Οι Αρχαίοι Τραγικοί κι Εμείς. Αυτό ήταν το θέμα εκείνης της βραδιάς στο θέατρο ΚΥΔΩΝΙΑ των Χανίων. Και ειπώθηκαν πολλά και καλά. Κάνω, λοιπόν, μια ανασκόπηση – σε ό,τι με αφορά.
Οι Αρχαίοι Τραγικοί κι εμείς, λοιπόν. Αν είναι ν’ αρχίζουμε -όπως οι Αρχαίοι- απ’ την αρχή, καλά είναι να ξέρουμε πως το ζήτημα αυτό στηρίζεται αναπόφευκτα και καθοριστικά στο ζήτημα «Οι Αρχαίοι κι Εμείς». Διότι οφείλουμε πρωτίστως να παραδεχθούμε πως όσο θα διαθέτουμε κάποιο είδος οργανωμένης σκέψης, θα αποτελούμε μια συνέπεια των τρόπων που χρησιμοποίησαν οι Αρχαίοι για να διαχειριστούν το χάος της ανθρώπινης ύπαρξης και να δημιουργήσουν μορφές κοινωνικού βίου.
Πριν από 20 χρόνια, έγραφα πως «μια ελπίδα να σταθούμε στο ύψος αυτής της μεγαλειώδους ιδιαιτερότητας -της ελληνικής Αρχαιότητας, δηλαδή- μπορεί να προέρχεται από την ενδεχόμενη ικανότητα των αρχαίων κειμένων να μας πουν κάτι για την δική μας κατάσταση. Τι μπορεί να σημαίνει κάτω από τις παρούσες συνθήκες ερμηνεία και τι μετάφραση; Πώς μπορεί να σου μιλήσει ένα κείμενο με δεδομένο τον μουσειακό του χαρακτήρα; Ένα ερώτημα θέτω. Δεν απαντώ. Τι νόημα έχει να κοιτάζεις τον Παρθενώνα και να πληροφορείσαι τα πάντα για την αρχιτεκτονική των συμμετριών του; Πού πήγε το πάθος, η δημιουργική δύναμη του αρχιτέκτονα πίσω από τόσο μάρμαρο; Πού πήγαν αυτά που ήθελε να προσάψει στην εποχή του και σε κάθε εποχή;» Και τι αντιπροσωπεύουμε εμείς στο εσωτερικό εκείνων των πρακτικών δημιουργίας, που έγιναν τελικά θεμέλιο του περιβόητου Δυτικού Πολιτισμού; Θα μπορούσα να προσθέσω σήμερα. Ρωτούσα – δεν απαντούσα. Αλλά με κάποιον τρόπο δήλωνα πως είχα κάθε πρόθεση να απαντήσω. Και απάντησα, βέβαια, με τον τρόπο που απαντά ένας άνθρωπος ο οποίος θέλει να λογαριάζεται ανάμεσα στους ποιητές κι αυτήν την επιθυμία την παίρνει πολύ σοβαρά.
Εν ολίγοις, η απάντησή μου είναι οι μεταφράσεις μου αρχαίων ποιητικών κειμένων – ιδίως δραμάτων. Θέλω να γνωρίζω εκείνη την μεγαλοφυή ιδιαιτερότητα. Αλλιώς δεν μπορώ να εντοπίσω την ταυτότητά μου. Θέλω να γνωρίζω πως λειτουργεί, γιατί σταμάτησε και πάγωσε σε ψευδο-επιστημονικές βεβαιότητες, περιστολές σε ηθικισμούς, εθνικισμούς, θεατρινισμούς κι ακόμα λογοκεντρισμούς και εθνοκεντρισμούς – όπως λένε οι σύγχρονοι φιλόσοφοι.
Θέλω πίσω και κάτω από το Γράμμα να εντοπίσω το «απόθετον κάλλος», αν συγχωρείται να χρησιμοποιήσω στην τόσο αντιμεταφυσική εποχή μας, έναν όρο της χριστιανικής ερμηνευτικής μεταφυσικής. Κι αυτό το «απόθετον κάλλος» -το νόημα του κειμένου, δηλαδή- δεν το βρίσκει κανείς, παρά μόνον λειτουργικά, επιχειρώντας να αναδεχθεί το κείμενο, να το κάνει δικό του, μέσα στην μεγάλη παράδοση της ποίησης.
Αλλιώς, ας κάνει κανείς την δουλειά που έμαθε να κάνει, ας παράγουμε όσο καλύτερα μπορούμε τα καταναλωτικά προϊόντα που ονομάζουμε σήμερα κείμενα και ερμηνείες κι ας τα υποβάλουμε στην εξουσία της παντοδύναμης αγοράς, μήπως κερδίσουμε λίγες στιγμές δημοσιότητας. Αλλά ας μην διαμαρτυρόμαστε, όταν, όσοι θέλουν κάποια ποιότητα στην ζωή τους, δεν μας θεωρούν δημιουργούς, ποιητές.
Φυσικά, την ενασχόληση με την μετάφραση της αρχαίας ποίησης την χρειαζόμουν πρώτα-πρώτα για λόγους που αφορούσαν -και αφορούν- την προσωπική μου ποιητική εξέλιξη.
Η εποχή μου, η εποχή της λεγόμενης Αμφισβήτησης, είχε θέσει -δικαιολογημένα, άλλωστε- στο περιθώριο των αξιών την αρχαιότητα. Αυτό είχε στερήσει από την ποίηση τους χυμούς της. Παρωχημένοι μοντερνισμοί, οι οποίοι στην εποχή τους είχαν λειτουργήσει εν μέρει θεραπευτικά για την κουρασμένη γραφή, περιφέρονταν στις συναισθηματικές διαχύσεις των ποιημάτων, χωρίς να μπορούν να δημιουργήσουν κάτι της προκοπής – παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις. Έπρεπε να πάρω από τ’ αρχαία κείμενα λειτουργικά ανταλλακτικά για την προσωπική μου γραφή και -γιατί όχι;- να δώσω ό,τι μπορώ από τον λόγο μου σ’ εκείνες τις αστρικές, θεϊκές μηχανές. Ας μην είμαστε τόσο υποκριτικά σεμνότυφοι. Ο ποιητής, ο πραγματικός ποιητής -σήμερα και αύριο και πάντα, άσχετα με την ποιότητα των κόπων του- είναι συνάδελφός του Ομήρου ή δεν είναι καθόλου ποιητής. Όλα τα άλλα σχετίζονται με την σωφροσύνη και το ήθος του. Αυτά για τα πάρε δώσε μου με τους αρχαίους ως προς την αμιγώς προσωπική μου εργασία.
Όμως δεν είμαι μόνος μου – ποτέ δεν ένοιωσα μόνος ως ποιητής. Πάντα υπήρχαν οι άνθρωποι γύρω μου και πάντα γι’ αυτούς έγραφα. Πώς αλλιώς; Αν στεκόμουν μόνος σ’ αυτόν τον γκρεμό, που στέκεται κάθε ποιητής, αντικρύζοντας το χάος το μη -νόημα, που πρέπει ή να το κάνω νόημα ή να με κατασπαράξει, θα ήμουν κατασπαραγμένος από καιρό.
Το ζήτημα, από αυτήν την άποψη έχει ως εξής.
Ναι, οι αρχαίοι δραματουργοί ήταν σπουδαίοι επειδή μας έδωσαν σπουδαίες ιδέες. Αλλά γιατί ήταν μεγάλοι ποιητές; Πού είναι οι σημασίες τους διατυπωμένες ἡδυσμένῳ λόγῳ, κατά τον Αριστοτέλη; Κάτι λέγεται εκεί κάτω στην ορχήστρα. Αλλά πόσο μας αφορά; Γιατί όλοι επιμένουν πως το αρχαίο θέατρο αφορούσε στους αρχαίους θεατές; Γιατί να μην βιώσουμε κι εμείς την περίφημη αισθητική εμπειρία του αρχαίου έργου; Ποιος μας στερεί τον ἔλεο, τον φόβον, τον γέλωτα, τα συναισθήματά μας τα ίδια; Πρώτος στην σειρά, ο μεταφραστής – που νόμισε πως όταν ακούει κάποιος: «Ω αγαπημένη αυτάδερφή μου Ισμήνη» ή «Αγαπημένη κεφαλή της αδελφής μου Ισμήνης», σημαίνει πως συγκινείται, ενώ στην πραγματικότητα δέχεται μια παράλογη επίθεση στο ζωτικό κέντρο του είναι του: την γλώσσα του. Η λέξη «αυτάδερφη» ακυρώνει την συναισθηματική δυναμική της λέξης «αγαπημένη» και κάθε άλλο παρά προσφέρει στην υποτύπωση της κατάστασης της Αντιγόνης. Όσο για την λέξη «κεφαλή», είναι μια κακόγουστη προσπάθεια αναπαραγωγής της φαινομενικά πομπώδους αρχαίας έκφρασης. Συνεπώς, αν θέλουμε να είμαστε πιστοί στους αρχαίους θα πρέπει να τους κοιτάξουμε με τον τρόπο που κοίταζαν εκείνοι τον εαυτό τους και τον πολιτισμό τους: αμφισβητώντας συνεχώς αυτό που οι ίδιοι έθεσαν σαν κανόνα και θέτοντας νέους κανόνες.
Αν τους κοιτάξουμε πέρα από το στενό, εμμονικό, δυσλειτουργικό οπτικό πεδίο μας, θα δούμε πως πρέπει να συνεχίσουμε την παράδοσή τους, να τους αντιμετωπίσουμε με τον τρόπο που αντιμετώπιζαν οι ίδιοι την παράδοσή τους. Δηλαδή καθόλου σαν παράδοση, αλλά σαν δημιουργική επέκταση της αρχιτεκτονικής του πνευματικού τους κόσμου. Τα αριστουργήματά τους τα χάνουμε σιγά-σιγά. Αν δεν είναι ζωντανά, αν δεν επιτελούν τον σκοπό για τον οποίον δημιουργήθηκαν –και είναι όντως ο ίδιος με τον σκοπό για τον οποίον τα χρειαζόμαστε σήμερα: η πάλη με το χάος και την ειρωνεία της ύπαρξης- δεν είναι τίποτα. Ή μάλλον είναι παράξενες λέξεις και προτάσεις, γραμμένες από αγάλματα με λευκό βλέμμα. Τα περιφρονούμε πραγματικά, όταν δεν τα σκάβουμε βαθιά, ποιητικά. Τα αχρηστεύουμε όταν δεν τα διαβάζουμε με ριζοσπαστικό τρόπο. Είμαστε έξω από την λογική τους, όταν δεν τολμάμε να προβάλουμε σε αυτά τις πιο ριψοκίνδυνες ιδέες μας. Τα αρχαία δράματα κινδυνεύουν από τον σεβασμό μας. Δεν είναι ιερά. Η δύναμή τους είναι η διαρκής ενεργοποίησή τους. Ας μην φρικιάσουν -για πολλοστή φορά- οι ιερείς της φιλολογικής θεολογίας. Δεν πρόκειται να σκοτώσει κανείς τον θεό τους, απλά διότι δεν υπήρξε ποτέ.
Αισχύλος (525 ή 524 π.Χ. – 456 π.Χ.)