Πόσα γενναία παλικάρια θα έρθουν; Τα παιδιά τους; Τα ανίψια τους; Θα δεχτώ και γυναίκες, θα τις ντύσω με ρούχα αντρικά. Και βέβαια ενδιαφέρονται! Ωστόσο, δεν ανακοινώνουμε τα ονόματά τους ακόμα ώστε να μην αποπειραθούν να τις μεταπείσουν. Όταν θα δύνανται όλοι να ορίζουν οι ίδιοι τον τρόπο με τον οποίο θα διάγουν τον βίο τους, θα έχουμε πετύχει τον στόχο. Όχι ακόμα, το ξέρω… Γνωρίζεις πόσο με θλίβει, βαθιά… Ο δεύτερος εμφύλιος μας τσάκισε. Είναι δυνατόν να ρίχνουν στα κάτεργα τον Γέρο του Μοριά; Είναι λογικό να τον υπερασπίζομαι και να με συλλαμβάνουν; Με εξόρισαν! Το νιώθεις; Δεν μπορούσα να έρθω στον τόπο μου. Δεν μπορούσα να δω τα παιδιά μου. Τόσο σαθρό είναι το σύστημα… Μου μήνυσαν ότι αν δεν πάψω να ασχολούμαι με τις υποθέσεις τους, θα με φυλακίσουν. Αν το μάθαινε αυτό ο πατέρας, θα ούρλιαζε από όπου βρίσκεται τώρα. Προσφέραμε περιουσίες στον πόλεμο, του Γιάννουζα, του Μπούμπουλη, το βιός των παιδιών μας, τον χρόνο, το σθένος, όλο το «είναι» μας κι εκείνοι έρχονται να κυβερνήσουν μ’ ετούτο τον τρόπο; Αλλά, τι να κάνεις; Έτσι είναι ο κόσμος… Ναι, συνεχίζουμε! Είδη πλοίου, πολεμοφόδια, όπλα… Ανασύσταση. Ο Ιμπραήμ Πασάς κατέπλευσε στο λιμάνι της Πύλου. Πρέπει να δράσουμε. Αλλιώς, όλα θα έχουν γίνει για το τίποτα. Τα γενναία παλικάρια που θάψαμε, θα έχουν θυσιαστεί χωρίς λόγο. Η επανάσταση αναζωπυρώνεται και οι μουρλοφαντασμένοι πολεμάνε μεταξύ τους αντί να συγκεντρώνουν δυνάμεις εκ νέου ενάντια στον εχθρό. Οι μωροί που ορίζονται από τις ορέξεις του ζώου τους… Όχι, δεν θα σταματήσω! Θα συνεχίσω να πολεμάω τον Τούρκο μέχρι να αφήσει και τα τελευταία του κόκαλα στα εδάφη μας και να μην ξαναπατήσει ποτέ!
Τι; Τι είπανε; Ποιος; Ο Γιώργης; Ο δικός μου ο Γιώργης; Πώς; Έλα εδώ, δεν δαγκώνω. Πλησίασε… Πες μου. Με την Ευγενία την Κούτση; Πού βρίσκονται; Ορίστε; Δεν τον θέλουν! Τι πάει να πει αυτό; Δεν εγκρίνουν τον γιο μου; Απορρίπτουν το τέκνο μιας μήτρας που τα έδωσε όλα για την πατρίδα; Τι ‘ναι αυτά που μου λες; Θα τρελαθώ! Τους κυνήγησαν; Τους απειλούν; Πάμε στο πατρικό του Γιάννουζα, τώρα! Δεν θα περάσει αυτό! Τα παιδιά μου θα ζήσουν ελεύθερα! Δεν θα τους πει κανένας τι επάγγελμα θα ακολουθήσουν, τι θα σκεφτούν, ποιον θα φιλήσουν, σε ποιο σώμα θα σβήσουν… Πού ακούστηκε; Τι; Δεν έχουμε περιουσία; Και βέβαια έχουμε! Τη μεγαλύτερη! Πολεμήσαμε για την Ανεξαρτησία! Δεν υπάρχει πιο ακριβή κληρονομιά από αυτή. Θα μείνουμε στην Ιστορία! Μόνο για τα τάλαρα νοιάζονται; Αν είναι ποτέ δυνατόν… Σα δε ντρέπονται και τους είχα σε εκτίμηση! Ο στρατός μου, ο στόλος μου δεν μετράνε σε τίποτα; Αλλάζουμε την κοινωνία! Τι αξίες θέλουν να προσφέρουν στα εγγόνια τους; Να ζούνε σαν δούλοι και να μαθαίνουν Τούρκικα; Να στοχάζονται σαν Τουρκαλάδες και να φοράνε μαντίλες; Να ανοίγουν τα πόδια οι κόρες σαν σκεύη όπου χύνουν οι βάνδαλοι; Προχώρα πιο γρήγορα! Να φτάσουμε πρώτοι! Να μάθουν τα παιδιά ότι είμαστε με το μέρος τους. Θα τους πάρω μαζί στον αγώνα αν δεν τους δώσουν χώρο εδώ… Τι; Είναι λογοδοσμένη η Ευγενία; Ποιος το λέει αυτό;
