Χρήστος Κατρούτσος
Κείται μακράν
Κείται μακράν
Και πώς αειθαλές το φυλλοβόλο ξερίζωμα της νιότης
Ν’ αντέξω σαν πλέον
Κείται μακράν.
Το «Δεν Ξεχνώ» το αναδεύσαμε
Στο αλατόνερο της λήθης,
Αλάτι πίσω απ’ τον ώμο ρίχνοντας
Να φύγει τρέχοντας η μνήμη
Κατά το πως τη μάθαμε και τη σπουδάσαμε
Να κείται, να κείται μακράν.
Το αλατόνερο που κάποτε λουζόταν έρωτας
Νεκρά τα φύκια φέρνει και παράπονο
Και να συνομιλούν στων ψυχανθών τη γλώσσα,
ποιος να τα καταλάβει άλλος;
Και το κερί στην άμμο αναμμένο,
Παράκτιο μανουάλι μιας γαλήνης που λυπήθηκε
Να βλέπει κατά που πάει η μνήμη
Αποσυνάγωγη απ’ τον βιότοπό της,
Και στην παράγκα 173
Θα βρει απάγκιο
Και ξύλο που δεν σωπαίνει, τίμια τρίζοντας στο βήμα της.
Θα βρει τα πρόσωπα να γδύνουν σύννεφα
Απ’ τη φωτιά π’ αρπάξανε
εκείνο το καλοκαίρι το τρεμάμενο
Κι ως σήμερα, λιμάνι σχηματίζουν
Στο Μπέλαπαϊς, όρτσα το θαύμα
Να λύνουν κάβους
Στην παραλήγουσα της λήθης μπας και σαλπάρει
Στη λήγουσα του «Δεν ξεχνώ»
Καθώς ετούτη η φράση με τα γυμνά χειροκροτήματα
Σε χέρια που δεν γνωρίζουν χάρη να προσφέρεις
Μπολάκι ζάχαρη, να κρατηθούν σφιχτά,
Κείται μακράν κι ακόμη περισσότερο,
Χαράζει η απόσταση σαν χέρια
Φυλάν στη χούφτα τους γκρεμό.