Δημήτριος Π. Νάσκος
Ο τροβαδούρος της αγάπης
Παλιά στη γη της Προβηγκίας
Μαζί με τους ιππότες ζούσε
Ο τροβαδούρος της αγάπης
Που τους αγγέλους εξυμνούσε
Τι απέγινε μην απορείτε
Σε παραμύθι θα τον βρείτε
Σε κάποιο ξέφωτο του δάσους
Μονάχος του παίζει την άρπα
Κοιτάζει ώρα τη σελήνη
Φοράει κουκούλα μαύρη κάπα
Φωτιά να ζεσταθεί ανάβει
Ταξίδι η μουσική καράβι
Η εποχή είχε τότε κάστρα
Πολέμους μ’ άλογα κι ασπίδες
Εκείνος όμως τραγουδούσε
Για όνειρα και για ελπίδες
Ευρώπη η κόλαση του Δάντη
Το μέλλον του προφήτη μάντη
Από τη φυλλωσιά πιο πέρα
Ξεπρόβαλε μικρό ελάφι
Ο τροβαδούρος της αγάπης
Για μια γυναίκα στίχους γράφει
Πολιορκεί μέχρι τη νίκη
Πριγκίπισσα μια Βεατρίκη
Σε κάποιο ξέφωτο του δάσους
Μονάχος του παίζει λαούτο
Τον άνεμο ακούει ώρα
Απ’ το κλαδί πέφτει ένα φρούτο
Τα νυχτολούλουδα μυρίζει
Η μούσα του έμπνευση χαρίζει
Η εποχή είχε τότε ξόρκια
Οι μάγισσες κρατούσαν σφαίρες
Μ’ αυτός ποτέ δεν τραγουδούσε
Για του μεσαίωνα τις μέρες
Το στέμμα αρνήθηκε τη δόξα
Βασίλεια φαρέτρες τόξα
Ποιήματα του παραδείσου
Καρδιές αθάνατα ρολόγια
Ο τροβαδούρος της αγάπης
Για μια γυναίκα γράφει λόγια
Πολιορκεί μέχρι τη νίκη
Πριγκίπισσα μια Βεατρίκη
Παλιά στη γη της Προβηγκίας
Μαζί με τους ιππότες ζούσε
Ο τροβαδούρος της αγάπης
Που τους αγγέλους εξυμνούσε
Τι απέγινε μην απορείτε
Εδώ μπροστά σας θα τον βρείτε
14.2.2020
Ποίημα για τη γιορτή των ερωτευμένων
* * *
Λιάνα Σακελλίου
Ἡ ἐμπειρία τῆς ἀγάπης
Τὴν πίνει
καὶ νιώθει
τὸν φλεβικό της βόμβο
καθὼς οἱ μουσοῦδες
ψάχνουν τὴ γεύση τοῦ ἄγριου
τὸ ρίγος
τὴν πίνει
καὶ αὐτὴ νιώθει
πηγὴ
ἔτσι λιώνει τὸ χιόνι
τὰ συμπιεσμένα μέταλλα
ρέουν
τότε ρηχὴ λιμνούλα
ἔπειτα
ὁ ἀντικατοπτρισμός—
ἡ τέλεια συμπλήρωση
τῆς ἴδιας του τῆς γλώσσας
ὅπου οἱ νάρκισσοι χυμοὶ
στὸν ἑαυτό τους
χάνονται
μέσα.
Από την ποιητική συλλογή Ὅπου φυσᾶ γλυκὰ ἡ αὔρα Gutenberg Τυπωθήτω, 2017
* * *
ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΟΥΣΚΑΣ
Καλαμάκι πλαστικό
Πώς στριφογυρίζεις
το καλαμάκι με τα δάχτυλά σου
παιχνιδιάρικα, ανέμελα, το λυγίζεις,
αυθόρμητα αγγίζεις
όποιο σημείο του θέλεις
χωρίς να το ρωτάς
τα πράσινα νύχια σου το γδέρνουν
κι εκείνο σηκώνεται, θεριεύει
μόλις το αφήσεις για ν’ απαντήσεις στο κινητό
πέφτει, μαραζώνει
ο ήχος της φωνής σου μόνο
το κρατάει ζωντανό
με τον δείκτη και τον αντίχειρα το πιέζεις
ορθώνεται
το πονάς και αγριεύει
και όταν με τα χείλη σου το ακουμπάς
τρελαίνεται, ανάβει
ρουφάς ευφρόσυνα
τον θρεπτικό χυμό
μέσα από τη φλέβα του αργά
ενώ εκείνο άκαμπτο ριγά
η υπέρτατη ηδονή
όταν η γλώσσα σου
τις λίγες σταγόνες που ξέφυγαν
από το άκρο του γλείφει.
Κι όταν μόνο
μαζί με άγνωστους βρεθεί
στης ανακύκλωσης τον κάδο
εσένα σκέφτεται, εσένα ποθεί.
Ας το κάνουν ό,τι θέλουν,
έτσι κι αλλιώς
μια φορά συναντάς τον μεγάλο
της ζωής σου έρωτα, αν είναι τυχερό.
Ας γίνει σελοφάν, σακούλα πλαστική,
αν ήταν να διαλέξει
παιχνίδι θα ‘θελε να γίνει
μην το αγγίξει άλλο χέρι, εξόν το παιδικό
μη το τιμήσουν άλλα χείλη
γιατί δικό σου είναι, μόνο δικό σου
κι ας μην το ξέρεις.
από την ποιητική συλλογή «Ερώ», εκδόσεις Σοκόλη, 2017
* * *
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΘΑΝΟΓΛΟΥ
Πολιτείες στίχων
I
Μην ψάχνεις για κατοικήσιμους έρωτες, έλεγες
οι περισσότεροι μεταναστεύουν ή πεθαίνουν
αφήνοντας μια βελούδινη πολυθρόνα άδεια
κι ένα ποτήρι μισογεμάτο
με μόνα αποτυπώματα τα δάχτυλα
τα χείλη που δεν θα ξαναγγίξεις.
( α ν α π α ρ ά σ τ α σ η / Εκδόσεις Πικραμένος, 2019 )
* * *
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ
Ταχυπαλμία
Όποτε με πιάνει ταχυπαλμία
με κυριεύει ένας φόβος
ότι κάτι κακό θα μου συμβεί
όμως προχθές
που έφτασα τους 200 παλμούς
την ώρα που ξεντυνόσουν
την ώρα που ξεντυνόσουν για μένα
δεν φοβήθηκα καθόλου.
Μυστικοί Άνθρωποι, εκδόσεις ΚΥΜΑ 2019
* * *
Πόπη Αρωνιάδα
ΑΤΕΛΕΣΦΟΡΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
Ε, ναι, λοιπόν να φοβάσαι
το ώριμο καρδιοχτύπι
εκφρασμένο έντεχνα
δίχως άδεια ποιητική
λαίμαργο για τ’ απαγορευμένο
διαβρώνοντας σκληρά
ελλείψει μέλλοντα διαρκείας.
Πάλλεται τρελά η καρδιά
λαξεύοντας με χέρια γυμνά
χρονισμένο τελάρο
χωρίς φόβο, δίχως φραγμούς
βρίσκοντας το θάρρος
να το κρεμάσεις στο χολ
σ’ ένα τοίχο που απέμεινε γυμνός.
Οι επιθυμίες μολοσσοί
δεμένοι με κλωστή
πάθη σβησμένα
μ’ ασύρτικο κρασί
ηδονική ροή φωτοχυσίας
πολλαπλών διαθλάσεων.
Έ, ναι, λοιπόν
να φοβάσαι τον ώριμο έρωτα
χειρόγραφο μιας άγνωστης γλώσσας
σε μαθαίνει ξανά να συλλαβίζεις.
* * *
Αντώνης Δ. Σκιαθάς
Της Αγάπης
Αιώνες που αρχίζει το τραγούδι
η σελήνη, στον ασβέστη της μάντρας,
το στήθος σου πυργώνει
ανδαλουσιανή αλατόπετρα,
σε όσους στέγνωναν κοιτώνες,
η λεβάντα, το θυμάρι, τα άγρια άνθη
του φασκόμηλου,
απ΄ τις ομόκεντρες
αντηλιές μας στη νήσο Σύμη.
Συμφωνήσανε το φως,
συμφώνησαν το αλάτι,
συμφώνησαν το φεγγάρι,
να κατηφορίζει στις μηλιές,
να κρύβεται στο φύλλωμα
να γίνεται ώριμος καρπός.
