Ο Αντώνης Ζέρβας γεννήθηκε στον Πειραιά το 1953. Σπούδασε κοινωνιολογία της λογοτεχνίας στο Παρίσι και αγγλική φιλολογία στο Λονδίνο (1970-1980). Οι δύο μεταπτυχιακές του εργασίες αφορούσαν στη “Λειτουργία της αναπαράστασης στα ‘Pisan Cantos’ του Έζρα Πάουντ” και στα “Προβλήματα των ευρωπαϊκών πρωτοποριών του 20ού αιώνα: “μαγισμός και Βορτικισμός”, αντίστοιχα. Το 1978 άρχισε υπό τη διεύθυνση του Henri Meschonnic τη διδακτορική του διατριβή με θέμα: “Η μετάφραση ως δομική δύναμη των Cantos του Έζρα Πάουντ”, η οποία έμεινε ατέλειωτη. Μετά τη στρατιωτική του θητεία (1980-1982), ανέλαβε καθήκοντα συμβούλου διευθύνσεως στο Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών και ανέπτυξε ποικίλη δράση στον τομέα των πολιτιστικών θεμάτων τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Από το 1984 εργάζεται στο μεταφραστικό τμήμα της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της Ε.Ε. στις Βρυξέλλες. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1972 με τις δύο ποιητικές συλλογές “Τετράδιο” και “Τελχίνες”, ουσιαστικώς όμως το πρώτο βιβλίο του ήταν η “Ανάσταση της Κυρά Τσίνης” (Καστανιώτης, 1983). Συνεργάστηκε με τα σημαντικότερα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής του, αρχής γενομένης από τη “Συνέχεια” (1973), και συμμετείχε στη συντακτική επιτροπή των περιοδικών “Χώρα” (1977) και “Ίνδικτος”. Έχει συμμετάσχει επίσης ως ομιλητής σε πολλά συμπόσια και συνέδρια. Τακτικός συνεργάτης της κυριακάτικης “Καθημερινής” και της κυριακάτικης “Αυγής”. Το μεταφραστικό του έργο συμπεριλαμβάνει Αμερικανούς, Γάλλους, Εγγλέζους και Ιταλούς ποιητές, φιλοσοφικές και φιλολογικές μελέτες. Τα “Άσματα της Πίζας” του Έζρα Πάουντ ήταν υποψήφια για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Μετάφρασης 1996.
ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ
Τὸν μὲν οὖν Παρμενίδην εὖ μάλα ἤδη πρεσβύτην εἶναι,
σφόδρα πολιόν, καλὸν δὲ κἀγαθὸν τὴν ὄψιν, περὶ ἔτη
μάλιστα πέντε καὶ ἑξήκοντα∙ Ζήνωνα δὲ ἐγγὺς τῶν
τετταράκοντα τότε εἶναι, εὐμήκη δὲ καὶ χαρίεντα ἰδεῖν,
καὶ λέγεσθαι αὐτὸν παιδικὰ τοῦ Παρμενίδου γεγονέναι.
Πλάτωνος Παρμενίδης 127 β.
Ἀπὸ ‘κεῖνο τὸν Γενάρη, ὅταν μπῆκα στὴ χορεία τῶν γερόντων
«σφόδρα πολιός— , ἀλλὰ δίχως νέα ἐρωμένη,
ἔγινε ἡ ζωή μου ὅ,τι ἦταν πάντα γιὰ τὸν ξεχασιάρη:
ὁ ἴσιος δρόμος τοῦ θανάτου. Δὲν πηγαίνω, μὲ πηγαίνει,
τώρα ποὺ καμμιὰ μελέτη καὶ κανένας μύθος δὲν ἰσχύουν πιά.
Σκέπτομαι καὶ ξανασκέπτομαι δίχως νὰ λυπᾶμαι
τί πέρασα, τί πίστεψα, τί βρῆκα, τί ἐπιθυμοῦσα.
Ἔχω κουραστεῖ, πλὴν αὐτό τὸ κάτι τι ἐντός μου
δὲν λέει νὰ τὸ βάλει κάτω. Οἱ γιατροὶ βεβαίως
συνιστοῦν βόλτες, περιπάτους. Στέκομαι ποῦ καὶ ποῦ
μπρὸς στὰ ἐρειπωμένα κτίρια τῆς Πατησίων,
στὰ κομψά διατηρητέα τῆς Ἀθήνας καὶ ἀλλοῦ.
Μὰ ἡ γλώσσα τοῦ θανάτου δὲν μιλάει διόλου, πουθενά.
Νόμιζα πὼς θὰ τὴν ἄκουγα στὸ τέρμα. Λάθος !
Δὲν ἀκούω παρὰ μόνο τὸν ἑαυτό μου, δηλαδὴ τὴν Ἱστορία,
μόνο αὐτὴ μιλάει καὶ παραμιλάει σὰν κι ἐμένα,
λυσσασμένη γι’ ἀλλαγή. Μόνο ἡ ἀλλαγὴ μιλάει.
Ἄρα ὁ θάνατος δὲν εἶναι ἀλλαγή. Ἡ ἀλλαγὴ συμφέρει.
Ποιός γέροντας θὰ πεῖ πὼς δὲν μετρᾶνε τὰ λεφτά;
Πάντα μὲ τὴν πίστη δὲν γινότανε ἀλήθεια καὶ τὸ ψέμμα;
Ἄραγες ἡ πίστη ζεῖ ἤ πεθαίνει στὴν ἀλήθεια;
Πλάτων καὶ Ἀριστοτέλης, Παρμενίδης καὶ Χριστός,
ἀπὸ σοφία κι ὀμορφιὰ μὲς στὴν ἀσχήμια, νὰ φᾶν’ κι οἱ κόττες.
Ἴσιος εἶναι ὁ δρόμος τοῦ θανάτου. Δὲν πηγαίνω,
μὲ πηγαίνει, ἀδιάφορος πρὸς κάθε ἀλλαγή.
Φθινόπωρο 2019
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ].