[…] Ένα άγνωστο βραχνό πουλί κάτι είπε και κρύφτηκε. Βαρετή ζωή. Να ΄σαι πουλί, να σου δίνουν όλο τον αέρα, και συ να κρύβεσαι στις πέτρες… Μα όχι, δε θα τσακωθούμε. Πουλί ήμουν κι εγώ, φτερά είχα. Και τα ΄κανα βούρτσες. Λοιπόν, μην κρύβεσαι αδερφάκι. Κλάψε δυνατά, φανερά… αδιάντροπα. Κανείς δεν ξέρει μες στη νύχτα τ’ όνομά σου. Κι όσο για τη φτερωσιά σου… είναι πια φανερό. Θα ΄ναι μαύρη.[…] Όταν πυρπολούνται βιβλία, όπου κι αν πυρπολούνται καίνε τα δικά μας δάχτυλα. Εσείς δεν το νοιώσατε; Είναι κάτι χειρότερο παρά να καίγεται ένας άνθρωπος. Άμα καίγεται ένας άνθρωπος είναι ένα έγκλημα˙ άμα όμως καίγεται ένα βιβλίο είναι ένα σκοτάδι. Χαμηλώνει ο πολιτισμός. Με καταλαβαίνετε; Ίσως να μην μπορώ να σας το πω αυτό. Η βία δεν μισεί τα άτομα, μισεί τις ιδέες. Και οι ιδέες κατοικούν μέσ’ στα βιβλία. Από ένα καμένο βιβλίο δεν βγαίνουν μόνο φλόγες, βγαίνουν αίματα. Τώρα ετοιμαστείτε ν’ ακούσετε αλυσίδες… Ετοιμαστείτε τώρα ν’ ακούσετε κανονιές, μοιρολόγια… Αυτή είναι η φωνή που βγάζουν τα καμένα βιβλία.
[…] Η γενιά μας είναι η πιο κακορίζικη και άθλια γενιά, που όσο ξεμακραίνει απ’ τον παλιό πόλεμο κι όσο ζυγώνει στον καινούριο, τόσο και περισσότερο χαλά. Κι εμείς τι κάνουμε; Φορτώνουμε τα χαρτιά με τα προσωπικά μας ποναλάκια κι έχουμε την αξίωση να βάλει γι’ αυτό ο κόσμος τα κλάματα.
[…] Η νύχτα που άρχισε ήταν ξεσκισμένη απ’ τα φώτα. Κάποια γιορτή είχαν κάτω στο κέντρο, κι η Ακρόπολη έμοιαζε με αποκριάτικο φαναράκι κρεμασμένο στον ουρανό. Σίγουρα κάποιον γερμανό θα φιλοξενούσαν πάλι. Από τότε που οι γερμανοί κάψανε τα βιβλία των ποιητών τους, κάθε φορά που έρχεται στην Αθήνα κάποιος γερμανός, αμέσως του κάνουν φωταψία…
Πηγή: Μενέλαος Λουντέμης, ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΚΥΝΗΓΟΥΣΑ ΤΟΥΣ ΑΝΕΜΟΥΣ/Εκδόσεις ΔΩΡΙΚΟΣ, 1989