Αγγέλα Καϊμακλιώτη
Αnzio Refugee Camp
Τελευταίες μέρες του 74. Η μάνα μου αποφασίζει να μας στείλει με την αδελφή μου να μείνουμε για λίγες μέρες στο Anzio Refugee Camp στις Βρετανικές Βάσεις Δεκέλειας. Εκεί μέσα σε στρατιωτικές παράγκες μένουν μετά την τουρκική εισβολή ο παππούς και η γιαγιά μαζί με την οικογένεια της μεγάλης τους κόρης. Η αδελφή μου, έξι χρονών, κλαίει και οδύρεται κρατώντας σφικτά το φουστάνι της μάνας μας.
«Θα έρθει ο Άη Βασίλης, ο Εγγλέζος. Θα σας δώσει δώρα», λέει η μάνα μου.
Πάμε. Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς οι Εγγλέζοι μαζεύουν μόνο τα παιδιά, σε μια μεγάλη αίθουσα. Είναι το εστιατόριο του στρατοπέδου. Τραπέζια, μπαλόνια, πιάτα με φαγητό. Έρχεται μέσα στη φασαρία κι ένας Αϊ Βασίλης ξερακιανός, ασπρουλιάρης και μας δίνει τα δώρα του.
«Happy New Year! Happy New Year!»
Το κεφάλι μου βουίζει. Κοιτάζω έξω από το παράθυρο τη γιαγιά να μας περιμένει. Τα μάτια της συναντούν τα δικά μου και δακρύζουν.
Το βράδυ της παραμονής, στα σπίτια μας, στα Λιμνιά Αμμοχώστου, βάζαμε στο τραπέζι κουμανταρία, κουλούρια ζυμωμένα από τα μυρωμένα χέρια της και τον εκαρτερούσαμε. Ερχόταν μυστικά και δεν τον βλέπαμε. Κάποτε τον ακούγαμε να ψάλλει ύμνους βυζαντινούς.
Η μνήμη είναι ένα ματωμένο κουβάρι που όμως ξετυλίγεται ανερυθρίαστα.
«Άη Βασίλη, βασιλιά δείξε τζιαι φανέρωσε!»