Δήμητρα Δημητρίου
ΑΛΩΣΗ
Ο θολοσκέπαστος διάδρομος οδηγούσε στον κοιτώνα, την κοιτίδα της, τοποθετημένη πάνω στη γυμνή, την άδεντρη πλευρά του βουνού, απ’ όπου η θάλασσα, που σέρνεται στα πόδια του, προεκτείνεται ή αποσύρεται, θαρρείς, προς τα μέσα σαν ένα φυσικό πανόραμα, αφήνοντας τον κάμπο ξέσκεπο στα μάτια του ήλιου.
Εδώ πάνω δεν χρειάζονταν τείχη. Υπήρχε μονάχα ο βράχος.
Από εδώ η Μορφία, η βασίλισσα, μπορούσε ως πέρα ολούθε να βιγλίζει, ανασυντασσόμενη απέναντι στα μυριάδες σκορπίσματα, στρέφοντας διαδοχικά το βλέμμα της –περνώντας ανελλιπώς απ’ το πετρόκτιστο γεφύρι, εκεί που τα περάσματα σε λίγο θα γεμίσουν μ’ ανεμώνες– στα σπίτια των λας, σκορπισμένα σε πράσινους λοφίσκους, κι άλλα πιο χαμηλά κι απόμερα, στα ριζά.
Χωρίς να προσπαθεί να επιβάλει μια αίσθηση δική της στον κόσμο, συναφή με την όραση, την ακοή, τη γεύση ή την αφή, επιθυμούσε ν’ αφήσει τον κόσμο αυτό να μιλήσει για τον εαυτό του.
Έτσι όλοι οι υποκειμενισμοί· μια έλλειψη φυσικού αισθήματος.
Εκεί, όπου αγρεύουν τα φαλκόνια, στις αιχμηρές πλαγιές τα σερπετά και στις ρωγμές φωλεύουν περιστέρια, οικοδομήθηκε ό,τι μετέπειτα θα αποκαλούσαν έργο φοβερό του πολέμου.
Στοές, καμάρες, πολεμίστρες, κανονιοθυρίδες, στραμμένες όλες προς το λιμάνι, υψώνονται πάνω από ένα αμφιθέατρο από γκρεμνά, όπου ευρίσκεται πάντα αυτή, η Ορεία, καθήμενη στο τοξωτό παράθυρο, καθώς άνεμος απηλιώτης τής χτυπά με βια το μέτωπο, ερχόμενος από τον ήλιο.
Το παραθύρι με τα σκαλιστά καθίσματα, όπως και κάθε πόνημα της τεκτονικής της, διέθετε με το μέγεθός του, την αυστηρή του γεωμετρία, τα περίτεχνα βιτρό του και τα ειργασμένα ποικίλματα την ιδιότητα να εξοντώνει κάθε ανθρώπινη διάσταση, όχι για να τη συρρικνώσει ή να την αφανίσει, αλλά για να τη διανοίξει στα πέρα από αυτήν.
Ένας καημός την κατοικεί και της κεντά τα σπλάχνα.
Στις σχόλες έπαιρνε να μέλπει στα κρυφά έναν σκοπό, σαν ένα τραγούδι αφιερωμένο στη σιωπή. Κι όπως καθόταν εκεί πάνω, στον κόρφο του Θεού, κεντώντας τ’ αντρεντέ της, οι σκιές των δεντρών πηδήσαν ξάφνου, στο νεφομάζωμα, απ’ έξω από το παραθύρι προς την κάμαρά της απειλητικά, ορθώνοντας γύρω της ένα δάσος πυκνό και αδιαπέραστο.
Είδε τον ουρανό μπαρουτιασμένο, τα σύννεφα να φλέγονται απ’ άκρη σ’ άκρη. Είδε κουρσάρους να ξεμπαρκάρουν και να διαγουμίζουν το βιος της. Άλλοι ανοιγόκλειναν τα στόματα μ’ αρπαχτικές κινήσεις των χεριών. Τις νύχτες πυρφόρα βέλη φλόγιζαν τον ουρανό, τις μέρες οι καπνοί τον έζωναν και της έκρυβαν τον ήλιο.
Κι είδε τα όπλα της, που δεν ήταν τίποτε άλλο από τόξα και σφενδόνες.
Είδε ανθρώπους να περπατούν σέρνοντας μαζί τους τα δεσμά τους. Το ανόσιο λαμπρόν ν’ αφταίννει και να σηκώνεται, ως γοιον καστέλι, στον ουρανό. Πάνω στα ένδοξα τειχιά της έστησαν ξύλινα γεφύρια κι είχαν κιόλας κρεμάσει σκάλες, για ν’ ανεβαίνουν, σε έξαλλη παραφορά. Κουβαλούσαν χώματα.
Μπερ, μπερ, έλεγαν, γιατί ήσαν πράγματι βάρβαροι.
Κι έτσι όπως κρεμιόνταν από εκεί πάνω, χωρίς να έχουν κάτι δικό τους για ν’ ακουμπήσουν, της έμοιαζαν να είναι κρατημένοι όχι πάνω σε πέτρες μήτε πάνω σε πλιθάρια, παρά μονάχα πάνω στον αέρα. Τλήμονα τέκνα της φθοράς, εξαγόραζαν τη δοξοκοπία του περιττού με τ’ ακόνι και το μασάτι.
Μπαϊρακτάρηδες.
Είδε τη θάλασσα γύρω της να ζαρώνει και να συστέλλεται, να περικλείει το νησί συρρικνωμένο κατάγυρα και να στέκει αυτή μόνη μεσοπέλαγα, απλικεμένη πάνω σε μια λωρίδα στεριάς. «Πώς γίνεται να ’ρίζω εγώ μια δράκα γης, δίχως βουνό;».
Δεν ήξερε.
Είδε ανθρώπους να περιφέρονται ανέστιοι, με μάτια σβησμένα. Είδε αμούστακα παιδιά να παλεύουν με λιοντάρια, κρατώντας στα χέρια μονάχα ξύλα και χαλίκια. Είδε τέμπλα χωρίς εικόνες, θυμιατά να κουδουνίζουν ανεξέλεγκτα, αδημονώντας χέρια μετέωρα στον αέρα, δίχως καπνό.
Και είδε τον ουρανό καινό, γιατί όλα παρήλθαν, τίποτα δεν ήταν πια εκεί που να θυμίζει τη θάλασσα που ήξερε, τίποτα που να μαρτυρεί την πρώτη γη.
Όμως αυτό επρόκειτο να συμβεί αργότερα, αφυπνισμένη μόλις, κι αφότου διαβεί την κάμινο.
Για πρώτη φορά διαπερνούσε το πετσί της η αθλιότητα των σωμάτων δίχως σκίρτημα. Ώρα τεφρή, δίχως ανάσα. Λαφίνες δεν είχαν πια στο στήθος γάλα. Και τα δεντρά μαραίνονταν. Και τα πετούμενα έπεφταν εις την γη.
Κάθε φορά που εκτόξευαν, τα μέλη τους τεντώνονταν, η φλέβα στον λαιμό τους φούσκωνε, λες και ήταν έτοιμη να σπάσει. Ολόγυρα οι φωτιές του μακελάρη. Οι στρατιές της έπεφταν κάτω σαν τραπουλόχαρτα, το άμαχο πλήθος είχε κιόλας σωριαστεί, τόσο, που το χαλί των γερμένων σωμάτων, σαν άλλοτε οι πέτρες του χτισίματος, μπορούσε να οδηγήσει τ’ ασκέρια των οχτρόνε, μ’ όλη τη δόξα και τη στιγμιαία έκλαμψη ματαιότητας, με βεβαιότητα προς στο Κάστρο. Ωστόσο, οι άνομοι συνέχισαν να οπλίζουν, καθώς οι κόγχες τους διαστέλλονταν κι η όψη τους είχε ήδη παραδοθεί στην έκσταση, μια απόσπαση από τον κόσμο των αισθήσεων, σαν έμπλεοι θεού. Μια απροσδιόριστη, αρχέγονη ηδονή, μια μυστική βακχεία αυτή που παίρνει ο άνθρωπος στη θέα του αίματος και σάρκας ωμής.
Αναρωτιόταν, αυτοί που ξεθυμαίνουν τον λιμό τους στο αίμα, όταν φεύγουν, αν φεύγουν ακόμα πεινασμένοι.
Κι όσο έσβηνε τις πυρκαγιές τόσο εκείνες φούντωναν. Οι Οσπιτάλιοι δεν έφταναν να περιθάλπουν τους προσκυνητές, που έσπευδαν γονυκλινείς. Οι Τεμπλιέροι, που μεσουράνησαν για λίγο έφιπποι, είδαν το δόρυ να διαπερνά την πανοπλία και να τους καρφώνεται στα πλευρά. Το Τάγμα του Ξίφους της είχε ήδη γονατίσει, κι οι καπιτάνοι της εδέοντο, ψέλνοντας από μέσα τους σιγανά το «Πατερνόστρε».
