Scroll Top

Τασούλα Καραγεωργίου

Ο τόπος των ποιητών είναι η πατρίδα της γραφής τους. Εσάς πώς επηρέασε τη γραφή σας ο τόπος σας;


Γεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου από πατέρα Μικρασιάτη πρόσφυγα και μητέρα αλεξανδρινή, με καταγωγή από τα Δωδεκάνησα. Το σπίτι μας ήταν στον τέταρτο όροφο μιας οκέλλας σε δρόμο με όνομα τότε ελληνικό, στην οδό Αμβροσίου Ράλλη 78 (σήμερα Πορτ- Σάιντ).
Μια μικρή Ελλάδα υπήρχε γύρω μας: ο φούρναρης, ο ζαχαροπλάστης, ο κουρέας, ο μπακάλης (Αρμένης αυτός με το όνομα Ιρβάν), ο κινηματογράφος «Οντεόν», το συνεργείο αυτοκινήτων του πατέρα μου με τους δύο Αιγύπτιους παραγιούς του, σαν να επιβίωνε πεισματικά μες στους αιώνες το κρατίδιο των Πτολεμαίων, που ίδρυσε ο Μέγας Αλέξανδρος με πρωτεύουσα την ομώνυμή του πόλη. Έχω ακόμα στη μνήμη τον ήχο των βημάτων μου στο σανιδένιο πάτωμα του γραφείου της κ. Ιερείδου, διευθύντριας του δημοτικού σχολείου της Ιμπραημίας, όταν ένα ένα τα παιδιά πηγαίναμε για να μας εξετάσει στα ελληνικά.
Κοιτάζω σήμερα πώς αποδίδεται γραφιστικά η στερεοτυπική εικόνα του πρόσφυγα: με μια βαλίτσα στο χέρι. Έτσι ήρθαμε στην Ελλάδα το 1962: με βαλίτσες στα χέρια, ως πρόσφυγες κι εμείς, βιώνοντας τα πρώτα χρόνια στην πατρίδα μια περήφανη φτώχια. Ουσιαστικά το πιο πολύτιμο στοιχείο στη σκευή μας ήταν ο μύθος της Αλεξάνδρειας –αυτή η ακατάλυτη γοητεία που εξέπεμπε η πόλη μας και μας παρότρυνε να την τιμήσουμε μαθαίνοντας γράμματα.
Έχω ένα επιπλέον λόγο να ευγνωμονώ την Αλεξάνδρεια: μου χάρισε –όταν τον Ιούνιο του 2008 βρέθηκα ξανά στην Αίγυπτο– τη μοναδική εμπειρία ενός νόστου, συνοδευόμενου μάλιστα με όλη την τελετουργία της αναγνώρισης του ξενιτεμένου, όπως τη διδασκόμασταν στο σχολείο και όπως μεγάλοι πια την διδάσκαμε με τη σειρά μας στο μάθημα της Ομήρου Οδύσσειας. Ακινητεί ο χρόνος στην Αίγυπτο σε ό,τι αφορά τις ανθρώπινες παρεμβάσεις κι έτσι βρήκα ξανά το σπίτι μας πληγωμένο από τον καιρό αλλά όρθιο και απέναντι το συνεργείο του πατέρα μου ολόιδιο, όπως στα παιδικά μου χρόνια.
Νιώθουν ρίγος και χύνουν άφθονα δάκρυα όσοι έχουν την εμπειρία ενός νόστου. Νομίζω πως το ρίγος το προκαλεί η απρόσμενη συνάντηση με την Ιστορία. Όσο για τα δάκρυα αυτά πιστεύω πως είναι δάκρυα λύτρωσης, καθώς είναι σα να λύνεται μια κρυφή εκκρεμότητα, ένα ανεκπλήρωτο χρέος της ψυχής για επιστροφή στον γενέθλιο τόπο.
Κλείνω με ένα αυτοβιογραφικό ποίημά μου από τη συλλογή Το μετρό (Κέδρος 2004), στο οποίο εγγράφεται επίσης και ο άλλος τόπος που με καθόρισε και που τον λάτρεψα: η ΑθήναΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Γεννήθηκα στήν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου
κι εἶχα πατέρα πρόσφυγα ἀπ᾿ τή Μικρά Ἀσία.

