Ξαπλωμένος κατάχαμα στη δροσερή χλόη. Αγριαχλαδιές, κουμαριές και ψηλά κυπαρίσσια καλύπτουν την αυλή του μοναστηριού φυσώντας μια ήσυχη σκιά. Ο ήχος του νερού κελαρύζει στις φλέβες του αιώνιου πλάτανου. Στα πιο ψηλά κλαδιά μιας βελανιδιάς ένας νευρικός κότσιφας με μαβιά φτερά κράζει τον ερχομό μου στη μέρα. Η μάνα μου μέσα στον ιδρώτα, πεσμένη στα μοσχολάχανα με τα σκέλια διάπλατα σκάβει με τα νύχια της το χώμα. Μια οικογένεια γαιοσκόληκων την ταχταρίζουν. Τα ουρλιαχτά της πιο δυνατά από την καμπάνα της Αγίας Τριάδας, σκεπάζουν τον ουρανό των θεών και τη γη των ανθρώπων.
«Άιντε να βγεις καμένο να δεις μονάχο σου τη γλύκα, άιντε σου λέω».
Κλάμα από γερά πνευμόνια, πρωτόγαλα και φως. Κι ένα μωρό μαύρο, γκαγκανιάρικο με ξεραμένες πέτσες και νεκρό δέρμα, λες και προτού περάσει από τη μήτρα της μάνας του στον κόσμο, πέρασε μέσα από τις φλόγες.
Πάνω σε ένα λιθάρι είναι καθισμένος ένας άγγελος· σάμπως έχει γυναικεία μορφή. Φορά λευκό μεϊντανογέλεκο κεντημένο με μαλαματένια κουμπιά και ψήνει το γιαταγάνι στη φωτιά. Κάπου κάπου το σηκώνει ψηλά· χαίρεται να βλέπει τη λαβή και το μαχαίρι ν’ αστραφτοκοπούν κάτω απ’ το ολύμπιο φως. Κατόπιν, το κατεβάζει ίσαμε το στέρνο μου και με αεροβαφτίζει με έναν νοητό σταυρό.
Με τις παλάμες μου γραπώνω τους καρπούς της γης κι αυτοί καταχωρούνται στο μνημονικό μου με τον τρόπο που το δέρμα μου αντιδρά σαν τους αγγίζω. Αγκινάρες, ασκόλυμπροι, χαμομήλια, παπαρούνες και μολόχες, φασκόμηλα και μάραθα αντανακλούν χίλιες δυο λάμψεις κι αρώματα κι εγώ που μόλις είχα ξεμυτίσει στον κόσμο κοίταζα με ανοιχτά τα μάτια ολόγυρά μου το Λιβάδι. Έλεγα πως το θυμόμουν απ’ άκρη σ’ άκρη και πως δεν μπορεί να γεννήθηκα πρόωρα, μόλις αυτή τη στιγμή από έναν πατέρα Λαζαίο και μια μάνα Βλάχα, αλλά πως ξαναγεννήθηκα κι ήρθα ξανά στον κόσμο ύστερα από μια περίοδο απουσίας και στάχτης.
Μια παπαδιά σημαίνει την καμπάνα της Αγίας Τριάδας, ένας μπάρμπα Ζήδρος κρατά παραμάσχαλα σφραγισμένο μέσα σ’ ένα μαντήλι ψωμί κι ελιές και φέρνει νερό από τη βρύση. Με βλέπει και σταυροκοπιέται.
«Να του βάλ’ς σπαθόχορτ’ με λίπος απάνου στην πληγή να τη θρέψ’», λέει στη μάνα μου και της δίνει ένα μπουκέτο με ζωηρά κίτρινα και πορτοκαλιά άνθη.
Η μάνα βουτάει το βότανο στο λίπος κι αμέσως γίνεται κατακόκκινο. Μ’ αυτό μου περνά τις πληγές και τα εγκαύματα. Ο πόνος υποχωρεί κι ενώ μ’ αστοχασιά αναζητώ τη θηλή της, εκείνη μου τραγουδά ενα σκοτεινό νανούρισμα σε μια γλώσσα άγνωστη που θα ‘μαθε από τη δική της μάνα.
Το καλοκαίρι που βγήκα στο βουνό
Κοιταξα πάνω στις οξυές
Η άμοιρη κι η μαύρη εγώ
Τα μαλλιά μου μπερδεμένα
Κοίταξα κάτω προς το ρέμα
Δεν φαίνονταν τα ζυγούρια του παππού
Η άμοιρη κι η μαύρη εγώ.
«Όχι άλλο μάνα, δεν μπορώ», της κλαίω μα η μάνα δεν σταματά να τραγουδά· το τραγούδι της τρομάζει τον κότσυφα που ανοίγει πλατιά τις φτερούγες του και με μια βουτιά εξαφανίζεται μέσα στις πλαγιές του Τιτάριου Όρους.
Ξάφνου, ο ήλιος χάνεται σε πυκνά σύννεφα κι ένας δυνατός βρυχηθμός σπάει τη γαλήνη της μέρας.
«Έρχεται η ώρα», ακούω τον εαυτό μου να μονολογεί δυνατά. Κλεισμένος μέσα σε ένα άλλο καμπαναριό σε ξένο δάσος, αντρειωμένος πια με στολή αρματολού, ζωσμένος με εκκρηκτικά. Σκιές αντρών, ανθρώπινες φιγούρες σαν απότοκα της νύχτας, άλλοι φωνάζουν, άλλοι κλαίνε με αναφιλητά. Μέσα στην αναμπουμπούλα βλέπω τον άγγελο με τη γυναικεία μορφή να με πλησιάζει. Στο πρόσωπό της αναγνωρίζω τη Στάνα.
«Γυναίκα μου, της λέω, φύγε. Από στιγμή σε στιγμή θα ανάψω το φυτίλι».
Τη φιλώ στο στόμα. Ένα τσαφ. Μια τελευταία λάμψη. Κι ύστερα, η θέρμη.
Έπεσα σε βαθύ ύπνο που κράτησε δυο αιώνες. Κάποτε μου φάνηκε πως ξύπνησα και βρέθηκα ξανά στο Λιβάδι μα τώρα δα, έκανε βαρυχειμωνιά. Είδα ξανά τα γνώριμα σπίτια, του παπά Στράτου, του δάσκαλου Ιωνά και του Πέζαρου, την πλατεία του χωριού. Όλα είχαν ερημώσει. Έφτασα έξω κι από το δικό μου. Τυλιγμένη μ’ ένα μαύρο μαντήλι πάνω από μια άψυχη φωτιά μια σκιά σκάλιζε το άναμμα με ένα αδύναμο ξυλάκι. Τραγουδούσε και βόγγαγε στη γλώσσα της.-Είδα όνειρο πως μου ‘σπασε η ρόκα
Η άμοιρη κι η μαύρη εγώ
Απ’ τα σπλάχνα μου θα γεννηθείς ξανά
Αχ, η άμοιρη κι η μαύρη εγώ.
Απ’ τον ουρανό μερικές αφράτες νιφάδες χιονιού λικνίζονται στο απόφωτο. Πιο πέρα διακρίνω τη μορφή του μπάρμπα Ζήδρου να σέρνει το γαϊδούρι ως τη βρύση φορτωμένο με αλοιφές, βοτάνια και βάμματα. Ξοπίσω του, ο άγγελος με τη γυναικεία μορφή γέρνει κουρασμένος πάνω στο ζώο. Από ‘κεί τραβούν την ανηφόρα για τις πάνω πέτρες.
* Ο Γεωργάκης Ολύμπιος (Λιβάδι Λάρισσας, 4 Μαρτίου 1772 – Μονή Σέκκου, Μολδαβία, Σεπτέμβριος 1821) ήταν αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης και συνεργάτης του Αλεξάνδρου Υψηλάντη κατά τον αγώνα στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Σκοτώθηκε στην πολιορκία της Μονής Σέκου από τους Τούρκους, όταν ανατίναξε την πυριτιδαποθήκη για να μην πέσουν, αυτός και οι σύντροφοί του, στα χέρια τους. Με τη σερβικής καταγωγής γυναίκα του, Τσουτσούκ Στάνα, απέκτησαν δυο γιους.
* H Σοφία Μπραϊμάκου είναι κειμενογράφος. Δούλεψε στον περιοδικό Τύπο ως αρχισυντάκτρια πολλών εντύπων.