Έγινα σαν παπαρούνα, Δομνίτσα. Κόκκινη. Ένιωθα τα μηλίγγια μου να χτυπάνε, οι αρτηρίες φούσκωσαν, το παθαίνω κάθε φορά που σεκλετίζομαι. Πες καλύτερα που φουρκίζομαι. Έχετε παπαρούνες στην Αγγλία; Στα Μίντλαντς που ζεις φυτρώνουν; Άμα δεν θυμάσαι το χρώμα τους, θα σου στείλω μια φωτογραφία στο μέσεντζερ,από την Αίνο, τότε που ταξίδεψα εκεί, με τα ΚΑΠΗ της Αλεξανδρούπολης. Εσύ στύλωσες τα πόδια σου, τα χτυπούσες στο μωσαϊκό της κουζίνας, πάνε αυτά, είναι παλιά, ποιος σας έδωσε το δικαίωμα να με βαφτίσετε Δόμνα.
Ξέφυγα. Κι εσύ δεν έχεις καιρό να διαβάζεις μακρινάρια ηλεκτρονικά μηνύματα. Με τις καραντίνες και τα τοιαύτα περνάω την ώρα μου με ομιλίες στο διαδίκτυο, έγινα ξεφτέρι πια, ξεχάστηκε το καλοκαίρι που με μάλωνες, είχα πεισμώσει, δεν ήθελα να μάθω τα καινούρια. Κι έπειτα απορώ πού έμοιασες εσύ! Αν ζούσες στα χρόνια της συνονόματής σου ,θα είχες μπει στο μπρίκι της καπετάνισσας, μόνο και μόνο γιατί δεν θα είχες συνηθίσει να είσαι το καλό κορίτσι που ονειρεύεται έναν καλό γάμο.
Αστραπές πέταγαν τα μάτια μου. Η ομιλήτρια δεν ήξερε την κυρά Δομνίτσα, την καπετάνισσα της «Καλομοίρας». Διακόσια χρόνια, λέει, από την επανάσταση , είπα να ακούσω τους γραμματιζούμενους. Να μάθω. Μέχρι το Δημοτικό πήγα στο σχολείο, μ’ έφαγαν τα χωράφια από νωρίς και μετά η Στουτγάρδη, πόσα σπίτια έχω καθαρίσει στη ζωή μου, δεν λέγεται. Τα καλοκαίρια που έρχεσαι για διακοπές δεν σου αρέσει να στα λέω αυτά. Άμα σας μαθαίνουν τέτοια γράμμα…, με σφάζει ένας πόνος στα πλευρά. Ελλεί…, κάτσε μια στιγμή να δω πώς το έχω αντιγράψει. Ναι…Ελλείπουσιν οι πόροι, της απάντησαν οι φιογκοφορεμένοι που κάνανε κουμάντο τότες με τους πολέμους με τους Τούρκους . Τότες που είχαν φαγωθεί όλα, δεν είχε αφήσει η Δόμνα ούτε φτερούγα από την προίκα της, πάει και το βιος του κύρη της . ό,τι είχε και δεν είχε τα έκανε μπαρούτι, βόλια για τα κανόνια της. Ελλείπουσι οι πόροι…Τ’ ακούς, Δομνίτσα μου; Έτσι της απαντούσανοι πισπιρίγκοι. Δεν είχαν παράδες γι’ αυτήν, να κάνει πόλεμο με την «Καλομοίρα « της.