Οἱ ἄλλοι πᾶνε στά χωριά τους τίς γιορτές,
μά ὁ νόστος ὁ δικός μου ἐκπληρώνεται
μέ μυρωδιές ἀπό βαριά μπαχαρικά
κι ἀπό φτηνά ἀρώματα,
ὅταν μέ βγάζει ὁ δρόμος μου
στό μαγαζί «Ὁ Νεῖλος»
γιά ν᾿ ἀγοράσω λίγη ἐπιστροφή
σέ ἀραβικό ψωμί.

Ἕνα ποτάμι ἀπό φυλές ἀρδεύει τήν ὁδό Ἀθηνᾶς.
Σύροι κι Αἰγύπτιοι καί Ἰρακινοί
Κοῦρδοι, Κινέζοι καί Νιγηριανοί
δέν εἶναι πιά οἱ αἰθέριες καβαφικές μορφές,
εἶναι τά ποικιλόδειρα πουλιά τῆς ξενιτιᾶς καί τῆς ἀποδημίας·
μέ χίλιες γλῶσσες κελαηδοῦν, μέ χίλιες γλῶσσες λένε:
τό αἴτημα εἶναι κοινό· γιά τό ψωμί, γιά τό νερό
καί γιά τόν νόστο τῆς ψυχῆς στή γῆ τῆς μέσα μνήμης.

 (Τό μετρό, Κέδρος 2004) 

Σκέψεις και στίχοι σας για την Ελλάδα μέσα στον κόσμο σήμερα.

Προέρχομαι από τον ελληνισμό της Διασποράς. Για μας που γεννηθήκαμε στην εκτός των συνόρων Ελλάδα, η πατρίδα είναι όραμα με μια εμβέλεια οικουμενική αρκετή για να αγκαλιάσει όλους τους ανθρώπους. Είναι ακόμα «κάτι που ᾿χουμε μες στην καρδιά και λάμπει αθώρητο σαν ήλιου ακτίνα» όπως έλεγε το παλιό ποίημα των παιδικών μας χρόνων. Στην πατρίδα αυτή ως Οδυσσείς συνεχώς επιστρέφουμε. Δεν φτάνουμε όμως ποτέ. Ίσως επειδή συχνά η πατρίδα απουσιάζει˙ ίσως πάλι επειδή νιώθουμε διά βίου ξενιτεμένοι και πρόσφυγες. Θα ήθελα εδώ να παραθέσω δύο ποιήματά μου:

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΜΕΛΕΑΓΡΟΣ

εἰ δὲ Σύρος, τί τὸ θαῦμα; μίαν, ξένε, πατρίδα κόσμον
ναίομεν, ἓν θνατοὺς πάντας ἔτικτε Χάος

«Κι ἂν ἐγὼ εἶμαι Σύρος, λοιπὸν τί πειράζει;

μιὰ πατρίδα, τὸν κόσμο, ἐμεῖς οἱ θνητοὶ κατοικοῦμε
καὶ ὅλους μᾶς ἔχει ἕνα Χάος γεννήσει.»

Τοῦ Μελέαγρου στίχοι, ποιητῆ ἀπ᾿τὴν Τύρο,
συνθεμένοι στὴ γλώσσα μας,
ὅταν ζοῦσε στὴν ὄμορφη Κῶ.

(Σὰν κοινὸ διαβατήριο νὰ τοὺς ἔδειχνε ὁ πρόσφυγας
—ναυαγὸς τσακισμένος στὰ βράχια—
κι ὁ δικός μας ὁ ναύτης τοὺς στίχους νὰ διάβαζε
σὰν σημάδι ἀναγνώρισης
στὸ πανάρχαιο δράμα τοῦ κόσμου.)

Ὢ λαλιὰ ποὺ ὣς πέρα εἶχες φτάσει
στὸν Εὐφράτη καὶ ὣς τοὺς Ἰνδούς.