Το λαμπρόν προχωρούσε, αναγκάζοντας τους τοπιανούς να στραφούν όλοι κατά την προκυμαία. Κι όσοι προσπάθησαν να σπάσουν τη ζώνη των απίστων ευρίσκονταν σφαγμένοι. Κι όσοι ήξεραν ‒κι όσοι δεν ήξεραν‒ κολύμπι ερίχνοντο εις τη θάλασσα. Απ’ τη στεριά, κοιτώντας μπροστά, έβλεπες μόνο το νερό· μια μανισμένη άβυσσο από εξημμένα κύματα και σπαρμένα κορμιά. Απ’ τ’ αψηλά κατάρτια, αλλάζοντας το σημείο θέασης, υψωνόταν μόνο το περίγραμμα άλλοτε λαμπρών οικοδομών, σαν σκέλεθρα, σκιερό απείκασμα, θαρρείς, ενός περασμένου εαυτού. Και στην άκρη της ακτής, βοούσε τ’ ανθρωπομάνι σ’ αθώρητα, αλαφιασμένα σχήματα, στοιβαγμένο σε μια μακρόσυρτη γραμμή βαρύθυμων ψυχών, μια νέα τάξη οδυρμών, κάτι που έμοιαζε με μαύρο σύνορο. Άλλοι είπανε πως ήταν σύνορα θανάτου, εκείνη όμως το ήξερε πως ήταν σύνορο από ζωντανά πλάσματα που εκλιπαρούσαν, απλώνοντας ένα πλατύ, πελώριο χέρι, που όσο πλησιάζει στο μάτι που το θωρεί γιγαντώνεται, υψώνοντας δέησες προς τον ουρανό για πλοία. Και κάθε δάχτυλο, κάθε παλμός τεντώνονταν, κάθε χορδή φωνής και κάθε φλέβα του λαιμού ξεπηδούσε, νόμιζες, για να σ’ αρπάξει, να σε τραβήξει πίσω στο λιμάνι. Κι όσοι εμεινίσκαν στην προβλήτα ποδοπατιούνταν. Κι όσοι δεν πνίγονταν σκαρφάλωναν απάνω στα καράβια. Κι όσους σκαρφάλωναν τους άμπωχναν ξανά να πέσουν πίσω στο νερό.
Η αγωνία μέσα στο πράο βλέμμα της και τ’ ασημένια χέρια. Εκπέμπει προς το άπειρο σήματα ανέφικτα.
Ένας κόσμος που γυρίζει γυρίζει γυρίζει
γύρω της κι εκείνη να παραμένει ακίνητη, μια χορεία από ανυπεράσπιστα πλάσματα που δεν ήξεραν ότι τη φώναζαν, που δεν ήξεραν πως αυτήν ονειρεύονταν, που δεν κατάλαβαν ποτέ πόσο τους αγαπούσε, τόσο που, αν υπήρχε «για πάντα», θα ήθελε να ήταν έτσι.
Είδε τότε γυναίκες που χόρεψαν σε χορό κυκλικό, κρατώντας τα χέρια τους σφιχτά, πάνω σ’ ετούτο τον βράχο. Σε κάθε γύρο που έδιναν, από όλες τους έλειπε μια.
Πόσοι γύροι;
Είδε χωράφια ζουρά και κτίσματα χορταριασμένα, αφημένα στο έλεος της φθοράς και του χρόνου. Είδε ακόμα να ξεμακραίνει πίσω της η στεριά, αφήνοντας τους όγκους και τα σχήματα να διαλύονται βουβά στον ορίζοντα. Έμεινε με τα μάτια καρφωμένα προς τα πίσω, ν’ αναπλάθει τις μορφές αυτού που κάποτε υπήρξε.
Είδε και σπίτια δίχως πόρτες και μια γριά παράξενη, ρακένδυτη, να στέκει μπροστά στην είσοδο, βαστώντας ανοιχτάρι. H γριά με το γυάλινο μάτι έμεινε να στριφογυρίζει με πείσμα το κλειδί στον χώρο της πόρτας που έλειπε, τραβώντας μετά κι αυτή στο Και, κατά τον μόλο.
