Scroll Top

Γιώργος Παναγιωτίδης – Ο ιερομόναχος Διονύσιος (απόσπασμα – σχεδίασμα)

greek-rev-_20220407-212246_1.jpg

Eφημερίδα The Albion, Nέα Yόρκη, 10 Iουλίου 1824

Ιδιωτική Συλλογή Ευγενίας Αντωνίου Σκιαθά. 

Κεφάλαιο 1
Ο ιεροδιδάσκαλος

Εγώ ο Γεώργιος ιεροδιδάσκαλος, γέρος, για να περιγράψω όσα έζησα, τα μαρτυρώ: Ότι γύριζα από το ξωκλήσι των αρχαγγέλων Γαβριήλ και Μιχαήλ, όπου πήγα μοναχός να κάμω το μνημόσυνο των πάππων μου, των γονέων μου και των αδελφών μου. Ο Θεός να τους αναπαύει. Ήταν η φύση Άνοιξη, ο τόπος λόφοι και δέντρα συγκλίνανε. Απόγευμα, την ώρα που απλώνονται οι σκιές, τα πόδια μου δεν θέλανε, περπατούσα στο διάσελο συντροφιά με τις μυρωδιές των λόφων. Είχε φτιαγμένο μονοπάτι ένα ρέμα, πεισματικά, μυρωδιές και πουλιά, η Παράδεισος. Τι είναι να σε καβαλήσουν τα χρόνια, να σκύψει η πλάτη σου, να φάει το μνημονικό σου η φθορά. Όλα σβήνονται από προσώπου γης, ξεχνιούνται, σκεφτόμουν και πήγαινα γερτός και στραβωμένος. Κάποτε έφτασα σ’ ένα σπίτι αδειανό, ξεχασμένο, ούτε νοικοκυραίοι, ούτε ζωντανά. Σαράντα βήματα από το ρέμα, τρία από τη νύχτα. Δεξιά ένα πηγάδι σφαλιστό. Τραβώ το καπάκι να δω αν έχει νερό, σκύβω και βλέπω. Έχει. Έκαμα τον σταυρό μου. Δοκιμάζω την πόρτα του σπιτιού, ασφάλιστη. Ανοίγω και μ’ έπιασαν οι μυρωδιές διηγούνταν ανθρώπους, γιορτές κι αρρώστιες, ζυμωτά, μαγειρευτά, γεννήματα και θανατικά, όλα μαζί ανάκατα κι ενωμένα, η οσμή αποξηραμένη. Έκαμα ένα βήμα πίσω και πιάστηκα από την κάσα. Σφίχτηκε η ψυχή μου. Ένα στρώμα παρατημένο καταγής, ξηλωμένο, το μπαμπάκι μαυριδερό. Το έβαλε το χέρι του Θεού, είπα, να πλαγιάσω ν’ αναπαυτώ. Γονατιστός έκαμα την προσευχή μου και πλάγιασα. Συντροφιά μου οι πεθαμένοι μου, αραδιασμένοι ολόγυρα, στο προσκεφάλι μου το προσευχητάριο του προφήτου και βασιλέως Δαυίδ μαζί και οι νεκρώσιμες κι επιμνημόσυνες ακολουθίες. Βάζω το πλευρό μου προς την εξώπορτα, σφαλίζω τα μάτια μου και κοιμούμαι. Και να, ακούω ανθρώπου ανάσα, το χνώτο του στο σβέρκο μου, σαν κάποιος ξάγρυπνος και συλλογισμένος να ξάπλωνε στο πλάγι μου. Λιποψύχησα. Ψάχνω τη μαγκούρα μου, πιάνω στήριγμα, σηκώνομαι, κάνω τα βήματα ως την πόρτα και στρέφω για να δω. Πασχίζω να ξεχωρίσω ποιος με πείραξε, παίρνω θάρρος και σιμώνω πάλι το στρώμα. Σκύβω ακόμη λίγο, κάποιος πιο πίσω, απ’ του παραθυριού την εσοχή, με ξεδιάκρινε κι εκείνος. Έτσι που καθόταν, το κεφάλι του ένα τέταρτο του σώματός του, σκοτεινιασμένο το πρόσωπό του, είχε στεφάνι του το φως του φεγγαριού. Είμαι ο Διονύσιος ιερομόναχος μου λέει κι ακούς όσα στοχάζομαι, διακόσια χρόνια, ο στοχασμός μου ασύχαστη θάλασσα. Το στόμα του, τα μάτια του κλειστά, σαν προσωπίδα πεθαμένου. Το σώμα του ξερό δεντρί, το ράσο του ξεσκλίδι. Ο φόβος μου με στύλωσε, πιάνω τη μαγκούρα μου και με τα δύο χέρια ότι θέλω τη σηκώσω κατά πάνω του και του λέω, σπλαχνίσου με παππούλη, ούτε βήματα πολλά μου περισσεύουν ούτε άλλο κακό αντέχω να δω. Αν είσαι ο διάβολος άσε μου τη ψυχή να βρω τους προγόνους μου κι αν είσαι ιερομόναχος πάρε την να ησυχάσω.

Κεφάλαιο 2
Η γυναίκα της Ζάκυθος κακολογεί τον ιερομόναχο

Και να, βήματα και ταραχή, κάποιος τα έσερνε από το ρέμα κι ερχόταν, κλώτσησε μία πέτρα, έσπασε ένα κλαδάκι. Πετάξανε τα πουλιά όπου κοιμόντουσαν και φύγανε μακριά. Έρχεται εμπρός μου και στέκεται μια γυναίκα σαβανωμένη, άραχλη, τα μαλλιά της ανάκατα, αλλήθωρα τα μάτια της, το στόμα της πηγάδι. Στάθηκε αντίκρυ μου, στη γη δεν πατούσε, σαν να κρεμότανε και να κυμάτιζε, και μου ‘δειξε τα δόντια της, τα κάτω μικρά και σάπια. Το αίμα μου τραβήχτηκε από το πρόσωπό μου. Είχα τα κόλλυβα στο ζωνάρι μου κι έψαχνα να παρηγορηθώ. Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου, χαμήλωσα τη φωνή μου, σήκωσα ψηλά το βλέμμα. Δεν είσαι όνειρο κακό του ποιητή, σκοτεινή ψυχή, κακίστρα, ποια είσαι που τον κατατρέχεις. Κι ακούστηκε η φωνή της όπως το σάβανο όταν το ραντίζει σταυρωτά ο παπάς με κρασί και τρεις φούχτες χώμα. «Κι έτσι δα, τι; Διακονεύεις καλοσύνη στη μαυράδα της νύχτας, το έλεος να κατέβει από τον ουρανό; Και έτσι ξέρω κι εγώ να προσεύχομαι, από σένα καλύτερα, που να σε πάρει ο διάολος. Γυρεύω τον Διονύσιο τάχα ιερομόναχο. Πού ‘ναι τος, όπου κρύβεται στα ράσα, παραλογισμένος και γράφει τα μισά και βουρλίζει τον κόσμο. Μονάχος του προσκαλέστηκε ο ακοινώνητος σε τούτο το ρημαδιασμένο σπίτι ή σε γύρεψε να τον συντρέξεις; Και ποιος σου είπε να παίρνεις τα τρίστρατα ολημερίς να λιβανίζεις τους πεθαμένους σου, να σταυροκοπιέσαι και τώρα να μου βάζεις εμπόδιο στον δρόμο μου να βρω τον αναθεματισμένο; Ήμουνα στην πατρίδα μου και στο σπίτι μου; Πείραξα ποτές μου κανέναν; Και όταν είδε ο μισογύνης ότι πάνε τα πράματά του κακά, θέλησε να πέσει το βάρος απάνω μου. Ήρθε ο νοθογέννητος να με διαβάλει ότι τάχα ήμουν η πιο κακιά και η πιο άσχημη στα Επτάνησα, εγώ που μου έπλασε ο Θεός τόσο καλή την καρδιά μου. Εβραίος από τον πατέρα του, Σολωμός, και Σλάβος από τη μητέρα του, τον έπιασε δεκατεσσάρων χρόνων εκείνη κι εκείνος εξήντα. Και γεννήθηκε τούτος ο μούλος για να βλάψει τη φήμη μου. Ο φθόνος και η υποψία του τραβούσαν πάντα τα σωθικά. Επιδέξιος να πηγαίνει στα δικαστήρια τους συγγενείς για να μην χάσει από την κληρονομιά του πατέρα του, τη μητέρα του ακόμη για να τη διώξει από το σπίτι όπου έμενε. Ιδιότροπος, δεν εμπιστεύτηκε καν τους φίλους του. Αργόσχολος πλούσιος και αλκοολικός, περνιόταν ότι τάχα ήταν Έλληνας, επαναστάτης, χωρίς να πιάσει τουφέκι μία φορά, ούτε να πατήσει το πόδι του στην Ελλάδα, καν να δώσει το οβολάκι του στον αγώνα. Μολοντούτο έκανε το σταυρό του κοιτάζοντας κατά το Μισολόγγι και κλαίοντας έγραφε. Εμέ βαστιότανε να με κακολογήσει αλλά επειδή άκουγε που έλεγαν για την καλοσύνη μου και περίσσεψαν οι ανάγκες του, έχασε την ντροπή του, βλάφτηκε η φιλαυτία του και κριμάτισε. Στο τέλος δεν είχε κρατημό. Και τώρα δα τι καρτεράς; Βρίσκεις τάχα ευχαρίστηση να με ακούς να τον γυρεύω;». 

* Ο Γιώργος Παναγιωτίδης είναι συγγραφέας.