                            (Η πήλινη χορεύτρια, Γαβριηλίδης 2019 και Τα πήλινα ποιήματα, Κέδρος 2021)

Το δεύτερο ποίημα είναι «Η χελώνα του Κεραμεικού», από την ομώνυμη συλλογή. Εδώ η πατρίδα ταυτίζεται με το φερέοικο πλάσμα που πεισματικά επιμένει να ζει και να κινείται σε ένα τόπο νεκρικής ακινησίας, όπως είναι το αρχαίο νεκροταφείο της Αθήνας –ένας από τους ποιητικότερους αρχαιολογικούς μας χώρους:

Η ΧΕΛΩΝΑ ΤΟΥ ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΥ

Ἴσως φανεῖτε τυχεροί, ὅπως κι ἐγώ,
ἐὰν βρεθεῖτε Ἀπρίλη μήνα στὸν Κεραμεικό,
ἴσως τὴ δεῖτε ξαφνικὰ
νὰ σέρνεται λικνιστικὰ
μὲς στὰ χλωρὰ τριφύλλια.

Κι ἂν γύρω σας ἀκινητοῦν οἱ ἐπιτύμβιες στῆλες
κι ἔφιππος ὁ Δεξίλεως γλεντάει τὸν θάνατό του,
ἀκόμα κι ἂν σᾶς συγκινεῖ μονάχα ἡ τέχνη τῆς σιωπῆς,
δώσετε λίγη προσοχὴ
στὸ θαῦμα ποὺ ζωγράφισε ὁ Θεὸς πάνω στὸ καύκαλό της,
μὰ πιὸ πολὺ
στὸ πεῖσμα της ἀδιάφορη νὰ ὁδεύει πρὸς τοὺς τάφους.

(Χελώνη ἡ ἑλληνική,
πατρίδα μου, βραδὺ γλυπτό, ποὺ προσπερνάει τὸν Ἅδη.)

   (Η πήλινη χορεύτρια, Γαβριηλίδης 2019 και Τα πήλινα ποιήματα, Κέδρος 2021)

Η αληθινή μας πατρίδα είναι εν τέλει η θαμνώδης γλώσσα που έρχεται από τον Όμηρο, ο θαλερός βιότοπος που δεν έπαψε ανά τους αιώνες να παράγει ποίηση και σήμερα επιζητεί από μας στοργή ανάλογη εκείνης με την οποία περιβάλλουμε τα σπάνια είδη πουλιών και τα δάση ενώ παράλληλα μας καλεί να μη παραδοθούμε στην αφυδατωμένη τεχνοκρατική γλώσσα, σε ένα αυτοματοποιημένο κώδικα χωρίς ζωικούς χυμούς, χωρίς χροιές και χωρίς αποχρώσεις. Πιστεύω πως η ποίηση, ακόμα και με την παραγωγή πλήθους ποιητικών συλλογών –φαινόμενο που κατά τη γνώμη μου άδικα κατακρίνεται– αθόρυβα και ουσιαστικά προβάλλει την κύρια αντίσταση στην εξαφάνιση των πτεροέντων επών και στη γλωσσική ξηρασία του μέλλοντος.

ΜΟΝΑΧΑ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ

Σκεφθήκατε ποτὲ τί θά ‘χε ἀπομείνει
ἀπὸ τὸ ξύλινο κουπὶ στὸν τάφο τοῦ Ἐλπήνορα
χωρὶς τὸν στίχο τὸν ὁμηρικό,
χωρὶς τὴν ἱκεσία
             μὴ καταλείπειν με ἄκλαυτον,
χωρὶς τὸν ἦχο δηλαδὴ ἀπ’ τὰ τριμμένα βότσαλα
κι ἀπὸ τὰ χοχλακούδια
ποὺ τὰ κυλοῦν τὰ κύματα ἐπὶ θινὶ θαλάσσης;

Μονάχα οἱ λέξεις δύνανται νὰ στήσουν σῆμα ἀριφραδὲς
νὰ μὴν τὸ λιώνει ὁ καιρός.

Εἶναι ἕνα θαῦμα οἱ λέξεις
σὰν τὸ νεράκι τοῦ Θεοῦ.

 (Η πήλινη χορεύτρια, Γαβριηλίδης 2019 και Τα πήλινα ποιήματα, Κέδρος 2021)

Τασούλα Καραγεωργίου, 21/2/2022