Μπροστά στα τσακισμένα σώματα εντόσθια που σπαρταρούν.
Ματοβαμένα γιαταγάνια σφύριζαν, δοκιμάζοντας την αιχμή τους. Τα θαμπά περιγράμματα των πολεμιστών αιωρούνταν για λίγο στον αέρα, προτού ξεσπάσει σαν ηχώ η ανόσια κλαγγή του πολέμου. Οι αρμάδες είχαν πια καταλάβει όλα τα γύρω υψώματα, αφήνοντας την κοιλάδα μονόψυχη και περίβλεπτη στο στόμα του λύκου.
Είδε τον άντρα που, προσπαθώντας να κρυφτεί, οι βολβοί του εξογκώνονταν στον πανικό, σαν από πριν δοσμένος στην άνομη επικράτεια του θανάτου.
Τότε κατάλαβε πως αυτός είχε ήδη φύγει.
Ανθρώπινα μέλη έπεφταν ομάδι, μαζί με τα γκρεμισμένα δοκάρια. Τ’ αυτιά της βούιζαν από τα βογκητά, καθώς έβλεπε γύρω της να καταρρέουν προσχώσεις ακέραιες ενός κόμπο τον κόμπο κεντημένου συντάγματος ψυχής.
Οι καταπέλτες δούλευαν νυχθημερόν·
η καταχθόνια μηχανή δούλευε νυχθημερόν, αξιώνοντας την ανθρώπινη εκμηδένιση.
Και, κάθε που γκρέμιζαν ένα κομμάτι από τα τείχη, ήταν σαν να σιγούσε μέσα της μια εποχή, καθώς ένιωθε πάνω της το βλέμμα ενός εκάστου των υπηκόων: τα μάτια της δούλας, με τις ευτραφείς καμπύλες και το γενναιόδωρο χαμόγελο, να σφαδάζουν γουρλωμένα από τον τρόμο· τα χέρια του μικρού αγοριού, μαγγανίζοντας τα πόδια του σφιχτά, σαν να ’βλεπε ακόμα μπροστά του τη μάνα· την καρδιά της γερόντισσας πάνω απ’ τ’ αγγόνι της απαραμύθητη.
Στα σπλάχνα της το πυκνό δίχτυ της ζωής όλων τους, με τις χαρές τους και τους ίσκιους τους, στις φλέβες της η ακατάσχετη ροή μιας μοίρας αναπότρεπτης, στην αφή της η σύσπαση του θανάτου, στα μάτια της η λαχτάρα ν’ αντικρύσει για τελευταία φορά τ’ ουρανού το λυκόφως, στη γλώσσα της η στέγνια των χειλιών την ώρα του αφανισμού, σαν δίψασε καματερός και τού ’δωσαν να πιει νερό θαλασσινό.
Πόσος θάνατος ακόμα χρειάζεται για να καταλάβει κανείς πως εδώ συμβαίνει κάτι το ανόσιο;
Η φωτιά η ελέπολις πλησιάζει, γλείφοντας αδιάντροπα το πετσί του κάμπου, πνοή ζεφύρου κόκκινη, δίχως σταματημό. Μια σειρά από αδιέξοδοι κόσμοι και χρονικές συγκυρίες με στίφη από πλανόδιους θηρευτές, μπερ, μπερ έλεγαν, όλα τα είδε μπροστά της να επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά. Κι όσα άνθη γύρω φύτρωναν τόσο οι αρμάδες πύκνωναν. Όπως τριαντάφυλλα στα πιατάκια του γλυκού ή τα χρυσάνθεμα στο υφάδι του αργαλειού· ένας στα βράχια, άλλος πατήματα, τρίτος μαχαίρι στον λαιμό, πέμπτος κοντάρι, οκτώ στα αίματα, μέσα στον κάμπο της πάλι και πάλι. Οι άνδρες πολλαπλασιάζονταν με ταχύτητα, έτσι που να μην θυμάται πλέον τα τριαντάφυλλα και τόσο που να έχει ξεχάσει ήδη τα χρυσάνθεμα· τα σχήματα επαναλαμβάνονταν με ταχύτητα σε ισομετρικά και απαράλλακτα μοτίβα, σαν βάθος σκιερού ορίζοντα ή τελμάτωση προοπτικής, οδηγώντας την με σιγουριά προς το τέλος. Τόσο πολύ επαναλαμβάνονταν, μέχρι που της ήταν πλέον αποκαρδιωτικά ξεκάθαρο πως κατέκλυσαν όλη την κοιλάδα και δεν μπορούσαν να διακρίνουν πια τα μάτια της τον κάμπο, παρά μόνο ανδρικά ιδρωμένα σώματα, που κράδαιναν τις ασπίδες τους με θόρυβο, βάφοντας τα πρόσωπά τους στα χρώματα της άμμου, όψεις λερές της μαύρης γης ή χόρτου ενός τόπου που καίγεται. Έβλεπε ακόμα εκείνην να πολλαπλασιάζεται αδιάκοπα -μοτίβο του ίδιου του εαυτού της, επαναλαμβανόμενο διηνεκώς στον ορίζοντα- ερχόμενη μέσα από τη θάλασσα και καταλήγοντας πάλι κοντά της, σαν υδάτινη κραυγή:
Ίδιο σαν χτες το κύμα, οι μέρες, τα χρόνια.
