουν μέσα τα εχθρικά πλοία. Από το μέσα μέρος της αλυσίδας παρέταξαν όσα καράβια έτυχε να ευρίσκωνται εκείνη την στιγμή εκεί, για να μάχωνται τον εχθρό και να μην τον αφήνουν να περάση μέσα. Απ΄αυτά ένα από την Ιβηρία δηλ. την Καστελία, από την Προβηγκία της Γαλλίας… τρία από την Κρήτη, δηλ. από το Ηράκλειο [Χάνδαξ} το ένα και τα άλλα δύο από την Κυδωνία.
Όλα ήσαν εξοπλισμένα και έτοιμα για την ναυμαχία. Έτυχε να ευρίσκωνται στην Πόλι και τρεις μεγάλες εμπορικές τριήρεις από την Ενετία˙ οι Ιταλοί τις ονομάζουν αυτές «γρόσσας [μεγάλας] γαλέρας ή καλύτερα «γαλεάτζας». Υπήρχαν επίσης και άλλες μικρότερες τριήρεις, που ήσαν πολύ γρήγορες, για να συνοδεύουν και να προστατεύουν τις εμπορικές. Ο αυτοκράτωρ έδωσε εντολή να παραμείνουν και αυτά τα καράβια, για να βοηθήσουν την Πόλι. Αυτές τις προφυλάξεις επήραμε στο λιμάνι. Οι εχθροί μας έστησαν στην ξηρά το μεγάλο εκείνο κανόνι, που το πλάτος του στόματός του ήταν δώδεκα σπιθαμές, και άλλα πολλά κανόνια, που τα θαύμαζε κανείς, όταν τα έβλεπε. Έκαμαν ακόμη ένα ψηλό χαράκωμα με ξύλα και επάνω σ΄αυτό ετοποθέτησαν τις πολιορκητικές μηχανές˙από εκεί χτυπούσαν με λύσσα τα τείχη της Πόλεως σε δεκατέσσερα σημεία. Εκτός απ΄αυτές είχαν και πολιορκητικές μηχανές, που έριχναν μεγάλες πέτρες, από τις οποίες αχρηστεύθηκαν πολλά αξιόλογα σπίτια, που ήσαν κοντά στα τείχη, καθώς και τα ανάκτορα των Βλαχερνών. Με τα μεγάλα κανόνια τους σφυροκοπούσαν συνέχεια τα τείχη και τα φρούρια της Πόλεως και ο θόρυβος ήταν πολύ τρομερός. Και στα δύο στρατόπεδα πολλοί έπεφταν νεκροί από τις βόμβες των κανονιών, τα βλήματα, τα τόξα και από τα άλλα πολεμικά μέσα.
Και ο πόλεμος, οι επιθέσεις, οι συμπλοκές και οι πυροβολισμοί από μακριά δεν έπαυαν ούτε την ημέρα ούτε την νύκτα. […]

Θεόφιλος “Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος ο αυτοκράτωρ των Ελληνορωμαίων εξέρχεται άτρομος εις την μάχην το 1453 Μαΐου 29”, ελαιογραφία σε χαρτόνι, ύψος 71 εκ. πλάτος 1 μ.

 

Ο Μιχαήλ Δούκας, δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς γεννήθηκε, ούτε το όνομά του. Φαίνεται να έζησε μεταξύ 1400 έως 1470. Εικάζεται πως λεγόταν Μιχαήλ, καθώς αυτό ήταν το όνομα τού παππού του, ο οποίος ετάχθη με το μέρος τού Ιωάννη Στ’ Καντακουζηνού, κατά τις εμφύλιες διαμάχες τού 1341-1347, αιχμαλωτίστηκε μάλιστα από τον Αλέξιο Απόκαυκο, όμως η δολοφονία τού Απόκαυκου έδωσε την ευκαιρία στον Μιχαήλ Δούκα, να δραπετεύσει μεταμφιεσμένος σε μοναχό και να ζητήσει άσυλο στον Οθωμανό εμίρη τής Εφέσου, παραμένοντας στην Αυλή του κατά πάσα πιθανότητα ως γιατρός. Τα λιγοστά στοιχεία που έχουμε για τον Δούκα, είναι όσα ο ίδιος αφήνει να φανερωθούν, από το ίδιο το κείμενό του. Ουσιαστικά, ο Δούκας σχολιάζει τα τεκταινόμενα κατά τα πρώτα 60 χρόνια τού 15ου αι.. Γύρω στα 1421, ο Δούκας από την Μυτιλήνη, ήταν γραμματέας τού Γενουάτη Adorno. Αργότερα, στα 1451, ενώ βρίσκεται στην υπηρεσία των Gattelousi στην Λέσβο, πηγαίνει στην Αδριανούπολη. Η Άλωση, απετέλεσε για τον ιστορικό, ένα γεγονός ανάλογο με την πτώση τής Ιερουσαλήμ στα 576 π. Χ., γεγονός το οποίο θρηνεί, έχοντας βαθειά γνώση τής Βίβλου. Κατά την διάρκεια τής Άλωσης, δεν βρισκόταν ο ίδιος στην Πόλη, ενώ οι περιγραφές του βασίζονται σε στοιχεία που συνέλεξε από αυτόπτες μάρτυρες, τόσο Έλληνες όσο και Τούρκους.