Συμφωνήσανε να ορίσουν τους καραβομαραγκούς
για να πετσώσουν το σκαρί της κιβωτού.
Να στέψουν συμφώνησαν
τον πλοίαρχο, τους ναύτες και το πλήρωμα
του νέου κατακλυσμού.
Οι μοίρες μας, αλίμονο
τα συμφωνήσανε όλα.
Εμείς όμως
δίχως υπογραφές
χωρίς συμβόλαια και συμβολαιογράφους,
ν΄ αγαπηθούμε πέπρωται.
( Ο ΜΟΝΟΣ ΠΙΣΤΟΣ ΕΝΟΙΚΟΣ / 2018)
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
ΜΕΤΑΓΓΙΣΗ ΑΓΑΠΗΣ
Απ΄την πρώτη στιγμή το αίμα μου
αναγνώρισε το δικό σου
λες και κάποτε βρέχανε το ίδιο σώμα
υποκινούσανε τις ίδιες της καρδιάς διαδρομές
Απ΄την πρώτη στιγμή οι ίδιες αποχρώσεις
οι ίδιες ιάσεις
η ίδια ροή προς της αγάπης εκβολές
* * *
Γραμματικοπούλου Χριστίνα
ΜΟΝΤΕ ΚΑΡΛΟ
Είπες πως στη ζωή σου ποτέ δεν ένιωσες αγάπη.
Σού είπα πως σε καμία χαρά πια δεν πιστεύω.
Μού ‘πες πως τρεις φορές μονάχα έχεις χύσει δάκρυ.
Χωρίς να θέλω μού έμαθες κάποιο βράδυ να χορεύω.
Απαλλάχτηκες, λες, απ’ της Ενοχής σου το Σατράπη.
Κι εγώ ξανά στο δρόμο προς τα όνειρά μου οδεύω.
PERSONA GRAMMA, Εκδόσεις Βακχικόν, Αθήνα, Μάιος 2017
* * *
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Η κόρη που ‘φερνε ο Βοριάς
Σε μεγάλη απόσταση μέσα στην ευωδιά του δυόσμου αναλογίστηκα πού πάω κι είπα για να μην μ’ έχει του χεριού της η ερημιά να βρω εκκλησάκι να ‘χω να μιλήσω.
Η βοή απ’ το πέλαγος μου ‘τρωγε σαν την αίγα μαύρο σωθικό και μου άφηνε άνοιγμα ολοένα πιο καλεστικό στις Ευτυχίες Όμως τίποτα κανείς
Μόνο πύρωνε τριγύρω της αγριελιάς η μαντοσύνη
Κι όλη στο μάκρος της αφρόσκονης έως ψηλά πάνω από το κεφάλι μου η πλαγιά χρησμολογούσε και σισύριζε με τρεμίσματα μωβ μυριάδες και χερουβικά εντομάκια Ναι ναι συμφωνούσα οι θάλασσες αυτές θα εκδικηθούνε Μια μέρα οι θάλασσες αυτές θα εκδικηθούνε
Όπου απάνου κει από τον ερειπιώνα της αποσπασμένη φάνηκε να κερδίζει ύψος κι όμορφη που δε γίνεται άλλομ’ όλα τα χούγια των πουλιών στο σείσιμό της η κόρη που ‘φερνε ο Βοριάς κι εγώ περίμενα
Κάθε οργιά πιο μπρος με το που απίθωνε στηθάκι να του αντισταθεί ο αέρας κι από μια τρομακρατημένη μέσα μου χαρά που ανέβαινε ως το βλέφαρο να πεταρίσει
Άι θυμοί κι άι τρέλες της πατρίδας!
Σπούσαν πίσω της αφάνες φως κι άφηναν μεσ’ τον ουρανό κάτι σαν άπιαστα του Παραδείσου σήματα
Πρόκανα μια στιγμή να δω μεγαλωμένη τη διχάλα των ποδιών κι όλο το μέσα μέρος με το λίγο ακόμη σάλιο της θαλάσσης Ύστερα μου ‘ρθε η μυρωδιά της όλο φρέσκο ψωμί κι άγρια βουνίσια γιάμπολη
Έσπρωξα τη μικρή ξύλινη πόρτα κι άναψα κερί Που μια ιδέα μου είχε γίνει αθάνατη.
[Το Φωτόδεντρο ή Η Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά, 1971]
* * *
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Σάρκινος λόγος
Ύπνος ερωτικός μετά τον έρωτα. Ιδρωμένα σεντόνια
κρεμάμενα απ’ την κλίνη στο πάτωμα. Στον ύπνο μου ακούω
το δυνατό ποτάμι. Ο ρυθμός αργοπορεί. Κορμοί μεγάλων δέντρων
κυλούν μαζί του. Στα κλαδιά τους χίλια πουλιά
ακινητούν ταξιδεύοντας μ’ ένα μακρύ τραγούδι
από νερό και φύλλα, διακοπτόμενο από άστρα. Περνάω
το χέρι μου κάτω απ’ το λαιμό σου ελαφρά, με το φόβο
μη σταματήσω το τραγούδι των πουλιών στον ύπνο σου. Αύριο
στις 10
όταν θ’ ανοίξεις τα παντζούρια κι εισορμήσει στα δωμάτια ο
ήλιος
θα φανεί στον καθρέφτη καθαρότερα το δαγκωμένο κάτω σου χείλι
και το σπίτι θα γίνει κατακόκκινο, διάστικτο όλο
με χρυσά πούπουλα και μακρινούς, ασυντέλεστους στίχους.
*
Τα ποιήματα που έζησα στο σώμα σου σωπαίνοντας,
θα μου ζητήσουν, κάποτε, όταν φύγεις, τη φωνή τους.
Όμως εγώ δε θα ‘χω πια φωνή να τα μιλήσω. Γιατί εσύ
συνήθιζες πάντα
να περπατάς γυμνόποδη στις κάμαρες, κι ύστερα μαζευόσουν στο
κρεβάτι
ένα κουβάρι πούπουλα, μετάξι κι άγρια φλόγα. Σταύρωνες τα
χέρια σου
γύρω στα γόνατά σου, αφήνοντας προκλητικά προτεταμένα
τα σκονισμένα σου ρόδινα πέλματα. Να με θυμάσαι -μου ‘λεγες-
έτσι˙
έτσι να με θυμάσαι με τα λερωμένα πόδια μου˙ με τα μαλλιά μου
ριγμένα στα μάτια μου – γιατί έτσι βαθύτερα σε βλέπω. Λοιπόν,
πώς να’ χω πια τη φωνή. Ποτέ της η Ποίηση δεν περπάτησε
έτσι
κάτω από τις πάλλευκες ανθισμένες μηλιές κανενός Παραδείσου.
[Απόσπασμα από την Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου, 2000]
* * *
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
Φυγή
Δεν ήταν άλλη η αγάπη μας
έφευγε ξαναγύριζε και μας έφερνε
ένα χαμηλωμένο βλέφαρο πολύ μακρινό
ένα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στο πρωινό χορτάρι
ένα παράξενο κοχύλι που δοκίμαζε
να το εξηγήσει επίμονα η ψυχή μας.
H αγάπη μας δεν ήταν άλλη ψηλαφούσε
σιγά μέσα στα πράγματα που μας τριγύριζαν
να εξηγήσει γιατί δε θέλουμε να πεθάνουμε
με τόσο πάθος.
Kι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε
μ’ όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες
κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα
εκείνου του ανθρώπου
κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη
μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε
μέσα στη φυγή.
[Ποίημα από το Τετράδιο Γυμνασμάτων, 1940]
* * *
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Συμφωνία αρ. 1
Ύστερα είδαμε πως δεν ήτανε πρόσωπα
μα οι σιωπηλές χειρονομίες του ηλιοβασιλέματος…
σαν ένας θεός που τον ξέχασαν κι από το βάθος του χρόνου
καλούσε βοήθεια.
O ουρανός αμίλητος και σταχτύς
το ίδιο αδιάφορος και για τους νικητές και για τους νικημένους.
Eίδες ποτέ σου μες στα μάτια των νικημένων στρατιώτων
την πικρή θέληση να ζήσουν!
Η δυστυχία σε κάνει πάντα να αναβάλεις – έφυγε η ζωή.
