Αντώνης Δ. Σκιαθάς
ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΚΑΙ ΠΑΛΙ
Στη μέση του καλοκαιριού στα ξώθυρα και στις αυλές του Λόφου Αξιωματικών άνθρωποι
σπαρμένοι σε καρέκλες, μοιρολογούσαν το καλοκαίρι. Καταμεσής της δεκαετίας του
εβδομήντα, ανήμερα του Προφήτη Ηλία τα ξέφωτα των προαστίων της Αθήνας γέμισαν
επίστρατους.
Από νωρίς το πρωί τα ραδιόφωνα έπαιζαν δημοτικά τραγούδια μετά παύση και μετά
ξεχύθηκε η Ειρήνη της Επιστράτευσης. Το προηγούμενο βράδυ, κατά τις γνωστές μας
συνήθειες της επταετίας, ακούγαμε βαλκανικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς. Οι σταθμοί των
Τιράνων και των Σκοπίων είχαν μεταδώσει την είδηση ότι ο τουρκικός στρατός βρίσκεται
απέναντι από την Κύπρο και ετοιμάζεται για απόβαση στην Κυρήνεια.
Τα ασπρόμαυρα νέα στην κρατική τηλεόραση των ενόπλων δυνάμεων, ΥΕΝΕΔ την
έλεγαν τότε οι κρατούντες, παρουσίαζαν ακόμη μια τραγωδία σε real time του Ελληνισμού.
Καμένα σπίτια, τρομαγμένα παιδιά, άνδρες στα γόνατα με τα χέρια ψηλά, μανάδες
μαυροφορεμένες.
Όταν ρημάζουν οι άνθρωποι ρημάζουν και τα σπίτια.
Χωρίς νερό, χωρίς τροφή, εκατοντάδες Έλληνες με την ορμή της νεότητας αλλά και τη δύναμη
της αντίστασης στο καθεστώς των συνταγματαρχών παρουσιάστηκαν στα κατά τόπους
αυτοσχέδια κέντρα επιστράτευσης. Οι γυναίκες, οι μανάδες, οι αδερφές, οι γείτονες με ό,τι
είχαν προσπαθούσαν να στηρίξουν τους ντυμένους περίπου στρατιωτικά. Δεν πήραν ποτέ
φύλλο πορείας για οποιοδήποτε μέτωπο και γενικά ούτε κράτησαν όπλο στα χέρια τους. Για
μέρες πολλές έψαχναν το λόγο της επιστράτευσης τους μαθαίνοντας για τη λεηλασία ξανά του
Ελληνισμού.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στην πόρτα του αεροπλάνου που έστειλε ο Γάλλος
Πρόεδρος Ζισκάρ Ντ’ Εστέν δημιούργησε την ελπίδα. Ξεχύθηκαν με κάθε μέσο οι Αθηναίοι
στην Ομόνοια και το Σύνταγμα να πανηγυρίσουν. Οι γείτονες στις ίδιες θέσεις έπαψαν τα
μοιρολόγια και σιώπησαν για πολλές μέρες. Σιώπησαν για μέρες πολλές, μετρώντας το
θάνατο της πατρίδας για ακόμη μια φορά. Πατρίδα κι αυτή με Θερμοπύλες και Εφιάλτες, με
πηγάδες και παλουκωμένα κεφάλια, με τεθωρακισμένα και χωροφύλακες στους δρόμους.
Οι ραμμένες σαρδέλες στα μανίκια των ένστολων και οι φουντωτές κλάδες στα
πηλήκια των συνταγματαρχών σιγά σιγά εξαφανίστηκαν από την καθημερινότητα των
Ελλήνων. Τα σιρίτια, όμως, της απώλειας στη μαρτυρική Κύπρο του Αυξεντίου, του Καραολή,
του Παλληκαρίδη και τόσων άλλων ηρώων είναι ραμμένα στο σαρκίο του νησιού για μισό
αιώνα τώρα.
Εννιά χρόνια μετά, φοιτητής στην Πολυτεχνική Σχολή του Πανεπιστημίου Πατρών με
τον συμφοιτητή μου στο τμήμα Χημικών Μηχανικών Χρηστάκη Παρασκευά, μαζί με άλλους
35 Κύπριους ξεκινήσαμε με τα πόδια από το ηρωικό παράρτημα του Πανεπιστημίου να
διαμαρτυρηθούμε για το ψευδοκράτος του Ντενκτάς. Δεκέμβρης μήνας, το κρύο αφόρητο.
Με τις σημαίες της Κύπρου και της Ελλάδας στα χέρια περπατήσαμε επτά μέρες από την
Πάτρα για την Αθήνα. Περάσαμε από όλες τις πόλεις και τα χωριά της περιοχής, μοιράσαμε
προκηρύξεις και υλικό για τα δίκαια του Κυπριακού Λαού.
Φτάσαμε παραμονή πρωτοχρονιάς του 1983 στην Αθήνα κατάκοποι με τα πόδια
πρησμένα. Τα προσωπικά μας παράσημα ήταν το ότι μας έγινε η υποδοχή στα Προπύλαια
των Αθηνών. Τα πήραμε επισήμως από τον Δήμαρχο Αθηναίων Δημήτριο Μπέη και τον ήρωα
του Κυπριακού αγώνα(1955-1959) και πρέσβη της Κυπριακής Δημοκρατίας Δήμο Χατζημιλτή.
Η Φιλαρμονική του Δήμου Αθηναίων παιάνιζε τον Εθνικό ύμνο, ενώ ο Δήμαρχος και ο
Πρέσβης μας έσφιγγαν το χέρι σε κάθε έναν και κάθε μία ξεχωριστά.
Για μέρες πολλές η μητέρα μου στο Περιστέρι μου τύλιγε τα πόδια με γάζες με
αντιβιοτικά καθώς οι πατούσες είχαν γεμίσει πληγές.
Ιούλιος τότε 1974, Δεκέμβριος του 1983, Ιούλιος και τώρα, 50 χρόνια μετά και η Κύπρος μας
στις γάζες τυλιγμένη.