ΑΝΤΩΝΗΣ Δ. ΣΚΙΑΘΑΣ
«Κατασκοπεία του Χρόνου»
Εκδόσεις ΑΩ/2021
Συμφιλίωση
Σ’ ένα κρύο σπίτι έμαθα να γράφω. Υπόγειο ήτανε. Το νερό μέχρι το γόνατο.
Τα έπιπλα στην παλίρροια της μοναξιάς. Αλήθεια είναι ότι η μοναξιά
χαρτώνει τους τοίχους, με σκουριές κι απώλειες για τις μελλούμενες
αναστάσεις της Πατρίδας. Φθαρμένα και τα βελούδα της ηλικίας από τις
συζητήσεις για την ιστορία των φύλων.
Ανάμεσα σε δυο τσιγάρα και μια ζαριά άσσο τέσσερα, όλες οι δολοπλοκίες
ποιητών ενδόξων και μη. Στο χέρι μας, είπες, είναι η συμφιλίωση, ας
λυσσομανάει έξω το άδειο του χρόνου σαρκίο, μη ζητάς εκδίκηση για τα
σκοτεινά νερά της μνήμης που χάλασαν το σπίτι.
Στο χέρι μας είναι η συμφιλίωση, σου είπα, σ’ ένα καφενείο της
Μενάνδρου, μελετώντας τις εποχές που είχαμε κατοικία στη θάλασσα
γεμάτο φρέζιες και εκατοντάδες μέτρα κάμποτο από το ραφτάδικο της
εφηβείας.
Να στήσουμε μια τέντα στο ξέφωτο θέλαμε, να βρουν απάγκιο όσοι
μοναχικοί έφερναν αντίλαλο κρυμμένο στα σωθικά τους και στάχτες
λέξεων με «όλα τα Αν του κόσμου».
* * *
Οι Καμινάδες
Στην μνήμη όσων άνθισαν το σκοτάδι
Τα μεγάλα φώτα πάνω από το συρματόπλεγμα σταμάτησαν το τρένο λίγο
πριν τις οχυρώσεις με τα κάρβουνα.
Δέσανε τα χέρια πίσω από τον αυχένα κατέβηκαν από το βαγόνι, μύριζε
ψημένο ήλιο. Ο αέρας άνθιζε στα κόκαλα, μπηγμένα στο χώμα όριζαν την
μοίρα του νεκρού, Γενάρη μήνα.
Λυκόσκυλα τέντωναν στα χέρια λουρί το μουχλιασμένο αίμα των
φαντάρων
Νοιώθανε τις ανάσες και τα σάλια των σκύλων καυτά στους αφόρετους
φόβους τους.
Με σακατεμένο το Θεό των ανθρώπων άφησαν τους μπόγους με τα
υπάρχοντα στις ράγες που έφταναν μέχρι τα πυρωμένα τούβλα. Ξυρισμένα
τα κεφάλια στην αλάνα, μ ‘ένα καρφί ψωμί κράταγαν τις σκιές του χρόνου
στο μερτικό του θανάτου.
Η Ράσελ στο «appel των 4.30» φόρεσε τα φτερά της και καρφώθηκε
χαρταετός στα ηλεκτροφόρα σύρματα.
Η Έρρικα στο «appel των 7.00» πήρε τη θέση της και με το νύχι σκάλιζε
ελευθερίες στις σκοτεινιές των τυπωμένων αριθμών στο μπράτσο.
Η Σάρα στο «appel» της Κυριακής γυμνή μέσα στο πλήθος ζυγίζει τη
φθορά μ’ ένα αστέρι στο μέρος της καρδιάς.
Appel: Το μέτρημα κάθε μέρα πέντε πέντε στη γραμμή στις 4:30 το πρωί και στις 7:00
το απόγευμα των κρατουμένων στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Aushwitz
* * *
Η εφημερίδα
Τον περιμέναμε μέχρι που έπιασε το σκοτάδι να κόβεται με το μαχαίρι. Ξέραμε για τις συχνές απουσίες του από το σπίτι. Άλλωστε ο τίτλος γραμματέας της Νεολαίας Λαμπράκη εκεί στα δυτικά της Αθήνας, ήταν γνωστός στο αστυνομικό τμήμα του Αγίου Σπυρίδωνα στο Αιγάλεω. Αυτή η δομή διοίκησης της περιοχής μόνο άγια δεν ήταν. Όταν νύχτωνε, έπιαναν δουλειά τα καρακόλια και μάρσαραν απ’ έξω τις μοτοσυκλέτες για να μην ακούγονται τα βογγητά των βασανισμένων από μέσα.