Παρασύρομαι, κορίτσι μου. Ξεστρατίζει η σκέψη μου Έχω σφάχτη, δεν μ’ αφήνει να κλείσω μάτι τα βράδια. Αλλά σφάχτης ξεσφάχτης κάτι πρέπει να κάνω για την κυρά Δομνίτσα. Έχει ακουμπήσει πάνω μου, είμαι ο πιο κοντινός της άνθρωπος, σχεδόν κάθε μέρα περνάω από τον φάρο. Όμως, γράμματα δεν ξέρω, να γράψω στις εφημερίδες, να πάρω θάρρος, να της δώσω το στόμα μου, να μάθουν για κείνα που την πόνεσαν. Δεν ξέρω γράμματα, κοκκώνα μου. Θα γελάσουν μαζί μου οι άλλοι. Δυναμώνει ο σφάχτης κάθε που κάνω τέτοιες σκέψεις. Γαρίδα τα μάτια μου όλη νύχτα, καρφωμένα στον απέναντι τοίχο, έχω κρεμάσει μια δική της φωτογραφία, πάνω στο μπρίκι της, ντυμένη με τη νυφιάτικη στολή της. Μήπως όμως, κορτσούδι μου, ήταν τα γράμματα που την έκαναν καπετάνισσα; Χρειάζονται γράμματα, για να γνοιαστείς τον τόπο σου; Να μη σοδιάζεις μόνο για τον εαυτό σου;
Ξέρω, Δόμνα μου, έχεις δουλειά, ετοιμάζεις τα πέιπερς, πώς διάολο τα λένε, έχεις πολύ δουλειά για το συνέδριο των οικονομολόγων. Ψηλώνω κι εγώ μαζί σου με όσα έχεις καταφέρει, το όνομά σου ταξιδεύει παντού, πόσο θα χαιρόταν η κυρά Δόμνα Βιζβίζη, μια συντοπίτισσά της, από την Αίνο της Ανατολική Θράκης, οργώνει τον κόσμο με τη δική της «Καλομοίρα». Θα θυμώσεις μ’ όλα αυτά που σου λέω, σαν να σε βλέπω, δεν αλλάζεις μάνα, θα πεις. Καλά, δεν συνεχίζω.
Το πρωί, νωρίς, έκανα βίζιτα στην καπετάνισσα. Στον φάρο. Συμπλήρωσα ένα χαρτί, να μ’ αφήκουν, πήρα έναν καφέ στην παραλία, take away, τον λένε τώρα, όχι τούρκικο ούτε ελληνικό. Αρμένικη η βίζιτα. Ημερεύει ο σφάχτης την ημέρα, πιο πολύ από την ώρα που φτάνω στο άγαλμα. Με περιμένει, ίσως να είναι και το όνομά μου. Μαριορή με βγάλανε, σαν την κόρη της που την πήρε μαζί της στον Πειραιά, να κοιμηθεί σε μαλακό κρεβάτι. Δεν ξέρω γιατί μου έδωσαν αυτό το όνομα, ο παππούς μου επέμενε, είναι όνομα οικογενειακό, από παλιά, μου εξήγησαν αργότερα.
Πήγα κοντά της, στάθηκα στην πλάτη της, αγκάλιασα τα μπρούτζινα χέρια ακουμπώντας το κεφάλι μου τρυφερά στη ραχοκοκαλιά της. Ένιωθα να διαπερνάει ρίγος το κορμί μου και να χάνομαι, να μπαίνω στο όνειρο και να ταξιδεύω μακριά. Το κορμί της σκελετωμένο, έσφιγγε πάνω της μια στενή μπέρτα. Μπήκα από το κάσωμα της εξώπορτας του σπιτιού. Κάθισα δίπλα της, με έσφιξε σφιχτά στην αγκαλιά της, είσαι κόρη του Χατζή Αντώνη, δεν μας ταιριάζει το κλάμα. Στενός ο χώρος, ίσα που χωρούσαμε, χάθηκαν τα τρία αδέλφια μου από το θανατικό που έπεσε στ’ Ανάπλι. Ούτε ένα δάκρυ δεν αυλάκωσε το πρόσωπό της. μα δεν έχει αίμα, την τσίμπησα παντού, μήπως πονέσει και βγάλει μια κραυγή πόνου. μάταιος ο κόπος. Το κορμί της κυπαρισσένιο, λαμπάδα, ο αέρας έμπαινε στο απαραθύρωτο σπίτι, η καρδιά μου χτυπούσε ακανόνιστα, ένιωθα όλο μου το κορμί να μπλαβιάζει από τον νοτιά που μύριζε βαριά υγρασία.
Όμως, ούτε μια κουβέντα δεν βγήκε από το στόμα της. Η πλάτη της δεν κύρτωσε ποτέ. Ευθυτενής, με τον αυχένα τεντωμένο, το κεφάλι μισοσηκωμένο να κοιτάζει στο άπειρο. Συνεχίζουμε τον πόλεμο, φέρτε βόλια, γεμίστε τα κανόνια, μη χασομεράτε, θα πάρω εγώ τη θέση του κύρη μου, του Χατζή Αντώνη. Βάλτε το σώμα του στην άκρη, θα τον θάψουμε μόλις μπορέσουμε. Ο πόλεμος δεν κάνει διάλειμμα.