Το βουνό γραπώθηκε από πάνω της σαν το πουκάμισο του Νέσσου – ένα άδειο φόρεμα, μ’ ολόκληρο τον όγκο του, σαν από πάντα προσβάσιμο, σαν όλα εκείνα για τα οποία αξίζει να πολεμήσει κανείς. Τα φουσάτα των ξένων, προσπαθώντας να το ξεριζώσουν, ξεκολλούσαν μαζί κομμάτια από τις σάρκες της.
Ο υπασπιστής τής κοντζυγώνει. Ποτέ της δεν είδε την όψη του τόσο σκυθρωπή όσο που να αγγίζει το χώμα. Δυνατά πέταλα έξω από το Κάστρο, η ανάσα της αχνίζει για λίγο στην ομίχλη, καθώς του ψελλίζει, όσο μπορεί, ’μπιστευτικά:
«Πόσοι;»…
Μια κραυγή την πέταξε απάνω, καθώς η φωνή αντιλάλησε μέσα της κι έξω της και πάνω από την κοιλάδα, γκρεμίζοντας ένα σύννεφο. Η αλήθεια είναι πως η κούραση απ’ τα χρόνια άρχισε να βαραίνει της ολόγυρα το σώμα και δεν το ’χε πολύ δύσκολο να την πάρει ο ύπνος, έτσι, καθώς καθόταν στην κορφή, ν’ αγναντεύει το πέλαγο· γέρνουν τα ματοσίνορα στ’ αλαργινά με τόση πια ευκολία… «Ακόμη μια ανεπανάληπτη δύση», σκέφτηκε, γνώριμη και πάλι είσοδος του σημαδιού της ζωής, καθώς οι πρώτες αχτίδες θα άρχιζαν σε λίγο να τρυπούν ήδη ζεστές τα σιδερόφραχτα παράθυρα του Κάστρου, τυλίγοντάς την με τη λαχτάρα και τη ζέστα της πρώτης μας οικειότητας.
Σηκώθηκε με κάποια ανησυχία, ανασαίνοντας κοφτά, στο μεταίχμιο ακόμα της ιδεώδους εκείνης ισορροπίας που, στη διαλεκτική του επίλυση, σου δίνει την εντύπωση ότι μπορείς να ξεχωρίσεις τον πραγματικό από τον άλλο κόσμο. Ανασκουμπώθηκε, σαν να ήθελαν οι κότες τάισμα ή η καρδερίνα της με το πορτοκαλί λοφίο στο τορνευτό κλουβί νερό. Κίνησε πολύ πιο γρήγορα από ό,τι τις άλλες φορές, πολύ πιο νευρώδης απ’ ό,τι συνήθως. Θυμήθηκε τότε πως τις κότες της τις τάιζαν τα πρωινά οι δούλες, πως η διαλεκτική, με την αιχμή του βέλους προσανατολισμένη σταθερά προς το τέλος, ήταν τελικά ένα πορώδες ψέμα και πως στην πραγματικότητα δεν έχει καρδερίνα. Η δική της καρδερίνα, αν ζούσε, θα είχε ένα βαθυκόκκινο, βυσσινί χρώμα στο κεφάλι και δεν θα την είχε σε κλουβί, μα πάνω στα κλαδιά.
Όχι, το αποφάσισε. Σήμερα δεν θα έκανε τη συνηθισμένη βόλτα προς την κοιλάδα με τα κυκλάμινα.
(Κεφάλαιο από την υπό έκδοση νουβέλα Άλωση)