οι φίλοι είχαν χαθεί
κι οι εχθροί ήταν μικρόψυχοι για να μπορείς να τρέφεσαι απ’ το μίσος σου…
…και τα μάτια σου βουρκώνουν, θαμπωμένα ξαφνικά
απο τους παλιούς λησμονημένους θεούς και τις παντοδύναμες
παιδικές ευπιστίες…
Πάνω στα υγρά τσαλακωμένα σεντόνια μαραίνονταν το γέλιο
των αγέννητων παιδιών…
και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι
και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ’ τον άλλον.
Γιατί ο έρωτας είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν.
Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε, ζουν απο τη στιγμή
που βρίσκουν μια θέση
στη ζωή των άλλων.
Kαι τότε κατάλαβες γιατί οι απελπισμένοι
γίνονται οι πιό καλοί επαναστάτες.
Και μένουμε ανυπεράσπιστοι ξαφνικά, σαν ένα νικητή
μπροστά στο θάνατο
ή ένα νικημένον αντίκρυ στην αιωνιότητα…
Mεγάλες λέξεις δε λέγαν πια τίποτα και τις πετούσαν στους
οχετούς.
Α, εσύ δεν είδες ποτέ το ίδιο το χέρι σου να σε σημαδεύει αλύπητα
απ’ το βάθος των περασμένων.
…Θέ μου πόσο ήταν όμορφη
σαν ένα φωτισμένο δέντρο μια παλιά νύχτα των Xριστουγέννων…
Συχώρα με, αγάπη μου, που ζούσα πριν να σε γνωρίσω.
Μισώ τα μάτια μου που πια δεν καθρεφτίζουν τό χαμόγελό σου…
Η πλατεία θα μείνει έρημη
σα μια ζωή που όλα τάδωσε, κι όταν ζήτησε κι αυτή
λίγη επιείκεια
της την αρνήθηκαν.
Χωρίς όνειρα να μας ξεγελάσουνε και δίχως φίλους πια
να μας προδώσουν…
Γιατί οι άνθρωποι υπάρχουν απ’ τη στιγμή που βρίσκουνε
μια θέση
στη ζωή των άλλων.
Ή
ένα θάνατο
για τη ζωή των άλλων…
[Από την ομότιτλη έκδοση, 1996]
* * *
ΝίκοςΕγγονόπουλος
Ύμνος δοξαστικός για τις γυναίκες που π’ αγαπούμε
Dans les peuples vraiment, les
femmes sont libres et adorées.
Saint-Just
είν’ οι γυναίκες π’ αγαπούμε σαν τα ρόδια
έρχονται και μας βρίσκουνε
τις νύχτες
όταν βρέχη
με τους μαστούς τους καταργούν τη μοναξιά μας
μεσ’ τα μαλλιά μας εισχωρούν βαθειά
και τα κοσμούνε
σα δάκρυα
σαν ακρογιάλια φωτεινά
σα ρόδια
είν’ οι γυναίκες π’ αγαπούμε κύκνοι
τα πάρκα τους
ζουν μόνο μέσα στην καρδιά μας
είν’ τα φτερά τους
τα φτερά αγγέλων
τ’ αγάλματά τους είναι το κορμί μας
οι ωραίες δεντροστοιχίες είν’ αυτές οι ίδιες
ορθές στην άκρια των ελαφρών ποδιών
τους
μας πλησιάζουν
κι είναι σαν μας φιλούν
στα μάτια
κύκνοι
είν’ οι γυναίκες π’ αγαπούμε λίμνες
στους καλαμιώνες τους
τα φλογερά τα χείλια μας σφυρίζουν
τα ωραία πουλιά μας κολυμπούνε στα νερά τους
κι ύστερα
σαν πετούν
τα καθρεφτίζουν
– υπερήφανα ως ειν’ –
οι λίμνες
κι είναι στις όχθες τους οι λεύκες λύρες
που η μουσική τους πνίγει μέσα μας
τις πίκρες
κι ως πλημμυρούν το είναι μας
χαρά
γαλήνη
είν’ οι γυναίκες π’ αγαπούμε
λίμνες
είν’ οι γυναίκες π’ αγαπούμε σαν σημαίες
στου πόθου τους ανέμους κυματίζουν
τα μακριά μαλλιά τους
λάμπουνε
τις νύχτες
μεσ’ στις θερμές παλάμες τους κρατούνε
τη ζωή μας
είν’ οι απαλές κοιλιές τους
ο ουράνιος θόλος
είναι οι πόρτες μας
τα παραθύρια μας
οι στόλοι
τ’ άστρα μας συνεχώς ζούνε κοντά τους
τα χρώματά τους είναι
τα λόγια της αγάπης
τα χείλη τους
είναι ο
ήλιος το φεγγάρι
και το πανί τους είν’ το μόνο σάβανο που μας αρμόζει :
είν’ οι γυναίκες που αγαπούμε σαν σημαίες
είν’ οι γυναίκες που αγαπούμε δάση
το κάθε δέντρο τους είν’ κι ένα μήνυμα του πάθους
σαν μεσ’ σ’ αυτά τα δάση
μας πλανέψουνε
τα βήματά μας
και χαθούμε
τότες είν’
ακριβώς
που βρίσκουμε τον εαυτόνε μας
και ζούμε
κι όσο από μακριά ακούμε νάρχωνται οι μπόρες
ή και μας φέρνει
ο άνεμος
τις μουσικές και τους θορύβους
της γιορτής
ή τις φλογέρες του κινδύνου
τίποτε – φυσικά – δεν μπορεί να μας φοβίση
ως οι πυκνές οι φυλλωσιές
ασφαλώς μας προστατεύουν
μια που οι γυναίκες π’ αγαπούμε είναι σα δάση
είν’ οι γυναίκες π’ αγαπούμε σαν λιμάνια
(μόνος σκοπός
προορισμός
των ωραίων καραβιών μας)
τα μάτια τους
είν’ οι κυματοθραύστες
οι ώμοι τους είν’ ο σηματοφόρος
της χαράς
οι μηροί τους
σειρά αμφορείς στις προκυμαίες
τα πόδια τους
οι στοργικοί
μας
φάροι
– οι νοσταλγοί τις ονομάζουν Κ α τ ε ρ ί ν α –
είναι τα κύματά τους
οι υπέροχες θωπείες
οι Σειρήνες τους δεν μας γελούν
μόνε
μας
δείχνουνε το δρόμο
– φιλικές –
προς τα λιμάνια: τις γυναίκες που αγαπούμε
έχουνε οι γυναίκες π’ αγαπούμε θεία την ουσία
κι όταν σφιχτά στην αγκαλιά μας
τις κρατούμε
με τους θεούς κι εμείς γινόμαστ’ όμοιοι
στηνόμαστε ορθοί σαν άγριοι πύργοι
τίποτε δεν είν’ πια δυνατό να μας κλονίση
με τα λευκά τους χέρια
αυτές
γύρω μας γαντζώνουν
κι έρχονται όλοι οι λαοί
τα έθνη
και μας προσκυνούνε
φωνάζουν
αθάνατο
στους αιώνες
τ’ όνομά μας
γιατί οι γυναίκες π’ αγαπούμε
τη μεταδίνουν
και σ’ εμάς
αυτή
τη θεία τους
ουσία.
* * *
ΓΟΥΛΙΑΜΟΣ ΚΩΣΤΑΣ
Η Ομιλία της Νύχτας
Κάθε θλιμμένος κρύβει την αλήθεια του
Ξενιτεύεται για έναν άλλο έρωτα
– ούτε σπίτι μήτε δέντρο –
αφήνει το σκυλί στην αυλή να γαυγίζει
και τρέχει εξαγριωμένος
στον προθάλαμο ενός γυάλινου ουρανοξύστη
Το βράδυ πάλι πλαγιάζει με τα χρόνια του
με γυναίκες που δεν γνώρισαν
τους αιώνες της μιας μέρας
από καλοσύνη ή αδιαφορία (δεν έχει σημασία)
πλαγιάζει με γυναίκες έργου οργής
γυναίκες με τον αιθέρα της άνοιξης
και την κραυγή του χορού
γυναίκες και μόνο γυναίκες
Κρύβουν με επιμέλεια τα μαλλιά τους
στον ουρανό του πάθους
ανοίγουν τις φλέβες τους
για να βεβαιωθούν ότι υπήρξαμε μαζί τους
-μια νύχτα του αιώνα
σώμα άδειο από φωνές και φωτιά-
εραστές με καθυστερημένες επιταγές
και αδιέξοδες υποσχέσεις
για έναν πιο ευρύχωρο θάνατο
που κρύβει τις αντινομίες μας
κι` εμείς να δακρύζουμε στα κόκκαλά μας
ν` ανήκουμε δίχως σύνορα
στο προκαταρκτικό νετρίνο του σύμπαντος
ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ
IV
αστράφτουν τη νύχτα
τα γυμνά κορμιά
πλάι στη φωτιά
που στην αμμουδιά φουντώνει,
χορεύουν οι σπίθες
στον ήχο των κυμάτων
πριν ο έρωτας γίνει θάλασσα
κι η ηδονή βυθός
(«ακατάλληλο», 2016)
* * *
Ζαχαρίας Κατσακός
Φιλί από γάλα
Ο έρωτας στριφογύριζε φίδι
πάνω στο μαχαίρι
κι έσταζε γάλα από χαμένους ουρανούς.