Να φύγουν οι ζητιάνοι από τ’ Ανάπλι. Εκείνη την ώρα σκοτείνιαζε το βλέμμα της, μ’ αγκάλιαζε και μ’ έσφιγγε σφιχτά, με πονάς μάνα, μελάνιασαν τα μπράτσα μου. Δεν έχουμε γρόσια να ταϊσουμε τους ξενομερίτες, φώναζαν τα κεφάλια που έμπαιναν από τα ανοιχτά παράθυρα, σαν μια φευγαλέα σκιά έμοιαζαν στη φεγγαροφωτισμένη νύκτα. Γυρίστε στον τόπο σας, χαραμήδες. Το κεφάλι της πάντα ανασηκωμένο, δεν ήθελε να χάσει από το βλέμμα της τα τούρκικα καράβια που σκόρπιζαν μπαρούτι. Το πρόσωπό της ανέκφραστο, σαν να μην υπήρχε ζωή. Το μπρίκι μας, Μαριορή μου. Η «Καλομοίρα μας», τι θα απολογηθώ στον καπετάνιο μας. Δεν μπόρεσα να το σώσω. Στάθηκα ανάξια. Μου το πήρανε. Ξέμεινα, Μαριορή μου, δεν είχα παράδες να τη σώσω. Έμεινα ορφανή, έχασα τα τρία παιδιά μου. Πόνεσα, με την αρρώστια όμως δεν μπορούσα να παλέψω. Ορφάνεψα από την «Καλομοίρα», μου πήρανε την περηφάνια μου, πήγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι. Την έκαναν μπουρλότο.
Τι να τα κάνω τα χαρτιά. Του δίδεται το παρόν διά να έχη να παρρησιασθή ένα καιρόν εις το Γένος διά ταύτην του την δούλευσιν. Το έφερε ο Χατζή Αντώνης με καμάρι στο μπρίκι. Από κάτω τζίφρες. Μπορώ ν’ αντέξω την πείνα. Τη συνήθισα Καταπίνω την ντροπή που μας δώκανε τριάντα δραχμές, αυτή ήταν η πληρωμή μας για το αίμα του. Για την ορφάνια από την «Καλομοίρα». Που χαλάσαμε και το τελευταίο φλουρί στη φωτιά.
Ο ήλιος έκαιγε εκείνη τη μέρα. Με ξύπνησε ο αστυφύλακας, έσταζε όλο το κορμί μου από τον ιδρώτα. Είστε αναψοκοκκινισμένη, κυρία, ο νεαρός ήταν ευγενικός. Σας συνιστώ να κάνετε τεστ για τον κορονοϊό. Μην το αμελείτε.
Δόμνα Βισβίζη
Γεννήθηκε το 1783 στην Αίνο της Ανατολικής Θράκης. Παντρεύτηκε τον καπετάνιο Αντώνιο Βισβίζη, τον Χατζή Αντώνη. Όντας μέλος της Φιλικής Εταιρείας έλαβε μέρος στην Επανάσταση του 1821 από την πρώτη στιγμή. Εξόπλισε το μπρίκι «Καλομοίρα» κι άρχισε να οργώνει το Αιγαίο, έχοντας μαζί την οικογένειά του. Μετά τον θάνατό του πάνω στο μπρίκι, η Δόμνα αναλαμβάνει το κουμάντο του πλοίου ως αρχικαπετάνα. Ξόδεψε όλη την περιουσία της οικογένειας . Περιήλθε σε οικονομική ανέχεια, έχασε την «Καλομοίρα» που χρησιμοποιήθηκε στην ανατίναξη τούρκικου πλοίου, βίωσε την περιφρόνηση από τη διοίκηση, πέρα από μια ισχνή σύνταξη και την ανοχή να διαμένει σε μικρό σπίτι στο Ναύπλιο χωρίς πορτοπαράθυρα. Πέθανε στον Πειραιά (1850), όπου εγκαταστάθηκε η κόρη της Μαριορή μετά τον γάμο της. Η Δόμνα Βισβίζη ανήκει στις μεγάλες μορφές της ελληνικής επανάστασης.
* Ο Ευάγγελος Αυδίκος είναι Καθηγητής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας