Ναύπλιο, άνοιξη 1825.[1]
Δρόμοι στενοί, σπίτια καταρρέοντα, ατμόσφαιρα βαριά, βρωμερές αναθυμιάσεις. Τα σκουπίδια είναι μία από τις αιτίες, που κυριάρχησε την προηγούμενη χρονιά επιδημικός πυρετός. Αποβιβάστηκα πριν από λίγο και βλέπω όλα τα χλωμά πρόσωπα των παθόντων στον δρόμο…
Όλοι χάθηκαν μες στον πυρετό. Καίγονταν τα μάτια τους, έσκαγε το δέρμα, μίσευε ο αέρας. Σερνόμουν στους λερούς δρόμους, μικρή και αδύναμη -έζησα.
Οι διασκεδάσεις της πρωτευούσης ταύτης αποτελούνται από άκομψα καφενεία και χαλασμένα μπιλιάρδα, από ένα βραδινό περίπατο σε μια πλατεία σκιαζόμενη από πλάτανο και από την περιέργεια. Οι γυναίκες είναι αόρατες, διότι οι άντρες δεν τις αφήνουν να εμφανίζονται…[2]
Ήμουν τότε κι εγώ αόρατη. Κορίτσι που μεγαλώνει στη σκιά. Όλοι έβλεπαν σ’ εμένα ένα δέντρο λιγνό, μια ψυχή αναγκεμένη, έναν πόνο σιωπηλό. Η φωνή του φόβου ήταν. Μιλούσα τουρκικά, με απόδιωχναν οι έλληνες. Προσκυνούσα τον σταυρό μ’ έδιωχναν οι τούρκοι. Τη νύχτα βγαίναν κρυφά οι δαίμονες και με αποπαίρναν. Έμαθα να ζω μισά, έμαθα να μη μιλώ, να προσκυνώ. Έβαψα με αίμα, βάφηκα με χολή.
Ώσπου, είπα, θά’ ρθει η δική μου ώρα. Βελόνες θα σκίζουν τα κορμιά τους, μαχαίρια θα κόβουν τις γλώσσες τους. Κι εγώ θα λέω: ας πονούν! Εκείνο το τραγούδι που δεν είπα, θ’ ακουστεί. Τη ζωή που μ’ αρνήθηκαν, θα ζήσω. Κι όσοι έλεγαν: να η πρόστυχη! Να η καταραμένη! θα τιμωρηθούν. Θα’ ρθει η ώρα που εγώ θα γελώ γιατί εγώ ξέρω όλα τα μυστικά τους.
Ωστόσο. Οι καιροί έφεραν άσχημα νέα και αίμα αδελφικό. Για Εκείνον. Άλλοι είπαν ότι είχε πέσει από ψηλά με το σκοινί. Κι άλλοι ότι του σπάσαν τον λαιμό[3]. Εκεί, το αρχαίο θαύμα. Εκεί, το σκοινί. Εκεί κι ο Αδελφός. Ψηλά μόνο το φεγγάρι έβλεπε. Απόμεινα κι εγώ να το κοιτάζω.
Δυο αιώνες μετά, πάλι εγώ, ένα κορίτσι μεγαλωμένο στη σκιά. Το ίδιο αόρατη. Το ίδιο σιωπηλή. Μιλώ τους άντρες, με διώχνουν οι γυναίκες. Μιλώ τις γυναίκες, οι άντρες με μισούν. Τη νύχτα βγαίνουν οι δαίμονες και τραγουδώ μαζί τους.
Δυο αιώνες μετά η ίδια αρρώστια. Όλοι να καίγονται στον πυρετό και να πεθαίνουν. Κι εγώ να σέρνομαι στο φονικό. Στην καταπακτή που κρύφτηκαν. Στη σκάλα που δεν θά’ βρουν. Γιατί ο φόβος τους είναι και δικός μου φόβος. Για το αίμα του αδελφού και τη χολή. Για το μαχαίρι και την πέτρα. Κοιτάζοντας συνέχεια στο φεγγάρι, περιμένω ποιος θα κρεμαστεί.
Αλλά τώρα, πιο πολύ απ’ όλα φοβάμαι το χαρτί. Αυτό το χαρτί που περισσεύει, που ποτέ δεν έφτασε, που πάντα άγραφο προσμένει. Εκείνο το λευκό χαρτί που αμείλικτα μάς κρίνει. Όμως.
Το τραγούδι που δεν είπα, θ’ ακουστεί,
Αόρατη πια δεν θά’ μαι,
γιατί πλησιάζει,
γιατί σε λίγο θα’ ρθει,
Η δική μου ώρα.
[1] Παραφράζοντας αποσπάσματα από το: Giuseppe Pecchio, Έκθεσις των συμβάντων εν Ελλάδι κατά την άνοιξιν του 1825, μτφ. Σταμάτιος Α. Αντωνόπουλος, Αττικός Ορίζων, Τυπογραφείον Φοίνικος, 1885.
[2] Ό.π. σημ.1.
[3] Κατά την περίοδο του Ελληνικού Εμφυλίου της περιόδου 1823 – 1825 δολοφονείται ο Οδυσσέας Ανδρούτσος Λέγεται πως λίγο πριν το τέλος του εμφυλίου, νομίζοντας ότι θα του δοθεί αμνηστία, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος παραδόθηκε και φυλακίστηκε στην Ακρόπολη. Εκεί αφού βασανίστηκε απάνθρωπα, στραγγαλίστηκε και πετάχτηκε το σώμα του από ψηλά στις 5 Ιουνίου 1825 μετά τα μεσάνυχτα. Είπαν ότι πήγε να δραπετεύσει, αλλά το σχοινί που χρησιμοποίησε κόπηκε και έτσι έπεσε από την Ακρόπολη και σκοτώθηκε. Υπεύθυνος για τον θάνατό του θεωρήθηκε το άλλοτε πρωτοπαλίκαρό του, ο Γκούρας.
* Η Άννα Αφεντουλίδου είναι φιλόλογος, ποιήτρια και κριτικός λογοτεχνίας