Παιδιά; Πού είστε; Πού κρύβεστε; Γιώργη! Εγώ είμαι, γιε μου! Φανερώσου, ξέρω ότι βρίσκεστε εδώ. Είμαι με το μέρος σας. Κι εγώ και τ’ αδέλφια σου. Ένας στόλος και ένας στρατός! Πού είσαι, καμάρι μου; Έλα, κορίτσι μου, ελάτε εδώ, μην φοβάστε, δεν έχετε φταίξει, αγαπηθήκατε και τολμήσατε να το φωνάξετε. Πού είναι το κακό σε αυτό; Ίσα ίσα! Τι διαλαλούμε τόσον καιρό; Ελάτε κοντά μου… Πόσο όμορφη είσαι, κόρη μου. Γιώργη, δεν θα μπορούσες να διαλέξεις καλύτερο ταίρι. Μην φοβάστε, θα σας στηρίξω εγώ. Δεν έκανα όλους αυτούς τους αγώνες για να λένε στα σπλάχνα μου με ποιον τρόπο θα ζήσουν. Αν είναι ποτέ δυνατόν! Τους σαπιοαριστοκράτες που δεν μπορούν να ξεχωρίσουν τι έχει πραγματική αξία! Πώς; Έχουν μαζευτεί από κάτω; Τώρα; Εδώ; Μη μου πεις! Όλη η οικογένεια Κούτση και άλλοι που δεν εγκρίνουν τον γάμο; Ω! Είναι κόσμος πολύς! Να κι ο εξάδελφος… Εμ βέβαια, δεν θα έχανε ευκαιρία να με διαβάλει. Θα βγω στο μπαλκόνι. Εσείς μείνετε εδώ. Έχω αντιμετωπίσει τόσα και τόσα, ετούτους θα φοβηθώ;
«Είσαστε αχάριστοι όλοι! Με ακούτε, μωρέ; Δώσαμε τα πάντα για ν’ απαλλαγούμε από τους Τούρκους και δεν θέλετε τώρα τον γιο μου; Τολμάτε να το λέτε αυτό σ’ εμένα που πάλευα με του χάρου τη λόγχη για να έχετε εσείς τα προνόμια που χαίρεστε κάθε λεπτό; Τολμάτε να μας προσβάλλετε έτσι; Είμαι η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα Πινότση, βαφτισιμιά του Μούρτζινου, εκλεκτή του Τσάρου, μέλος της «Φιλικής Εταιρείας», έθρεψα τις οικογένειες των τόπων μας, τίμησα τα γενναία μου παλικάρια με βιός, ετοιμάζω το νέο στόλο και τον νέο στρατό και δηλώνετε ότι έχει ξεπέσει ο υιός μου; Σαν δεν ντρέπεστε, αυτό λέω εγώ! Αντί να κάνετε ουρά ζητωκραυγάζοντας για την ευτυχία δυο ανθρώπων που έχουν, χάρη στον αγώνα, την πολυτέλεια να διεκδικήσουν τη ζωή τους ελεύθεροι, αντί να μας εμψυχώνετε με ιαχές εμπιστοσύνης, φωνάζετε ότι δεν εγκρίνετε τι; Την αγάπη; Την ελεύθερη βούληση; Το δικαίωμα στην επιλογή; Την αυτοδιαχείριση; Υπάρχει μεγαλύτερη ένδειξη ελευθερίας από την αυτόβουλη δήλωση του ερωτευμένου συντρόφου; Υπάρχει μεγαλύτερη τιμή από την ενεργό δράση στον αγώνα για την ανεξαρτησία της χώρας μας; Σας καλώ, αυτήν τη στιγμή, να αγκαλιάσετε ετούτο το ζεύγος! Ναι, σας καλώ να αντιμετωπίσετε τον Γεώργιο Γιάννουζα και την Ευγενία Κούτση ως σύμβολο των διεκδικήσεων των ξεσηκωμένων Ελλήνων, ως σύμβολο του συνεχιζόμενου αγώνα, να τους στηρίξετε όπως θα στηρίξετε τη νέα μάχη, ελάτε στον στόλο και στον στρατό μας, γενναία μου παλικάρια, γενναία μου θηλυκά, υπερασπιστείτε τον αγώνα, τολμήστε…»
Γιατί είναι όλα θολά; Γιατί έχω αίμα στα χέρια; Δεν σήκωσα όπλο, μιλούσα ειρηνικά, δεν νιώθω καλά, πονάω βαθιά στην κοιλιά, δεν μπορώ να ανασάνω, Γιώργη, μην κάνεις πίσω, παιδί μου, να πράξεις όπως επιθυμεί η ψυχή, για εσάς παλέψαμε σ’ ετούτη τη γη, συγχώρα με, Γιώργη, συγχώρεσε με που δεν ήμουν περισσότερο χρόνο δίπλα σου, που έχασα τόσα πολλά, που δεν σου λέω «σ’ αγαπώ» δυνατά, δεν ξέρεις πόσο λαχταρώ το φιλί σου, δεν φαντάζεσαι πόσο μου έλειπε η ανάσα σου όταν ήμουν συχνά μακριά, καίνε ξαφνικά τα πνευμόνια μου, με τσουρουφλίζουν, στεγνώνουν, σκύψε κι άλλο, παιδί μου, ναι, εδώ, στο πρόσωπό μου κοντά, στερεύει η πνοή τώρα δα, ο αγώνας, γιέ μου, ο αγώνας δεν σταματά, παλικάρια μου γενναία καλά, μην δειλιάσετε αυτή τη φορά, συνεχίστε τον πόλεμο, η επανάσταση δεν έχει όριο, μέτρο, σταθμό, η λευτεριά δεν έχει ορισμό, η ανάγκη για οξυγόνο δεν έχει ποτέ τελειωμό…
(Βασισμένο σε βιογραφικά στοιχεία από το «Μουσείο Μπουμπουλίνας» στο νησί των Σπετσών και σε συνέντευξη του απόγονου κ. Φίλιππου Δεμερτζή – Μπούμπουλη)
* H Τζούλια Γκανάσου είναι συγγραφέας