Τα μάτια σου, όμως, φως στρογγυλό
στον δείκτη του μεσαίου φεγγαριού.
Κι ένα σκοτάδι έβγαινε χωρίς φτερά.
Οι ομπρέλες που περπατούσαν στους δρόμους
χωρίς τα σώματά μας.
Απλωνόταν στα δάχτυλά μου
οι κόρες της όρασής σου,
μια μεταβλητή ορίων
με σφιγμένες θηλές, κρανίο
που γέμιζε σταγόνα σταγόνα γάλα.
Το κορμί μας νιφάδες αγάλματα
από άσπρα κλαδιά
και επιφάνειες χρόνου,
πλακούντας από σεντόνια,
έχοντας μέσα τις σκιές μας
στιλβωμένες στα νύχια ενός φιλιού.
Και η αγάπη;
Μα η αγάπη είναι ίδια
για όλα τα μαχαίρια.
* * *
Καλλιόπη Πασιά
Βασανιστικά ερεθιστικές ανταλλαγές
βασανίζομαι
καρφιά σκίζουν το μέσα μου
γρατσουνάνε το λαιμό
γαργαλούν τη γλώσσα
κρέμονται σαν ίνες μέσα στα δόντια
οι λέξεις
καίνε
κραυγές συρμάτινες
ποθούν να δραπετεύσουν
στον τοίχο πέφτουν
αυτά που ανάμεσα υψώσαμε
φορεσιές ρόλων
έλα να ανταλλάξουμε
αθωότητα ή ενοχή
θύτης ή θύμα
μικρό κορίτσι ή λύκος κακός
παραμύθια όλα
μήπως είναι και αλήθεια
όσα ένα βλέμμα μαρτυρά
γλώσσα που χαϊδεύει φθόγγους
βρεγμένο πρώτο φιλί
χάδι που καίει
να θυμίζει πώς μοιάζει η σάρκα όταν γιορτάζει
με μιαν παρολίγον αλαζονεία
προκλητικά ευθυτενές το σώμα
ερεθίζομαι
*το ποίημα είναι καρκινικό, διαβάζεται και στίχο στίχο από κάτω προς τα πάνω
Κώστας Α. Κρεμμύδας
Κυριακή, έτους σωτήριου…
10η ώρα πρωινή και σήμερα
όπως και πάντα
σε καφενείο της Κατεχάκη άλλοτε
εκπρόσωπος εκλογικός για τώρα
Και οι καφέδες να περιμένουν
νέα μας
Όπως κι εγώ
Ανέγγιχτοι στον ήλιο
Όπως εμείς
Σ’ απόσταση βολής
Παραμονεύουν
Εκλιπαρούν
Όπως ο έρωτας
Τα σύρματα του τηλεφώνου
έχουν κοπεί
Η Σόλωνος μοναχική
Μπάτσοι και κλούβες άδειες
Κι εσύ να λείπεις
Παράγγειλα γλυκύ βραστό
και σκέτο
πίνω το δεύτερο
δεν είσαι για να πιεις
τον πρώτο
Ανέπαφο και κρύο το φλιτζάνι
ανέπαφο το στόμα
Η θάλασσα μακριά
φυλακισμένη
Και ο γλυκύ βραστός
κρυώνει
Κι ο έρωτας ημιτελής και μόνος
σ’ ένα νιπτήρα διαμερίσματος κενού
γεμάτο ανυπότακτους της Ιταλίας
Και ο γλυκύ βραστός κρυώνει
Κυριακή, ώρα 10η πρωινή
σωτήριου έτους
των εκλογών
της κοσμογονίας
του σοσιαλισμού
Σωτήριον έτος
για ημιθανείς
για αμαθείς
κι ερωτευμένους
* * *
Κωτόπουλος Η. Τριαντάφυλλος
Ερωτικό (σχεδίασμα)
Σε κοίταξα να απλώνεις τα σκουπίδια στο σαλόνι μας
Σύμμεικτα και παραμορφωμένα
Μα στοργικά τα φώτιζε ο ήλιος
Για την ανακύκλωση, δικαιολογήθηκες
Νόμιζα πως έψαχνες τις αταίριαστες ομοιοκαταληξίες της αγάπης μας
Δεν μου αρέσει να ανακοινώνω θανάτους σε απόσταση βολής
Να θρηνώ διαδικτυακά ή να βυσσοδομώ με μηνύματα –συνήθως σε ταμπλέτες
Σε καμία αθωότητα δεν πιστεύω
Δαγκωμένο το πάνω σου χείλι, οργιές μακριά
Φανερές πια οι ματιές στις ανυπότακτες διχάλες της θάλασσες
Κολυμπήσαμε μαζί και δίπλα στα παράξενα ενετικά κοχύλια
Κι αφήσαμε τους πήλινους αρχηγούς ετερόπλευρα ανυπεράσπιστους
ημιτελής η επιρροή πάνω μας
Στις εκβολές της αγάπης, εκεί που αυτοί έλιωσαν
Ανυπότακτος
Βρήκα τη θέση μου δίπλα σου
* * *
Σπύρος Κιοσσές
χώμα
εν τέλει
ειρηνικά
σου παραδίνομαι
εύφορο σώμα
να σκάψεις
να σκαλίσεις
να ποτίσεις
ρίζες ν’ απλώσεις
κλαδιά να τινάξεις
άνθη να βγάλεις
καρπούς να δέσεις
χους ειμί
εις εμέ απελεύσει
για σένα
αγάπης γη γόνιμη γίνομαι
* * *
Ελίζαμπεθ Μπίσοπ (μετάφραση Γιώργος Παναγιωτίδης)
Η ΑΓΑΠΗ ΠΛΑΓΙΑΖΟΝΤΑΣ ΚΟΙΜΑΤΑΙ
Ξημερώματα, καθώς αλλάζουν όλες οι τροχιές
που διασχίζουν τον ουρανό από μισοσβησμένο άστρο σ’ άστρο,
συνδέουν τα τέλη των δρόμων
σε τραίνα φωτός
τώρα μας τραβούν στο φως της μέρας στα κρεβάτια μας.
και ξεκαθαρίζει ότι πίεζε το μυαλό μας:
σβήνουν τα λογής σχήματα από νέον
που αρμένιζαν και πρήζονταν και άστραφταν
κάτω στην γκρίζα λεωφόρο ανάμεσα στα μάτια
σε ροζ και κίτρινα, γράμματα και παλλόμενα σημάδια.
Κρεμασμένα από ψηλά φεγγάρια, δύουν, δύουν!
Από το παράθυρο βλέπω
μια αχανή πολιτεία, επιμελώς φανερωμένη,
καμωμένη εύθραυστη με μαεστρία,
λεπτομέρεια πάνω στη λεπτομέρεια,
μαρκίζα πάνω στην πρόσοψη,
να ορθώνεται προς τα πάνω τόσο νωθρά πάνω στον
άτολμο λευκό ουρανό, μοιάζει να ταλαντεύεται εκεί.
(Όπου έχει αργά μεγαλώσει
σε ουρανούς από νεροπότηρα
από σύμμεικτα κρεβάτια με σιδερένιους και χάλκινους κρυστάλλους,
ο μικρός χημικός «κήπος» σ’ ένα βάζο
τρέμει και ακινητεί ξανά,
ωχρό μπλε, μπλε- πράσινο, και πήλινο.)
Τα σπουργίτια βιαστικά ξεκινούν το παιχνίδι τους.
Τότε, στα δυτικά, «Μπουμ!» κι ένα νέφος καπνού.
«Μπουμ!» και η εκρηκτική σφαίρα
από μπουμπούκια ανθίζει ξανά.
(Και όλοι οι υπάλληλοι που δουλεύουν στα φυτά
όπου ένας τέτοιος ήχος λέει «Κίνδυνος», ή κάποτε είπε «Θάνατος»,
στρέφουν μέσα στον ύπνο τους και νιώθουν
τις μικρές τρίχες ν’ ανασηκώνονται
στη ράχη του λαιμού τους.) Το νέφος καπνού απομακρύνεται.