Αυτοί οι περίπατοι, μετά εκείνον τον μεγάλο «απολύτως υγιεινό» που το χάσαμε για μήνες, ήταν συχνοί.
Την πρώτη φορά, Μάιος ήταν, ήρθαν πολλοί και οπλισμένοι να τον πάρουν. Τις επόμενες ερχόταν ένας δύο κυρίως με πολιτικά.
Εκείνος δεν μας έλεγε τι και πώς αλλά τα σημάδια στο κορμί του, όταν του έριχνε νερό για να σαπουνιστεί στο μπάνιο η μητέρα, μαρτυρούσαν τις αλήθειες για τα βράδια που μάρσαραν οι μοτοσυκλέτες στον Άγιο Σπυρίδωνα.
Είχαμε κουρνιάσει για ώρες στην βιοτεχνία ετοίμων ενδυμάτων Ανεμώνη που είχε για βιοπορισμό η οικογένεια.
Στολίσαμε τη βιτρίνα για τα Χριστούγεννα, γεμίσαμε τον τόπο με αγγελάκια, χρυσόσκονη, μπάλες με αστεράκια και μπαμπάκι, πολύ μπαμπάκι παντού.
Είχαμε μεγάλες ποσότητες, καθώς κάθε φορά που επέστρεφε από έναν «υγιεινό περίπατο», η μητέρα τον τύλιγε με κομπρέσες με αλουμινόνερο από τον Ερυθρό Σταυρό, για να φεύγουν οι μελανιές και οι μώλωπες!
Τα νέα τα είχαμε μάθει από το τρανζιστοράκι, όλη μέρα το είχε κολλημένο στο αυτί της η μητέρα, προσπαθούσε να μάθει που θα πάει αυτή η κατάσταση, αγωνιούσε και για τον σύντροφό της.
Είμαστε στο πεζοδρόμιο με τον αδερφό μου ενώ εκείνη κατέβαζε με πολύ αγωνία το δικτυωτό ρολό. Τον είδαμε να έρχεται, χελιδόνι ξέπνοο, από την άκρη του δρόμου.
Τα μάτια του πρησμένα, κόκκινα, τα ρούχα του κάπως μύριζαν.
Στον δρόμο και ο παθολόγος Νικόλαος Γκότσης, καλός γιατρός, εκεί μας πήγαιναν για την ιλαρά, τον κοκίτη, τις μαγουλάδες. Λάτρευε το πουλί, τον αναγεννώμενο φοίνικα του Παπαδόπουλου. Δεν έστηνε αφτί για να κάνει σοφότερους τους χωροφύλακες, αλλά ήξερε για τους απέναντι και τους νουθετούσε ως γιατρός άλλωστε που τα ήξερε όλα και καλά.
Ανταλλάξαμε όλοι άγουρες ματιές, του είπαμε καληνύχτα και φτάσαμε αμίλητοι στο σπίτι.
Την επομένη, νωρίς το πρωί, με έστειλε να πάρω εφημερίδα από το περίπτερο της σουπιάς της γειτονιάς, τον Μικρασιάτη παππού Κοσμίδη. Στους αντιφρονούντες έβαζε παλαιότερα την Αυγή μέσα στη Βραδυνή για να μην δίνει στόχο.
Την εφημερίδα την ξεκοκαλίσαμε με την σειρά όλοι μας. Για πρώτη φορά διάβασα για άρματα μάχης στην πόλη και τα είδα μπροστά στην σιδερένια πύλη.
Την φύλαξα να μου θυμίζει και αυτή τον Άριστο Δημήτρη Σκιαθά, δημοκράτη και ενεργό πολίτη, ανιδιοτελή, που έτσι τον τίμησε η γειτονιά μας και η σύντροφος της ζωής του που στάθηκε κεράκι αναμμένο δίπλα του, μέχρι τη δύση τους, η μητέρα Ράμπελα.