 

[…] Όταν άκουσε αυτά ο τύραννος, και αφού έχασε την ελπίδα της ειρηνικής παραδόσεως της Πόλεως, διέταξε να γίνη διακήρυξι σε όλο τον στρατό και όρισε την ημέρα της ενάρξεως του πολέμου, αφού ορκίσθηκε [στους στρατιώτες του], ότι αυτός δεν ενδιαφέρετε για τίποτε άλλο, εκτός από τα οικοδομήματα και τα τείχη της Πόλεως, όλος δε ο άλλος θησαυρός και το δικαίωμα της αιχμαλωσίας θα είναι δικά τους κέρδη. Τότε όλοι τον επευφήμησαν.
Όταν, λοιπόν, νύκτωσε, αφού έστειλε αγγελιοφόρους ολόγυρα στο στρατόπεδο, διέταξε να ανάψουν μεγάλες φωτιές και πυρκαϊες σε κάθε σκηνή. Και αφού θα άναβαν τις φωτιές, να κραύγαζαν δυνατά με την μιαρά φωνή τους, που θα φανέρωνε την ασέβειά τους.
Και θα μπορούσε κανείς να δη και να ακούση παράξενα πράγματα. Γιατί τα φώτα που ξεχύθηκαν στην ξηρά και στην θάλασσα και φώτιζαν περισσότερο από τον ήλιο όλη την Πόλι, τον Γαλατά, όλα τα πολεμικά πλοία και τα πλοία πέρα από το Σ κ ο ν τ ά ρ ι [Χρυσούπολις] και όλη η επιφάνεια της θαλάσσης άστραφτε τόσο πολύ, σαν κεραυνός θάλεγε κανείς και μακάρι να ήταν κεραυνός που όχι μόνο να αστράφτη, αλλά και να κατακαίη και να καταστρέφη!
Οι δε Έλληνες νόμιζαν, ότι θα πέση φωτιά στο στρατόπεδο και έτρεχαν μέχρι τα ερείπια [του τείχους]. Και βλέποντας τους χορούς τους και ακούγοντάς τούς χαρούμενους αλαλαγμούς που γίνονταν, προέβλεπαν το μέλλον και με καρδιά γεμάτη συντριβή έλεγαν προς τον Θεό: «Κύριε, όσο δίκαια και αν είναι η οργή σου, λυπήσου μας και γλύτωσέ μας από τα χέρια του εχθρού».
Του δε λαού, μ ό ν ο που έβλεπε τόση θέα και άκουγε [τόση] βοή, του κόπηκε η ανάσα και ανέπνεε σαν μισοπεθαμένος.
Ο δε Ιωάννης [Ιουστινιάνης] όλη εκείνη την νύκτα αγωνίσθηκε, αφού διέταξε να συγκεντρώσουν όλα τα χαμόκλαδα που υπήρχαν στην Πόλι και να τα βάλουν εκεί όπου υπήρχαν ερείπια [του τείχους], να κατασκευάση άλλη τάφρο από μέσα για να προστατεύση τα τείχη, που είχαν καταστραφή.
Οι δε Έλληνες κατάλαβαν πως έγιναν αντιληπτοί [από τους Τούρκους] βγαίνοντας και μπαίνοντας. Και δεν μπορούσαν να βγουν έξω από την πύλη και να αντισταθούν στους Τούρκους στο έξω κάστρο, γιατί ήταν απροστάτευτοι επειδή είχαν πέσει τα τείχη.
Μερικοί από τους γέροντες γνώριζαν καλά μια μικρή πόρτα υπόγεια προς το κάτω μέρος του παλατιού, που από πολλά χρόνια ήταν καλά κλεισμένη. Και αφού το φανέρωσαν στον Βασιλέα, με διαταγή του ανοίχθηκε. Και από αυτή [την πόρτα] έβγαιναν και πολεμούσαν εναντίον των Τούρκων στην τάφρο, που περιέβαλλε το τείχος προφυλασσόμενοι από τα τείχη, που [ήσαν] ακόμα γερά. Την κρυφή εκείνη πόρτα κάποτε την έλεγαν Κ ε ρ κ ό π ο ρ τ α [ή ξυλοκέρκου πυλίς. Απέναντι από τον περίβολο].

Θεόφιλος “Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης”, καζεΐνη σε καμβά, ύψος 55 εκ, πλάτος 72 εκ

Πηγή μεταφράσεων: ΦΡΑΝΤΖΗ-ΔΟΥΚΑ ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΑΛΩΣΕΩΣ (Μετάφρασις: ΒΑΣ. ΠΕΛΑΣΓΙΤΗΣ – ΓΕΩΡΓΙΟΣ Μ. ΚΟΡΔΑΣ, Εκδ. ΠΑΠΥΡΟΣ)