Ένα πουκάμισο παίρνεται από την σαν αρμαθιασμένη σειρά ρούχων.
Κατά μήκος του δρόμου κάτω
η υδροφόρα έρχεται
εκσφενδονίζοντας τους συριγμούς της, χιονάτα ριπίζοντας αντίπερα
φλούδες κι εφημερίδες. Το νερό στεγνώνει
το φωτεινό-ξηρό, σκοτεινό-υγρό, το καλούπι
του κρύου καρπουζιού.
Ακούω της μέρας το σαλτάρισμα καθώς εξαπολύεται το πρωινό
από πέτρινους τοίχους και σάλες και σιδερένια κρεβάτια,
σκόρπιοι ή ομαδικοί καταρράκτες,
συναγερμοί για το αναμενόμενο:
αλλόκοτοι έρωτες όλων των ειδών σηκώνονται,
που το βραδινό τους γεύμα θα προετοιμάζουν όλη μέρα,
θα γευματίσεις καλά
με τη δικιά του καρδιά, τη δικιά του, και τη δικιά του,
λοιπόν στείλε τους για τις δουλειές σου στοργικά,
να σέρνουν στους δρόμους τις μοναδικές τους αγάπες.
Μαστίγωσέ τους με ρόδα μόνο,
φωτίσου ωσάν το ήλιο,
για πάντα στον ένα, ή αρκετούς, ερχομούς πρωινών
που το κεφάλι του θα έχει πέσει στο χείλος του κρεβατιού του,
που το πρόσωπό του θα στρέφει
λοιπόν έτσι η εικόνα
της πόλης μεγαλώνει μέσα στ’ ανοιγμένα μάτια του
ανεστραμμένη και παραμορφωμένη. Όχι. Εννοώ
παραμορφωμένη και φανερωμένη,
αν το βλέπει καθόλου.
* * *
Ντίνος Χριστιανόπουλος
Τσαϊράδα
Εδώ δεν είναι τόπος να πλαγιάσουμε.
Τ’ αγκάθια τσιμπούν και τα τριβόλια κολνούν και προδίνουν.
Το λασπωμένο ρέμα, όλο κουνούπι και κακό.
Εδώ δεν είναι τόπος να ξανάρθουμε.
Έχτισαν κι άλλο σπίτι, βλέπω το φως στο παράθυρο.
Ο χωματόδρομος περνάει σχεδόν δίπλα μας.
Ζευγάρια επιστρέφουν με το μοτοσακό.
Εδώ δεν είναι τόπος να ησυχάσουμε.
Αυτό το ρεμπέτικο μου χάλασε όλο το κέφι.
Βουρκώνει το μέσα μου καθώς σ’ αγκαλιάζω.
Μου κάνει κακό ν’ ακούω για ξενιτεμούς.
Εδώ δεν είναι τόπος για μας.
Ακόμη κι η εξοχή έχει τον τρόπο της να μας πληγώνει.
(«Ανυπεράσπιστος καημός», 1960)
Έρωτας
Το χειμώνα χωνόμασταν σ’ ένα γιαπί∙
το είχαμε σα δικό μας∙
ανάλογα με τον καιρό
αλλάζαμε δωμάτιο.
Την άνοιξη στρώναμε
το στρατιωτικό σου μπουφάν∙
οι εξοχές της Σταυρούπολης
μοσκοβολούσαν θυμάρι.
Μια δυο φορές που λείπαν οι δικοί μου
σε κουβάλησα σπίτι∙
με τάραξες στα δαγκάματα∙
ύστερα λεηλατήσαμε το ψυγείο.
Χωρίσαμε παραμονή του Αϊ-Δημήτρη∙
σου αγόρασα μια μπλούζα ζιβάγκο,
σε κέρασα για τελευταία φορά μπουγάτσα –
και τώρα πάλι φτου κι απ’ την αρχή.
(«Ανυπεράσπιστος καημός», 1960)
Τι κέρδισα
Δυο χρόνια τώρα έδινα, και τίποτα δεν έπαιρνα.
Ενώ εκείνος, χωρίς να βάζει κρέας, έβγαζε κιμά.
«Τι κέρδισα;» αναρωτιόμουν κάθε λίγο πικραμένος.
Μέχρι που η απάντηση ήρθε απ’ τον ίδιο τον Καβάφη:
«Κέρδισες το πιο τίμιο, τη μορφή του».
« Νεκρή πιάτσα», Νεώτερα ποιήματα (1990-1996)] (1997)
Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου
Ο χωρισμός
Και τώρα έρχεται η ατέλειωτη νύχτα
Το καλοκαίρι ξέφτισε τα πούπουλά του στις γωνιές του δρόμου
και στις ακρογιαλιές γυρίζεις ακόμα μισόγυμνος εσύ
πάνω στ’ αχνάρια των πουλιών που έφυγαν
σφίγγω τα χείλη μου, φιλώ ευλαβικά τα χέρια σου
αντίλαλος μες στα μαλλιά από σάπιο μήλο
το καλοκαίρι κύλησε κι εμείς χωρίζουμε
Πρίγκιπα, δε μιλάς και λέω η ώρα
αργεί ακόμα. Βάζω το χέρι στον ώμο σου
και λέω στ’ αποκαΐδια των ζεστών σπιτιών που υπήρξαμε
είσαι ακόμα ένας χτύπος αγάπης
στη μαλακή φωνή σου τρέμει η ελπίδα μου
για σένα ζω τη σκοτεινιά μιας άνοιξης που παραπαίει
λέω αυτό το σώμα είναι η καρδιά μου σωστή
Μ’ αφήνεις, Άρχοντα. Το καλοκαίρι έφυγε. Η βουή
της φθινοπωρινής θάλασσας αργά σταλάζει
το τέλος που είναι πάντα πνεύμα και δάκρυ
φωτεινός στρόβιλος, ήχος καθάριου νερού, εγκαρτέρηση
πως έτσι θα πάνε όλα ως το τέλος. Ιδωμένα
σ’ ένα καινούριο όραμα που μας μεθάει
εκβιάζει άσκοπα λόγια και μικρές κραυγές
μας κάνει αδέρφια
«Ωδές στον Πρίγκιπα» (1981)
Πρίγκιπα, η μέρα αργοσβήνει
Πρίγκιπα, η μέρα αργοσβήνει στις χιονισμένες πλαγιές
κι εσύ οδεύεις ψηλότερα. Τα χέρια σου αγκάλιασαν
το τιμόνι. Τα μάτια σου πάγωσαν λίμνες και δάση
κοιτούν κουρασμένα τις άσπρες κορυφογραμμές
ώσπου ο ουρανός ν’ αστράψει τη νύχτα της Γέννησης
χρωματιστά παιδάκια στη δακρυσμένη σου σκέψη
Κι εμένα με στέλνεις στις λασπωμένες ακτές. Να εξάψω
τις φωλιές της αντίστασης στα χωριά και τα πνεύματα
μιας ηλιόλουστης χειμωνιάτικης μέρας. Μεθυσμένος
από μιαν ολονυχτία σε μισοφώτιστα μπαρ
να ορκιστώ πίστη κι ύστερα να πεθάνω
για σένα
Πρίγκιπα, γύρισα κι είδα τον άρρωστο ήλιο στις πορτοκαλιές
είδα τα νυχτολούλουδα στο παλάτι σου και τις κατάκλειστες γρίλιες
και τ’ άλογά σου συλλογισμένα να βόσκουν στη χλόη.
Γιατί τα κτήματα δόθηκαν για το τίποτα, τα οικόσημα
της αιώνιας βασιλείας σου στο εφήμερο αίσθημα.
Στις μαρμάρινες σκάλες, στα ανάκλιντρα μιας επίχρυσης δόξας με πήραν τ’ αναφιλητά
το αίμα σου μας δόθηκε, Πρίγκιπα, δε μας ανήκει
«Ωδές στον Πρίγκιπα» (1981)
Στο φθινοπωρινό ξενοδοχείο
Σ’ αυτό το φθινοπωρινό ξενοδοχείο, έγραφες
που αγαπηθήκαμε τα περασμένα χρόνια
γυρίζω πάλι στις ταράτσες του και σκέφτομαι
βλέποντας φώτα εργοστάσια μες στη συννεφιά
πόσο το πεθαμένο αίσθημα επιζεί
ανήμπορο για μια σταγόνα αίμα
Κι όμως δεν τα λυπάμαι τα εργοστάσια, δεν τα σκέφτομαι
δε με μεθούνε πια το απόβραδο οι μηχανές
ούτε και η μνήμη σου, ξέθωρη πια πάνω στα τζάμια
Μόνο τον γείτονά μου, αυτόν δεν τον ξεχνώ
φυματικός και συνταξιούχος έμπορας
κρεμάστηκε στα δέντρα αυτά
άνοιξη 1951
«Νοσοκομείο εκστρατείας» (1972)
* * *
Κ. Π. Καβάφης
Κι ακούμπησα και πλάγιασα στες κλίνες των
Στης ηδονής το σπίτι όταν μπήκα,
δεν έμεινα στην αίθουσαν όπου γιορτάζουν
με κάποια τάξιν αναγνωρισμένοι έρωτες.
Στες κάμαρες επήγα τες κρυφές
κι ακούμπησα και πλάγιασα στες κλίνες των.
Στες κάμαρες επήγα τες κρυφές
που το ‘χουν για ντροπή και να τες ονομάσουν.
Μα όχι ντροπή για μένα — γιατί τότε
τι ποιητής και τι τεχνίτης θα ‘μουν;
Καλύτερα ν’ ασκήτευα. Θα ‘ταν πιο σύμφωνο,
πολύ πιο σύμφωνο με την ποίησί μου
παρά μες στην κοινότοπην αίθουσα να χαρώ.
«Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923» (1993)
Μια νύχτα
Η κάμαρα ήταν πτωχική και πρόστυχη,
κρυμένη επάνω από την ύποπτη ταβέρνα.
Aπ’ το παράθυρο φαίνονταν το σοκάκι,
το ακάθαρτο και το στενό. Aπό κάτω
ήρχονταν η φωνές κάτι εργατών
που έπαιζαν χαρτιά και που γλεντούσαν.
Κ’ εκεί στο λαϊκό, το ταπεινό κρεββάτι
είχα το σώμα του έρωτος, είχα τα χείλη
τα ηδονικά και ρόδινα της μέθης —
τα ρόδινα μιας τέτοιας μέθης, που και τώρα
που γράφω, έπειτ’ από τόσα χρόνια!,
μες στο μονήρες σπίτι μου, μεθώ ξανά.
«Τα Ποιήματα», Α 1897 – 1918 (1963)
Έτσι
Στην άσεμνην αυτή φωτογραφία που κρυφά
στον δρόμο (ο αστυνόμος να μη δει) πουλήθηκε,
στην πορνικήν αυτή φωτογραφία,
πώς βρέθηκε τέτοιο ένα πρόσωπο
του ονείρου εδώ πώς βρέθηκες εσύ.
Ποιος ξέρει τι ξευτελισμένη, πρόστυχη ζωή θα ζεις
τι απαίσιο θα ‘ταν το περιβάλλον
όταν θα στάθηκες να σε φωτογραφήσουν
τι ποταπή ψυχή θα είν’ η δική σου.
Μα μ’ όλα αυτά, και πιότερα, για μένα μένεις
το πρόσωπο του ονείρου, η μορφή
για ελληνική ηδονή πλασμένη και δοσμένη —
έτσι για μένα μένεις και σε λέγ’ η ποίησίς μου.
«Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923» (1993)
* * *
ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΟΥΒΑΛΗΣ
(Λόγος δεύτερος)
Το φιλί με κύματα φθάνει
ο μονόλογος η συννεφιά
το ψηλάφισμα
οι σταγόνες στην άκρη του νερού
το σύμπαν μετά το σύμπαν
Ιδρώνουν τα σκέλη σου
δεν με φοβίζουν
Ο μέλανας ζωμός που δεν αρνήθηκα
ο φάρος που τον κρύβει το πράσινο
τα σπαθιά οι γιορτές και οι ευωχίες
τα λάφυρα στα χέρια
Οι λέξεις σκουριάζουν όταν σωπαίνουν
τα νησιά πνίγονται
οι άγνωστοι περαστικοί κοιτάζουν βιαστικά
Η γέννηση
ενώνει τα πάντα
.
ο ακαθόριστος χρόνος
τις αισθήσεις
.
η παραδοχή
τη μνήμη και τη σοφία
Το πρόσωπό σου είναι τοπίο
Η ρομφαία της λύπης τραγουδιέται
Το ωραίο έχει αφαιρεθεί
Τα ουσιαστικά στον πληθυντικό
…………………………………
η πυξίδα για την άνοιξη
το κορμί για την ψυχή
η αλήθεια για το κορμί
Ο πέπλος παραμερίζει
οι ουλές σβήνουν
ο σφυγμός ξεγελάει το παρελθόν
η φωνή σου φτάνει για δύο φορές
Το πηγαινέλα είναι δώρο – το σπέρμα σιωπηλό ευγενικό
Τ’ αόρατα γίνονται ορατά:
οι ρίζες στον πάντοτε Νότο
οι κρίνοι στα ξανθά μαλλιά
Μ ο ύ σ ακ α ισ κ έ ψ ηε π ι τ ή δ ε ι αα φ ή γ η σ η
α ν τ ί δ ω ρ οκ α ικ ρ α σ ί
τ υ φ λ ήη δ ο ν ήα σ υ ν ό δ ε υ τ ομ ο ι ρ ο λ ό ι
π ο λ ι τ ε ί ατ’ο υ ρ α ν ο ύγ ν ώ ρ ι μ ηφ υ γ ή
σ τ ά χ τ ησ τ οδ έ ρ μ αξ ε δ ι ψ α σ μ έ ν ησ τ ι γ μ ή
α τ α ύ τ ι σ τ ηγ υ ν α ί κ α
Τι να πρωτοπεί ο στίχος μου για σένα;
Οι αυταπάτες στο χώμα καίγονται
Το σάλιο κυλάει ανάμεσα
Η πλησμονή
κατοικεί στο στήθος του Κύκνου
και στις στέγες σου.
[Απόσπασμα από την ποιητική σύνθεση Φωνές, 2011]
* * *
Χρίστος Γ. Παπαδόπουλος
ΠΕΡΙ ΕΡΩΤΟΣ
Πεταλούδες πετούν στο στομάχι
Ξέρουν όσοι τη χάσαν τη μάχη
Η καρδια σαν μωρό να θηλάζει
τον ιδρώτα που μέσα τους στάζει
Περπατάνε στα χέρια μυρμήγκια
Και το αίμα χτυπά στα μηνίγγια
Με τον έρωτα όποιος τα βάζει
Το ‘χει ζήσει αυτό το μαράζι.
Περι έρωτος κι άλλων αστείων
Σπαρταρά το φθαρτό μας σαρκίον
Κι όσοι μόνοι τους κλαίνε τα βράδια
Στ’ οχυρό τους μετράνε σημάδια.
Πώς να κρύψεις ετούτο το βήχα
Της ψυχής σου που τρώει την ψίχα
Και σε βλέπει μετά ο καθένας
Σαν τρελό που χει σώας τας φρένας
Περί έρωτος κι άλλων δαιμόνων
Πόσο φως στη σκιά των αιώνων
Αγκαλιάζει σφιχτά στα σκοτάδια
Όσους μόνοι τους κλαίνε τα βράδια
Χουργκάντα 23.1.2016
* * *
Γιώργος Παναγιωτίδης
ΑΠ’ ΤΙΣ ΩΡΕΣ
Απ’ τις ώρες της πείνας τα κρατημένα
οι φλυαρίες που παγιδεύτηκαν στο καθιστικό
τα χρόνια που αθροίζαμε
και τ’ άλλα που πρόσθετα κρυφά
κι ό,τι περίσσεψε.
Απ’ τ’ αριθμητήριο που εξημέρωνε τη νύχτα
οι σπόνδυλοί σου που μέτραγα σε καθαρό σεντόνι
τα νύχια που σου έκοψα με τα δόντια
και τ’ άλλα που έφαγα κρυφά
κι ό,τι ξέφυγε.
Απ’ τις ώρες που έμειναν στο δρόμο
ένα ταξίδι που ξέμεινε πίσω από την πόρτα
κι ένα πρόωρο σε άδεια βαλίτσα
λίγος καπνός χαρούμενος
που πιάστηκε στου τοίχου το νέο χρώμα
κι ο αγαπημένος θυμός
που σχολιάζει το άχαρο ακόμα.
Απ’ το βοριά της κρεβατοκάμαρας
στο μαΐστρο που ταξιδεύει δυτικά στο μπαλκόνι σου
και στην όστρια που κατεβαίνει απ’ τον καναπέ σου
απ’ τις ώρες που φοβούνται στο συρτάρι σου
το λουτρό στο ανυπόμονο σάλιο σου
και τη γλώσσα σου στις φακίδες πάλι του ώμου μου
που διαβάζει τη σκέψη μου, που μαζεύει το φόβο μου
των δοντιών σου ο τριγμός
που ξυρίζει τα ξεχασμένα γένια μου
κι η αισιοδοξία του φαγητού που τελείωνε
στο πιάτο στα πόδια σου που είναι ακόμα ζεστό
της γλώσσας μου το ακόνισμα πάλι στα νύχια σου
και των νυχιών σου ο λίγος πυρετός
το λούσιμο στους αχνούς των λουσμένων μαλλιών σου
κι η πούδρα από τα κύτταρα του δέρματος σου τα νεκρά.
(Ομορφιές αφόρητες 2012)
Νίκος Φωτόπουλος
H ανεπίδοτη αγάπη ενός κρυφού καλοκαιριού
Η Θάλασσα ένα αίνιγμα
η άμμος το μυστήριο του ελάχιστου
και ο γιαλός
η απουσία που σου χαρίζει απλόχερα
η ανεπίδοτη Αγάπη ενός κρυφού καλοκαιριού
Έρχεσαι φεύγεις,
έρχεσαι φεύγεις
τι θαρρείς
η Αγάπη
δεν είναι απόκτημα
δεν υπάγεται στη νεύρωση της ατομικής ιδιοκτησίας
Ακόμα θυμάμαι
τα πουλιά και τα φύκια στην κάτασπρη εσθήτα
τον λευκό σου λαιμό
ένας πόθος οξύς να διαπερνά
το σάρκινο έγκαυμα,
την εμφύλια γλώσσα
το απόν σώμα
μια αλήθεια ακόμα χάθηκε
στο σύμπαν του ανομολόγητου
Από την ποιητική συλλογή, Το αίνιγμα της λαβωμένης μνήμης, Μανδραγόρας, 2007
* * *
Χρυσούλα Σπυρέλη
Θαυμαστικά του Έρωτα
Έχασκε κάτω ο γκρεμός
κι ήμουν στο ράμφος σου πιασμένη
Ανεστραμμένος ουρανός
πριν ξημερώσει
χαράζει μια μολυβιά φωτός
να στροβιλίζεται η ψυχή
με το Διόνυσο στο αίμα μας κουβάρι!
v
Τώρα στο χάσμα της σιωπής
τα μυθικά μας σώματα
-λευκά φαιά σπαράγματα-
Θαυμαστικά του Έρωτα
στο δειλινό παιχνίδι…
* * *
ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ
ΤΟ ΑΓΩΝΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΟΝΟΜΑΧΙΑΣ
Στο αγώνισμα της μονομαχίας
δεν έχει σημασία η παιδική σου ηλικία,
αν ο μπαμπάς τραγούδαγε στο μπάνιο,
αν η μαμά άνοιγε τρύπες στον τοίχο με τρυπάνι,
αν σε κλειδώναν στο υπόγειο μιας ψυχρής ματιάς.
Το θέμα είναι η προσεκτική επιλογή.
Αυτή είναι ο καθρέφτης που ραγίζει.
Γιατί δεν τυχαίνει,
εμείς είμαστε αυτοί
που ρίχνουμε το γάντι στο πρόσωπο του άλλου,
εμείς που σφραγίζουμε
με βουλοκέρι τον πάπυρο
που καταφθάνει με μαύρη άμαξα την νύχτα.
Έρωτας, γράφει επάνω,
την τάδε ώρα κάτω από τα κυπαρίσσια.
Στο αγώνισμα της μονομαχίας
αυτό που έχει σημασία
είναι ο αντίπαλος με το κοντάρι.
Γιατί συστηματικά κάτω από την πανοπλία
τον ίδιο ιππότη διαλέγουμε συνέχεια
ηθελημένα γυμνωνόμαστε μαζί του στο σκοτάδι
εσκεμμένα του γεμίζουμε με βέλη την φαρέτρα.
Στο αγώνισμα της μονομαχίας
το παν είναι η δική μας εξολόθρευση.
Αφού αυτήν έχουμε μεθοδεύσει
απ’ την αρχή με τόσο πάθος.
από την συλλογή ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ, Εκδόσεις Γαβριηλίδης
* * *
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΜΠΡΟΥΧΟΣ
Το τριανταφυλλί
Χείλι τρεμάμενο
Σημάδι πόθου και ντροπής
Μα εκεί βαθιά στις κόρες των ματιών
Η απόφαση: Έξω τα πρέπει κι οι αναστολές
Γεμίζαμε από έρωτα καράβια οι δυο μας
Μέρες και βδομάδες κι ίσως χρόνια
Έτσι σε θυμήθηκα μια ζωή
Με τους εκνευρισμούς, με τους υστερισμούς σου
Και τους ομηρικούς καυγάδες μας
Να δίνουν και να παίρνουν
Ύστερα χάδι-χάδι και φιλί-φιλί μονιάζαμε
Και με κερνούσες
Το πιο κρυφό σου το τριανταφυλλί
Και σμίγαμε
Νομίζω για αιώνες
Θα μπορούσα να κρατήσω τη γεύση σου
Στο στόμα μου
Ιέρεια πόρνη…
(Από τη συλλογή «Ωδίνες της νύχτας», εκδ. τα τραμάκια 1993)
* * *
Βαγγέλης Τασιόπουλος
Διοτίμα
Αν να συμπλεύσει έπρεπε με το θεό, θα έσπευδε νωρίτερα στη δόξα. Ξοδεύτηκε αρμολογώντας πετεινούς και τι της έμεινε; Ένας ίσως ποιητής αλαφροΐσκιωτος παραδομένος στη σιωπή του. Και γύρω εμφύλιοι, αίμα κακό, αλήτες, νοικοκυραίοι που δεν αγάπησαν ποτέ, μονάχα υστέρησαν στ’ αρχαία γράμματα ευτυχείς, δοσμένοι στο χρυσό τους εκμαγείο. Εγώ αυτόν αγάπησα, με προσευχές και με σιωπή στη φαντασία το κορμί τού παραχώρησα. Κοίταζε τη δύση που συνόδευε τον άνεμο. Τον ποταμό κατέβαιναν μαινάδες, όπως τα κολεόπτερα σε ετοιμότητα. Βαθύς στο γήρας του. Πέρα μακριά οι δρομάδες στο εκτροφείο ακολουθούσαν εντολές βάσει προγράμματος. Πλησίαζε καιρό η έρημος. Μίλησέ μου, έστω για μια τελευταία φορά, αρνήσου με. Απάλλαξέ με από την τιμή. Η λάσπη μετουσιώθηκε γι’ αυτό σκαρφίζονται απολαύσεις οι εταίρες.
Πεταλούδα που απεκδύθηκε το φως η Διοτίμα.
Από τη συλλογή, Οι μπαλάντες των εύχρηστων πραγμάτων, εκδόσεις ΡΩΜΗ, 2017
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΕΡΩΣ ΑΙΩΡΟΥΜΕΝΟΣ
Κρυστάλλινη νεροσυρμή με λίγη
αειφορία ραμφισμών διατρίβει
εκεί όπου κορυφώνεται στην ήβη
η φλόγα και σε αιθάλη καταλήγει.
Κι αν το πηγάδι βλέπει μες στο βλέμμα
που απόκρημνο ξεχύνεται στη μέση,
απ’ τις αιώρες του ο καιρός εμέσσει
σφοδρούς σπασμούς στων επαφών το ρέμα.
Τα τάρταρα ουρανούς θυμίζουν όσο
τα μέλη μέλιτος εκλύουν χάρη
και στάζουν έναν ήλιο αποβροχάρη
να καρυκεύσει την υαλώδη δρόσο.
Θαμπώνουν βαθμηδόν οι παρακρούσεις
των συριγμών και των ικριωμάτων·
βεντάλιες πνέουν ύστερα χρωμάτων
και απτής αγάπης πανταχού παρούσης.
* * *
Νίκος Μυλόπουλος
ΤΡΙΣΔΙΑΣΤΑΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΓΑΠΗΣ
Η φωτιά ολοένα πλησίαζε με ταχύτητα κυλιόμενης λάβας
Κάποιοι μιλούσαν για εμπρησμό μιας συστάδας ωραίων
ανθρώπων
Βλέπαμε όμως με ανακούφιση τα δειλινά πυρακτωμένα
Να διατηρούν ακόμη το πορφυρό τους περίγραμμα γύρω
απ΄ τα χείλη
Τα κύματα να φοράνε σανδάλια λευκά λίγο πριν ξεψυχήσουν
Και στην πλώρη ζευγάρια, μια ζεστή αγκαλιά
Την στιγμή ακριβώς που το πλοίο σπαρταρούσε ανύποπτο
Στα σαγόνια ενός κόσμου παράλογα κι ακατανόητα πει-
νασμένου.
Πιάσε το χέρι μου ακριβέ μου, ψιθύρισες
Εμείς οι δυο δεν πρόκειται ούτε τις κρύες νύχτες να χα-
θούμε.
( Τέλος της περιπλάνησης / Εκδόσεις Γαβριηλίδης )
* * *
Κώστας Χριστοφιλόπουλος
ΤΡΑΒΩΝΤΑΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ
Περιπλανιόμουν στις δίνες του κορμιού σου
Αντιγόνη.
Περιπλανιόμουν σε δροσερές οάσεις
σε ηλιοκαμένους ορίζοντες.
Περιπλανιόμουν στην αγκαλιά σου
μέσα σε άσπρες τριήρεις
τραβώντας ανατολικά…
Πάντα ανατολικά
τραβώντας για τα μέρη του φοίνικα.
Περιπλανιόμουν μαζί σου
χωρίς να σ΄ αγγίξω
ούτε και συ με άγγιξες.
( Η ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ / Εκδόσεις Σ. Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ )
* * *
Σωτήρης Παστάκας
Βράδυ Σαββάτου σε βλέπω
να λούζεσαι. Αφρός
το σώμα σου. Αλόη
τα βυζιά σου. Μέλι
να στάζει το νερό
ανάμεσα στα σκέλια.
Το κορδονάκι είμαι
που κρέμεται με μια γαλάζια
χάντρα στου μπάνιου
τα πλακάκια. Δεν με βλέπεις.
Να το τραβούσες και πάλι
δεν θα σ΄ άκουγα. Χρόνους
πολλούς απ΄ τη ζωή σου λείπω.
( Σώμα δια τριβής, Συλλογή ποιημάτων / Εκδόσεις Ρώμη, 2019 )
* * *
Παναγιώτης Νικολαϊδης
κγ΄
Αγάπη μου τα σώματα μιλούν
Χτισμένο με παράθυρα το δέρμα τους
στοιβάζει εσωτερικά το φως
τακτοποιεί το ανέκφραστο
Αγάπη μου τα σώματα πονούν
Κυκλοφορούνε σαν χαρτονομίσματα
πίνουν τη μαύρη νύχτα
κλέβουν τσιγάρο από τον διπλανό
Με ανοιχτές ομπρέλες στη βροχή πορεύονται
Ανοίγουν άδειες παρενθέσεις
Αναζητούν κοινότυπα επίθετα
Υπονοούν πολύχρωμα αποσιωπητικά
( Σαν ίαμβος καθρέφτης / Εκδόσεις Πλανόδιον )\
* * *
Ηλίας Κεφάλας
ΘΕΛΩ ΤΟΣΑ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ
Θέλω τόσα να σου πω καλή μου
Και ξαφνικά μου λείπουν οι λέξεις
Που πήγαν τόσες λέξεις
Που φυγαδεύτηκαν αόρατες
Σε ποια φύλλα ποια ηφαίστεια και ποιες βροχές
Σε ποιους μίσχους σκοτεινιάς ή φευγαλέα σμήνη
Και να τώρα τόσες ιδέες – τόσα συστήματα ιδεών
Τόσα άγχη ομορφιάς – τόσα νοήματα
Απλά σύνθετα περίπλοκα
Πλην όμως εύληπτα στο καθαρό μυαλό
Κι εγώ δεν έχω πλέον αυτά τ ΄ αγκίστρια του λόγου
Να σου τα παραθέσω
Να σου τ΄ αφιερώσω
Και πνίγομαι μέσα
Στη φασματική αυτή αναπηρία
Δέξου με
Ω δέξου με εσύ μακρόθυμη
Γιατί είμαι τόσο εύγλωττος μες στη σιωπή
Γιατί είμαι τόσο ήσυχος μέσα στην ταραχή μου
( Λεζάντες για τ’ αόρατα / Εκδόσεις Γαβριηλίδης )
* * *
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ
ΦΩΣ ΑΛΑΛΗΤΟ
Φύλλα της βροχής
εισπράττουν τον έρωτα
και αναπνέουν
τούφες φως αλάλητο
νερά ως τις μασχάλες.
Κάθε πηγή αν-
εμπόδιστη ελπίδα
φέρει άφθονη.
Άρα πιες και λησμόνει
το θνήσκειν ακινδύνως.
(9.2.2011)
* * *
ΜΑΝΟΛΗΣ ΞΕΞΑΚΗΣ
Καρδιά μου, ανεμώνη, αγαπημένη μου
ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ, ανεμώνη, αγαπημένη μου,
ο καημός σου είναι μαχαίρι, μα μαχαίρι κι εγώ κρατώ.
Σε βλέπω στις μολυβένιες κοιλάδες της θάλασσας,
στον ήλιο που χάνεται σε πυρφόρο, ουράνιο κρατήρα.
Γεμάτος σκοτεινιά, μέσα σε λαβυρίνθους νοσταλγίας,
κοιμήθηκα έρημος σε αχυρένιο σπίτι.
Κάτω απ’ το γυμνό λαμπτήρα του δρόμου
μέσα σε κίτρινο καλοψημένο φως,
ονειρεύτηκα πως σε φίλησα.
Ακόμα ευωδιάζεις μέσα μου, ένας πιλότος της ερωτικής κλίνης.
( Ποιήματα 1972 – 2006 , Εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ)
* * *
Ζώζη Ζωγραφίδου
Έρχεσαι με τον ήλιο
τη βροχή και τον άνεμο.
Πλησιάζεις σιμά μου
την αυγή και τη νύχτα
στα χείλη
φιλί να μου δώσεις.
Του πάθους σφραγίδα.
Amore eterno.
Χάνεσαι στη γραμμή του ορίζοντα.
Κουβαλώ το φορτίο του πόνου
τα φτερά της ελπίδας
του χτες και του τώρα
που μαζί σου ανατέλλει.
«Στη γραμμή του ορίζοντα» (από τη συλλογή Γι’ αυτό το λίγο, Αθήνα, Γκοβόστη, 2019)
* * *
Τασούλα Τσιλιμένη
Υποσχέσεις
Τίποτα δε θέλω από υποσχέσεις
Τα μάτια σου μόνο να βλέπω
και το χαμόγελό σου
ν’ ακούω τη σιωπή σου
το πως γυρίζεις το κλειδί στην πόρτα
φεύγοντας, μπαίνοντας
να αναζητώ την ύπαρξή σου
στο τώρα και το εδώ
που υπογράφει τη Μεγαλύτερη
απ’ όλες τις υποσχέσεις.
( αδημοσίευτο )
* * *
Αλέξανδρος Αραμπατζής
ΕΡΩΤΙΚΗ ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ
Στο αμόνι των φιλιών σου
το γήτεμα της σάρκας!
Η μανιωδώς συνωθούμενη
έλξη κρίνου
θρυλικού και η πολυπόθητη
ζεύξη
ζηλεμένου βατόμουρου στων
χειλιών σου
τη γεύση!
Ω ώρα ευλογημένη και
στιγμή!
Χορδή με χορδή τα νύχια σου
ανάγλυφα στον μπρούντζο με
σμιλέψανε
Και οι ηλιακές ριπές των
ματιών σου
με κηλιδώσανε μ’ακτίνες
λυσίκομες
Στου οπωρώνα τις ρίζες
μετρήθηκα με
το αναστάσιμο κρύο νερό
Φύλλα και καρποί το κορμί μου
σκεπάσανε
με ρίγος τρυφερό
Ω ώρα ευλογημένη και στιγμή!
Στης σάρκας σου το πελιδνό
λιβάδι
Εξευμενίστηκαν του πόθου οι
Ευμενίδες
Και πλούσια απόκτησα
ερωτική συγκομιδή με
Μεθυστικά των φιλιών σου
αρώματα και συνουσίας λάδι
ΠΙΝΑΚΑΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ , ART WORK ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΚΑΣΤΙΚΟ ΒΑΣΩ ΤΣΟΛΑΚΙΔΟΥ
VINTAGE ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ eirinika.gr